Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Απόπειρες (2)

Μαριώ   

Τα καλλίγραμμα πόδια της ανέβαιναν αργά την ανηφορική οδό της εκκλησίας του Αη Γιώργη. Παραδομένη στο νεοφερμένο αέρα της άνοιξης αψήφησε το τρίτο χτύπημα της καμπάνας, τη λειτουργία που είχε οπωσδήποτε αρχίσει και τους άσπλαχνους ψιθύρους των γυναικών που και αυτοί - το δίχως άλλο - θα είχαν αρχίσει. Όμως οι μυρωδιές από ίντσα και γιασεμί έδιωχναν τέτοιες συνηθισμένες ανησυχίες. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι σα να ήταν δήθεν περήφανη, έκλεισε τα μάτια τόσο σφιχτά, ώστε πια έβλεπε μόνο τη λάμψη που σχημάτισε ακανόνιστους κύκλους κάτω από τα βλέφαρά της, και περπατούσε τώρα σαν τη μέλισσα που άθελά της έπεσε στο τρυφερό μάγουλο ενός παιδιού και αποφάσισε να το γευτεί.
   Ήταν πραγματικά όμορφο το χωριό εκείνη την εποχή. Τα σπίτια πνίγονταν από πολύχρωμους λουλουδιασμένους θάμνους και το μπλε του ουρανού απλωνόταν αχανές κάνοντας τα λιγοστά σύννεφα να περνούν απαρατήρητα από το μάτι του περαστικού. Πιο ψηλά πρασίνιζαν τα δέντρα και οι αμυγδαλιές ήταν πια ώριμες. Μα αυτό που δύσκολα ξεχνά κανείς την άνοιξη ανηφορίζοντας για την εκκλησία είναι να γυρίσει και να κοιτάξει για λίγο τον κάμπο που απλώνεται ως την άκρη του κόσμου. Πράσινο και χρυσαφί. Χρυσαφί φως που λαμπύριζε τώρα στα μισόκλειστα μάτια της.
    Όσο αργό κι αν ήταν το βήμα της όμως, ο σκαλισμένος σταυρός της πόρτας που έπρεπε να διαβεί πλησίαζε. Και όσο πιο πολύ πλησίαζε τόσο οι καθημερινές ανησυχίες επέστρεφαν και έκαναν την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Χαμογέλασε αμήχανα, όταν σκέφτηκε πόσο βίαια ο λήθαργός της μετατράπηκε σε τούτη την άβολη αφύπνιση και αυτό της έδωσε ίσως θάρρος να προχωρήσει.

   Τα καλλίγραμμα πόδια της στάθηκαν μπροστά στη μισάνοιχτη τζαμένια πόρτα με τον σκαλιστό σταυρό. Απο τη μια η φιγούρα του Ιησού, από την άλλη στο βάθος δεκάδες βλέμματα και ύστερα  οι ψίθυροι...η καταραμένη. Και έπειτα τα βλέμματα παγώσανε για λίγο και οι ψίθυροι σταμάτησαν στη θέα της ομορφιά της. Ψηλή γυναίκα, μεστή, με πρόσωπο λευκό, μεγάλα καστανά μάτια και μαύρα μαλλιά που άγγιζαν το στήθος της. Η καταραμένη συνέχισαν με φθόνο τώρα με χαμηλές φωνές, τα βλέμματά τους όμως ολοκλήρωσαν αυτά την περιγραφή - μακριά αλαβάστρινα χέρια άγγιζαν το παγκάρι και μετά με περίσσεια χάρη το κερί. Την ώρα της ευχής τα κόκκινα χείλια δαγκώθηκαν μα δεν πλήγωσαν την εικόνα της όμορφης γυναίκας.
    Προχώρησε λίγο ακόμη και στάθηκε σε μια γωνιά. Δυνάμωσε και η φωνή του ψάλτη και το ακροατήριο βυθίστηκε επιτέλους σε ησυχία. Καταραμένη, σκεφτόταν και εκείνη. Είχαν περάσει ακριβώς δέκα χρόνια από τότε που είχε σκοτώσει τον άντρα της. Ήταν καλή ώρα σε αυτό το ίδιο πανηγύρι, του Αη Γιώργη. Χαρές μεγάλες στο χωριό και πυρετώδεις προετοιμασίες. Οι άντρες έσφαζαν τα πιο καλά τους αρνιά και οι γυναίκες μαγείρευαν δυο μέρες. Έστρωναν ακόμη τραπέζια στην αυλή της εκκλησίας και ντόπιοι μουσικάντηδες ανάμεσα στα καλοψημένα κρέατα και το άφθονο κρασί παρέσυραν τους μίζερους χωριάτες σε χορό μέχρι το ξημέρωμα. Και εκείνη μεθούσε, και από το κρασί και από τη μουσική. Και πριν δέκα χρόνια μέθυσε και τράβηξε τον άντρα της από το χέρι, τον οδήγησε μπροστά στους μουσικάντηδες και έσυρε τον χορό. Αυτή μπροστά, πίσω αυτός. Ακόμη και αυτό δεν της συγχώρεσαν ποτέ. Άνοιξε τα βήματά της και σχημάτισε κύκλο, πίσω αυτός. Συνέχισε με γέλιο δυνατό τώρα, πίσω αυτός. Και όταν παραδόθηκε στον ξέφρενο ρυθμό και αφέθηκε στη χαρά, εκείνος δεν ήταν πια πίσω της. Είχε σωριαστεί καταγής, κόκκινος σαν ώριμο σταφύλι. Μάταια προσπαθούσε να ξεκουμπώσει το πουκάμισό του. Η μέθη έγινε ζάλη και η ζάλη πανικός, η μπάντα σίγησε και οι χωριάτες έγιναν οι αυτόπτες τούτου του κακού ριζικού που την έκανε χήρα.
    Διπλά θρήνησε για το χαμό του. Γιατί την ίδια στιγμή που ξεψύχησε είπαν πως όποιος χορεύει με τη Μαριώ, πεθαίνει. Και κατά τη σοφή γερόντισσα, τούτη η κατάρα επιβεβαιώθηκε δύο ή τρία χρόνια αργότερα όταν η Μαριώ ντάντεψε στα χέρια της το νεογέννητο παιδί της αδερφής της, και αυτό κατάπιε τη γλώσσα του και πέθανε επιτόπου.

     Τα καλλίγραμμα πόδια της βγήκαν από την εκκλησία όταν τελείωσε η λειτουργία και ένα ζευγάρι στραβοκάνικα πόδια έτρεξαν ξοπίσω τους. Ακούστηκε το όνομά της και αμέσως δύο δυνατά χέρια την άρπαξαν από τη μέση και την οδήγησαν βίαια κάτω από ένα μικρό γεφύρι, εκεί που δεν έφτανε ούτε του ανθρώπου το μάτι ούτε του ήλιου το φως. Ο ζόφος τυλίχτηκε γύρω της και για οδηγό είχε πια τα μάτια του άντρα που άστραφταν μπροστά στα δικά της, Τα χέρια της επίμονα, αλλά μάταια προσπαθούσαν να τον διώξουν και η στιγμή θα κρατούσε αιώνες αν δεν άρχιζαν σιγά - σιγά να κατηφορίζουν τα κακόγλωσσα τακουνάκια απ' την εκκλησία. Έτσι η Μαριώ βρήκε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει και από τη λαχτάρα της να ξεφύγει ούτε που κατάλαβε πως για πρώτη φορά μετά από χρόνια βάδιζε με το μπουλούκι των χωριανών.

     Το σκοτάδι έπεφτε και οι καμπάνες ηχούσαν και πάλι. Το γλέντι θα άρχιζε από λεπτό σε λεπτό. Κάθε  χρόνο το ίδιο. Έπρεπε να πάει, ήταν έθιμο. Δεν έπρεπε να χορέψει όμως, ήταν καταραμένη χήρα, πενθούσα δέκα χρόνια και λίγα ήταν. Με το μακρύ μαύρο φόρεμα που και αυτό μετρούσε τα ίδια έτη πάνω της κατευθύνθηκε ξανά προς την εκκλησία. Αυτή τη φορά ο φόβος της ήταν πιο μεγάλος από ποτέ, ήταν εκείνος ο άντρας που συντάραξε τη ψυχή και το κορμί της. Είχε πια τόσες σκοτούρες που δε μπορούσε τώρα πια να βάλει τον έρωτα στη ζωή της. Το νεκρό της σύζυγο τον αγαπούσε, δεν τον είχε ερωτευτεί, μα η αγάπη και η εκτίμηση ήταν αρκετά. Άλλωστε ποιος φονιάς ερωτεύεται το θύμα του; Οι σκέψεις χάθηκαν από τη μουσική που δυνάμωνε όσο πλησίαζε. 

    Το κρασί ήταν όλο δικό της και έτσι το άφηνε να ρέει μέσα της άφθονο, μήπως και κατάφερνε να ξεπλύνει όλες τις αμαρτίες της. Και εκεί πάνω στο κρασοπότηρο είδε ξαφνικά όλη της τη ζωή...πως παιδί ήρθε σ' αυτόν τον τόπο, δεκάξι χρονών, για να παντρευτεί και να φροντίσει το σύζυγο, για τον οποίο οι γονείς της συμφώνησαν. Πως δε θυμάται πια τα πρόσωπά τους, που ξαλάφρωσαν για τα καλά όταν την πάντρεψαν. Πως δεν είχε πια την ευτυχία να κρατήσει στα χέρια της δικό της παιδί, αφού στέρησε τη ζωή εκείνου που θα μπορούσε να είναι πατέρας του. Και όλα, αναμνήσεις, μουσικές, βλέμματα, ψίθυροι, ο σκαλιστός σταυρός και το κρασί ήρθαν και την έπνιξαν. Έπρεπε να κάνει κάτι, να ξεσπάσει.
    Ξεχύθηκε τότε η Μαριώ μπροστά στους μουσικάντηδες, σήκωσε τα χέρια της ψηλά, έκλεισε τα μάτια της και χόρεψε με τη ψυχή της. Και τα χέρια έμειναν άδεια, μετέωρα, κανένα χέρι ούτε μαντήλι δεν πέρασε στα δάχτυλά της. Αντίθετα, έμεινε μόνη της εκεί να χορεύει, γιατί οι κακές γλώσσες φοβήθηκαν τον θάνατο.
    Τα στραβοκάνικα πόδια πέρασαν επιδέξια τότε ανάμεσα από τα τραπέζια και τα σοκαρισμένα μάτια που κοιτούσαν την εξέλιξη με τρόμο. Κάποια χέρια έκαναν αδέξιες κινήσεις για να προλάβουν το κακό. Μάταια. Εκείνος την άρπαξε από το χέρι, που πάγωσε για λίγο, και την ακολούθησε στο χορό. Και οι δυο μαζί αψήφισαν τη δεισιδαιμονία. Η μέθη τούς τύλιξε ένα γύρο και ένιωθαν ολοένα πιο ελεύθεροι. Ο  κοινοτάρχης είχε κοκκινίσει από τον θυμό του, ο δάσκαλος έκανα αέρα με ένα μαντήλι, μια μάνα έκλεινε τα μάτια του παιδιού της και ο παπάς έμεινε εκεί να σταυροκοπιέται. Εκείνη, για πρώτη φορά ευτυχισμένη μετά από καιρό, είχε ξεχάσει πια το θάνατο και όταν οι μουσικάντηδες χτύπησαν πια την τελευταία τους νότα, όλοι ήταν εκεί, όρθιοι και ζωντανοί.

     Το επόμενο πρωινό αμαύρωσε μια για πάντα την καρδιά της Μαριώς. Τα στραβοκάνικα πόδια δεν βάσταξαν, τα αστραφτερά μάτια έκλεισαν. Είχαν ελαττωματική καρδιά, μα είπαν πως ήταν δικό της το φταίξιμο.

H εικόνα είναι του  William Mortensen