Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Θεσσαλονίκη του 1969 - Ελλάδα του 2012

Γιατί αισθάνομαι ότι  ο Μανόλης Αναγνωστάκης πάλι μεγάλη απογοήτευση θα αισθανότανε με το 2012, όπως τότε, με το 1969, ψάχνοντας ανθρώπους να αγωνιστούν για τούτη την ανελευθερία που ζούμε; Γιατί αισθάνομαι τον τόπο μας να βουλιάζει μέρα με τη μέρα στην εξαθλίωση, να βρίσκει να κατηγορήσει ανθρώπους που δε φταίνε, να γίνεται έρμαιο του φασισμού, να στέκεται με απάθεια μπροστά στη βία που ασκείται σε κάποιον, μόνο επειδή έχει μελαψό χρώμα; Γιατί αισθάνομαι πως βρίσκει άπειρες δικαιολογίες να μην αντιταχθεί σε ό,τι πραγματικά τον εκμεταλλεύεται; Γιατί αισθάνομαι πως το δικαίωμα της ψήφου του το έχει μετατρέψει σε πιστοποιητικό κολακείας απέναντι σε ανθρώπους που στρογγυλοκαθίζουν τα οπίσθιά τους σε θέσεις εξουσιαστικές υποσχόμενοι ευημερία; Γιατί αισθάνομαι πως η αδικία έχει γίνει συνήθεια; Γιατί τα παιδιά να απογοητεύονται όταν θα έχουν πιστέψει τα λόγια του πατέρα: "εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες";

Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.

Τὸ ποίημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ Ὁ Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στὰ Δεκαοχτὼ Κείμενα, ποὺ ἡ ἔκδοσή τους ἀποτέλεσε τὴν πρώτη πράξη ὁμαδικῆς δημόσιας ἀντίστασης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων κατὰ τῆς δικτατορίας. Εἶναι ποίημα πολιτικό, ὅπως ἐξάλλου καὶ πολλὰ ἄλλα ποιήματα τοῦ Ἀναγνωστάκη, καὶ ἀπηχεῖ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση ἀπὸ τὴ μετακατοχικὴ περίοδο καὶ τὴ στρατιωτικὴ δικτατορία.
Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
            τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε 
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε 
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες, 
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες 
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
            οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
            τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
            ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
            τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.