Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Στο σκοτάδι



τι στίχους να σου γράψω
τώρα που νύχτωσε, με το
ζόρι διακρίνω τα 
σκαλίσματα από μελάνι
στο χαρτί, άραγε σου
αρκεί που έφτιαξα
ένα λουλούδι
ή
ζητάς
να 
έχει
κάποια σημασία
για 
σένα;

Θ.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Χίλια εννιακόσια ογδόντα οκτώ



Στο κενό φύλλο που από λάθος προσπέρασα
άφησαν ίχνη
οι θλίψεις της κυριακάτικης νύχτας,
της τύχης μου που μίσεψε
σε μέρη άγνωρα.
Ίσως να τα είδα κάποτε στα παιδικά μου όνειρα
μα τώρα πια δε τα θυμούμαι.
Είναι λύπη καθαρή
η άδεια μνήμη,
είναι μάταιος ουραγός της γενναίας εκδοχής μου.
Κι αυτή ακόμη, κουλουριάζει
και μαζεύει τα γόνατα στα χέρια,
έμβρυο μέσα σε παγωμένη μήτρα,
την ώρα του ύπνου,
την ώρα της αναζήτησης του ίδιου ονείρου,
με την αμέλεια αδιάλειπτα
που διαφεντεύει το θυμικό,
να με καλύψει ένα αόρατο χέρι με βαριά τσόχινη κουβέρτα,
να ζεσταθώ παιδί δέκα χρονώ,
να κοιμηθώ μέχρι το γιόμα
και να ξυπνήσω στη χώρα με τα παραμύθια.



Θ.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Χρησμός Ι


Μια μέρα θα με χτυπήσει ηλεκτρισμός τσιμπώντας με μανία
την αορτή μου, θα με διαλύσει μια σύγχρονη ταχεία σε αφύλακτη διάβαση,
θα με σπρώξει ο διάβολος πέρα από την κόκκινη γραμμή και από το σοκ θα
μαδήσουν τα φτερά μου, στο κεφάλι μου θα πέσει γλάστρα πήλινη με αυστραλέζικο
βασιλικό από μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου, θα με καταδικάσει σε θάνατο ένας
αρειμάνιος Ιαβέρης για την αμαρτία της τραγωδίας που έπαιξα δύο και έναν ρόλους,
θα με ρουφήξει το στόμιο του Άδη πριν προλάβω την ανάσα μου ν’ αφήσω,
και όταν η βία ξεριζώσει τη συνείδηση από τις φλέβες μου,
και με αναγκάσει όρκους απάτητους να δώσω στα νερά της Στύγας,
θα ρίξω το στήθος μου γυμνό μέσα στην πηγή
μα θα ‘ναι αργά αθανασία ν’ αποκτήσω, παραμυθιάζοντας το χέρι
της μοίρας μου πάλι θα γυρίσω νέα ζωή να διαλέξω, και στην ανθρώπινη αράδα
θα σταθώ λαχνούς από τα πόδια της να διαλέξω,
και θα είσαι εκεί αιώνια αγαπημένος από όλους τους αγαπημένους,
να μαραζώνει και να κλαίει το πρόσωπό σου, να στάζει πίκρα το χείλι και η γλώσσα,
ν’ ακουμπάς το κεφάλι στη χούφτα που άλλοτε παλλόταν μουσκεμένη
από έρωτα χιλιόχρονο που χάθηκε στο θάνατο της σάρκας
και δε θα με θυμάσαι ούτε και εγώ εσένα
σαν γεννηθούμε πάλι απ’ την αρχή με κλάμα που πονέσαμε τη λήθη να γευτούμε.


Θ.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Σαν σήμερα



Πλήθος κοιτά τη γύρω πραγματικότητα,
τα πρόσωπα σφηνωμένα ανάμεσα στα κάγκελα
με τα χέρια να κρατούν
και να αγγίζονται,
μέσα στον βόμβο του σμήνους
στα βλέμματα των περαστικών,
των περίεργων,
που κουκούλωσαν κάτω από όστρακο
τα πρόσωπα.
Τα άκρα της σιωπής τους να ψαχουλεύουν τις τσέπες
περιμένοντας λύτρωση
από φύλακες επικούρους.
Μα και στις ψυχές των φυλάκων η τόλμη
είναι φόβος γυμνός
που πάει μέχρι το τέρμα
χωρίς όστρακα,
ομπρέλες,
μαύρα γυαλιά νυκτός
και ζώνες ασφαλείας.
Περιμένουν μετά βεβαιότητος
το τέλος,
άοπλοι
σαν τις φωνές που ερωτοτροπούν ασταμάτητα
στο μικρόφωνο.
Φωνασκούν, στριγγλίζουν, εκστομίζουν
τυχαία τις εφηβικές τους ιαχές,
παιδιά
που μπόρεσαν
όπως οι ήρωες.

Θ.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Αντιστροφή (ή Αρχίλοχος)



Ο ποιητής δεν τυφλώθηκε από τη μεγαλοσύνη
της ειμαρμένης τύχης
σαν το ραβδί του χτύπησε ραγίζοντας μαρμάρινες βασιλικές αυλές.
Δεν όρισε τον θάνατο
ν’ αρμόζει στο άγουρο το σώμα, γιατί τάχα η γύμνια του θα ‘ναι
ωραία όταν σέρνεται δεμένη στα τέθριππα 
της περιλάλητης νίκης.
Δεν φιλοτέχνησε θεούς χειρώνακτες,
θεούς σοφούς,
να κρύβουν πίσω από  την ασπίδα τους
της βίας το μαχαίρι.
Δεν ύμνησε πιότερο τον θάνατο από τη ζωή,
τη δόξα από το γλυκό κρασί,
το θηλυκό το λάφυρο από τον έρωτα
 στα μάτια
και τα στήθη της,
θηλές τροφοί του κόσμου.
Ο ποιητής την άφησε τη θαρραλέα ασπίδα,
αμάχητος εναπόθεσε το βιος του πολεμιστή
στην κρήνη,
καθώς σκόρπισε την καθαρή της δρόσο
μια νύχτα με φεγγάρι
ταράζοντας την υδάτινη λάμψη του μέχρι να ξημερώσει.
Πολεμιστής κοιμήθηκε,
ξύπνησε δίχως μένος,
την ιλαρή την ομορφιά μυρίζοντας μιας μελαμψής παιδίσκης,
όταν περισκιρτώντας
έφερε πέπλους λευκούς για πλύση.

Θ.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

«Καὶ τὴν καρδιά του μάλωνε τὰ στήθια του χτυπώντας»*



Αναγνωρίζω την ενσάρκωση του θανάτου μου
στην τρίτη δύναμη που επιστρατεύω για
να φάω,
να πιω,
να ερωτευτώ.
Εκεί πάνω μαθαίνω και βρίσκω το θάρρος της έντρομης κίνησης εμπρός,
στο πάθος που περιδιαβαίνουν
οι επτά θανάσιμες αμαρτίες μου.
Τις αντίκρισα
και τις έκλεισα σε φυσαλίδα,
τις φώλιασα σε ένα φύσημα καρδιάς.
Και πάει καιρός που όταν ασθμαίνω
από τον κάματο της ζωής
χάνω λίγη ακόμη από την τρίτη δύναμη,
μα χλευάζω τις άλλες δύο
<τι κι αν ο ποιητής τη μάλωσε
την οδύσσεια καρδιά που αλυχτούσε>
στην ανυπαρξία τους.
Με χλευάζουν κι αυτές, εκεί στο βαθύ σκοτάδι που στέκουν,
αχνό συσπειρωμένο φως,
κουνούν τα κοφτερά τους άκρα,
βγάζουν τη γλώσσα τους, με εμπαίζουν.
Γνωρίζουν τάχα πως έχω κλείσει
θέση παράθυρο
για το τίποτα του κόσμου.

Θ.

*Οδύσσεια, υ17, μτφρ. Α. Εφταλιώτη

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Ατέρμονος



Δεν ξέρω αν το παρατήρησες,
αλλά όταν πέθανες
αλλάξανε τα μάτια σου,
μεγαλώσαν.
Πηγάδια με νερό,
γυαλίσανε στο φως και στο ημίφως
και ο σούκλος χάθηκε ή τον έκλεψε
η αλεπού που αναγνώρισες
όταν διέσχισε τη δημοσά στο δρόμο
για τις λεύκες.
Τότε που από ανάγκη εκίνησες να μεταφέρεις
φαρμάκι χημικό και μια στριφτή μελάγχροη από δικό σου δέντρο,
μα κουράστηκες από την απόσταση και είπες να δοκιμάσεις,
και αντί να νιώσεις σφρίγος, δύναμη,
απόκαμες τελείως.
Κρύφτηκες τότε στην κουφάλα της μαγεμένης βελανιδιάς,
και μέσα στον ύπνο γυρεύοντας ησυχία
έχασες το τρίχωμα και την οπλή,
λύγισες από την παγωνιά και ζήτησες
τσόλι κιλίμι πράσινο του χεριού της.
Η τύχη χαμογέλασε λίγο,
όταν τα μάτια σου πέσανε στην κόκκινη κουκούλα,
τη φόρεσες -άμοιρε- χωρίς να υπολογίσεις.
Στα δόντια του λύκου πιάστηκες,
μια και για πάντα αφήνοντας
απλήρωτο το χρέος της ζωής σου.
Φαρμάκια φυσικά, φτιαχτά σκορπίσανε στο δάσος
και ο λύκος τα οσφραίνεται,
ολημερίς και νύχτα,
ζαλίστηκε, έγινε σκιά,
βρέθηκε στα πηγάδια σου χωρίς ιδέα και γνώση,
νερό να πιει, λίγο να ξεδιψάσει.
Και η γυαλάδα η πολλή τον τύφλωσε
και σε ξερνάει μέσα,
Ξενούλα ανεπιθύμητη από γριά του φόνου
γιατί δεν έσπευσε κανείς ποτέ να σε γλιτώσει.
Αυτά είδαν τα μάτια σου λίγο
πριν να πεθάνεις,
ανθρώπους, ζώα και παιδιά,
την ίδια τη ψυχή σου,
να πνίγονται στα μάτια σου,
τα όμορφα πηγάδια,
γιατί πρώτη γραμμή στον θάνατο
δεν το μπορείς να είσαι.



Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Μεταξουργείο (1)



Στις ράγες των τρένων του Μεταξουργείου
κρύο μέταλλο και σκουριά
κάτω από
τα βήματα των περαστικών.
Μέρες θορύβου και οι νύχτες βουβές
πληγώνονται
από αναίτια ουρλιαχτά,
από το αχ
της πόρνης που προσποιείται
τον έρωτα,
από τον κρότο του παράνομου
όπλου
που ηχεί την έναρξη της χαμένης μάχης.

Στις ράγες των τρένων του Μεταξουργείου
τρέχω παιδί να περάσω,
μπροστά
στα σαστισμένα βλέμματα
των μηχανουργών.
Ο αέρας της απρόσκοπτης φούριας
του συρμού
παρασύρει τα ρούχα μου
στ’ απελπισμένα
μποφόρ του φθινοπώρου.
Γυναίκα γλίτωσα,
ουρλιάζοντας σαν θύμα, λυπήθηκα
το ξεπούλημα της σάρκας
κρατώντας την αχίλλεια ασπίδα
μπροστά στις αδέσποτες σφαίρες.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Ο άνθρωπος ορχήστρα


Είμαι εγώ ο άνθρωπος ορχήστρα,
παίζω ρε,  λα μπεμόλ, παίζω ντο και φα,
και θα παίζω
όσο γύρω μου γεννιέσαι,
ανασαίνεις
και πεθαίνεις.
Όσο ταλανίζεσαι από το χέρι της μάνας
που αιχμαλωτίζει το μάγουλό σου
με εκπαιδευτικούς τάχα αικισμούς.
Όσο βουτάς το κεφάλι σου
στη ψαρόσουπα που σιχαίνονται τα σωθικά σου.
Όσο λυπάσαι που παραγκωνίστηκες
από τους δασκάλους στο πάνθεον
των κομπάρσων μαθητών.
Όσο γεύεσαι την πικρή γεύση της αποτυχίας,
δεκάκις, και με δέος σηκώνεις τα χέρια
να ευχαριστήσεις τον άφαντο Θεό,
να τιμήσεις την άπιαστη επιτυχία.
Όσο απασχολείς
<εσύ το παράταιρο>
τους απασχολημένους με
την ρυπαρή πολυπραγμοσύνη.
Όσο αρνούνται οι εραστές σου
να διαβάσουν το εράν στη δική σου γλώσσα.
Όσο συναινείς,
όσο βουτάς στα νερά,
τα ματωμένα,
εκεί που σκότωσαν οι λαθροκυνηγοί
τον σπάνιο αλιγάτορα.
Όσο αγκαλιάζεις τον Όνειρο,
γιατί πέφτεις στο πάτωμα γυμνός
από ακριβό ναρκωτικό.
Όσο αλητεύεις στους δρόμους,
για να κλέψεις
την αλήθεια που κρύβεις μέσα σου.
Όσο βαδίζεις στο τέρμα,
εκεί που ο φάκελος με τις γνωματεύσεις
ανοίγει ανεπιστρεπτί.
Όσο βάζεις τελεία
-πριν την τελεία-
σκαρφαλώνοντας στο πέρας του καταστρώματος
<ταξίδι αναψυχής>
να πέσεις μέσα στα παγωμένα νερά.
Όσο θα πέφτεις,
θα παίζω,
ρε, λα μπεμόλ, ντο και φα,
να σου θυμίσω τότε που
πρώτη φορά
πιπίλισες το δάχτυλό σου.
Ω νύχτα  άναστρη, μαύρη!
Ω αγάπη που εγκλωβίστηκες μέσα
στη στιγμή,
στο αιώνια τελεσίδικο ταξίδι!
Για σένα θρηνώ.

Θ.