Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Ανεπίδοτη και ανέκδοτη (La fanfare de la vie)





Όταν εκείνος παραδέχεται
            ότι ευχαριστήθηκε όπως αν διάβαζε ένα καλό ποίημα
το φεγγάρι στραφταλίζει ολάκερο
            στο πρόσωπό του

Παίρνω με χάρη το αστικό μονοπάτι
            της αποψινής νύχτας
κρατώντας τον ρυθμό με έναν ήχο βροχής
            που ενοχλεί τη θέρμη μου

Καπ – καπ

Αποτυγχάνω προσπαθώντας,
            γεννήθηκα για να προσπορίζω
το πάθος με απόπειρες άφοβου στροβιλισμού
            Δεν αρκεί

Κουράστηκα τώρα, λίγο να ξαποστάσω
            Να, και τούτο το χαρτί
το γέμισα με χάλκινες αφροσύνες
            στο βάθος και ο ασύνετος το στραφτάλισμά του ορέγεται

Θ.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Σαν άδειο σπιτικό



Ριγούν τα μάτια οράματα
Δεν ξέρουν όρκο να δίνουν
Ορίζουν το αύριο και το χθες
Επίμονα σωπαίνοντας δυο ανάσες φιλήματος.
Για δες πώς χάνονται οι ματιές που δεν συναντήθηκαν ποτέ
Ξενίζουν τα λόγια
Ηδονικές λύπες που δίνουνε πνοή και μέθη.
Τίποτε δεν είσαι χωρίς αυτά
Ρημάζεις συθέμελα σαν άδειο σπιτικό
Εκεί που έψαχνες καρέκλα για να κάτσεις
Όμορφη γυναίκα να σε κανακέψει με γλυκό του κουταλιού και χάρη
Ρονρονίζοντας σαν να μην κατάλαβες ποτέ τι κάνει η ελπίδα
Στους μοναχικούς ανθρώπους.

Θ.

Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Απελευθέρωση και Σαρκοφάγος (ή αλλιώς έρωτας και α-έρωτας)


Απελευθέρωση

Είσαι το υψηλό ιδανικό μου.
Σε διαβάζω ανάμεσα στη γη και τον ουρανό
όταν γράφεις τα φτερουγίσματά σου σε επικίνδυνες πτήσεις.
Σε βλέπω στην πέτρα που υψώθηκε εμπρός μου,
μια τελευταία χαμένη φυλή εγώ
με σαΐτες και πελέκεις,
με το αίμα της ύαινας και τον πολτό της βοτάνης
πάνω στα μάγουλα,
να προσκυνώ και να χορεύω πιστή στη θεϊκή θωριά σου.
Το στόμα που μιλά στο μυαλό μου εσύ,
το ορμέμφυτό μου,
ο απαρέγκλιτος φυσικός νόμος,
εκούσια ή ακούσια υποταγή, η φύση όλη.
Και όταν πέφτω λυγισμένη από τη μοναξιά
της μικρής ζωής μου
μεγάλη γεννιέμαι ξανά,
η αμφισβήτησή εσύ, ο Λόγος και η απελευθέρωσή μου.
Από την αρχή μου ως το τέλος οδηγός,
να μάθω να αγαπώ με ελευθερία,
γιατί είσαι το υψηλό ιδανικό μου.

(20/3/19)


Σαρκοφάγος

Είναι και οι μέρες εκείνες που κατά το σύνηθες
η πέτρα κυλά στην κατηφόρα.
Τα μαλλιά σου ένα μάτσο χαμομήλι στη γωνιά του πεζοδρομίου,
μαρασμός που τρώει το χώμα.
Τα μάτια σου σπινθηρίζουν την ίδια ρίμα -όπως χθες-
τα χείλη σου προφέρουν τη λέξη
από την αόρατη υποχρέωση που εκβιάζουν τα δικά μου.
Τα χέρια σου όλο ρόζοι και κόμποι,
μαρτυρούν πως σήμερα δεν αγκάλιασες υγρούς παραδείσους,
εύηχους καταρράκτες και ευσχήμονες στις νεραϊδοσπηλιές του κόσμου.
Είναι και οι μέρες εκείνες
που η όψη σου προβάλλει σαν μέσα από αρχαία σαρκοφάγο
και πρέπει εγώ να σε ραντίσω με αρώματα και σκόνες μαγικές,
για να σε κάμω ένα έκθεμα της προκοπής.

(21/3/19)

Θ.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

Κεφαλόδεσμος


Στην πίσω αυλή
δεν σαλεύει άνθρωπος όταν πέφτει η νύχτα.
Μόνο τα ρούχα κρέμονται θλιβερά
παραδομένα σώματα,
ψυχές που πληρώνουν με το τίμημα της πλήξης
την άδεια ζωή τους.
Στην πίσω αυλή
νιαουρίζει ένας γάτος χοντρός
με γκρίζο τρίχωμα και ύφος πείνας,
κουλουριάζεται στα πόδια μου
και με παρακαλεί να τον προσέξω.
Όμως εγώ δεν δίνω σημασία,
κοιτώ τον ουρανό και παραδίνομαι
στο ταξίδι της γης που πατώ κάτω από τα αστέρια.
Παρακαλώ το ίδιο να κάνεις,
γιατί μία αόρατη κλωστή μας δένει,
σπλάχνο με σπλάχνο,
ναυτία υπαρξιακή που γυρεύει εκπλήρωση
στο ανεκπλήρωτό μας.
Στην πίσω αυλή
σιγοτραγουδώ τον Μενούση
εξαφανίζοντας δάκρυα και βρομιά
με μια ξεφτισμένη ψάθινη σκούπα.
Οι ψυχές επιτέλους διασκεδάζουν,
ο γάτος μου ζητά ψαροκόκαλο.

Θ.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

Φρίντα


Τη μέρα που έκλαψε περισσότερο
η γυναίκα
έβρεχε χρόνια και εφιάλτες
στην πλαγιά που συνήθως κοιμούνται τα μάτια της.

Από πνίγος κόβεται ο αέρας
και εκείνη πιάνει τα σπλάχνα της,
το σώμα ροή συνείδησης, το πνεύμα δουλωμένο
στην οριστική έγκλιση του εγκλεισμού.

Κερί αναμμένο, πρόσωπο που φλογίζει,
σκύβει και της φιλά τα χέρια
που κατασπαράζονται από δυο
λυπημένα περιστέρια.
Γερνούν και πεθαίνουν μαζί,
τα δάχτυλα κόβουν καμιά φορά τον ξένο αέρα.

Ο απόηχος πιο ισχυρός
ταξιδεύει στα διάσελα των κρανίου τόπων
και η αρμύρα των δακρύων κοκκινίζει,
κούφια τα σπλάχνα, χωρίς ζωή.
Τη μέρα που έκλαψε περισσότερο
η γυναίκα
τη μέρα εκείνη πέθανε από ακατάσχετα αιμορραγικό μάτι.




Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Ιστορίες του ταμείου (Ο ποιητής)


Όταν δούλευα σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος, ζούσα επί δέκα ώρες πίσω από διπλό τζάμι και πόρτα ασφαλείας. Οκτώ ώρες η εργασία, μισή ώρα το μέτρημα προετοιμασίας, μιάμιση ώρα το μέτρημα πιθανού ελλείμματος. Οι πελάτες μου ήταν αυτοί που περιφέρονταν σε μία άλλη (υπο)πραγματικότητα, πίσω από το Εθνικό Θέατρο, απέναντι από Τα Κόκκινα Γαρύφαλλα.

Ο ποιητής σέρβιρε καθημερινά στα Κόκκινα Γαρύφαλλα. Είχε ένα πρόσωπο ωοειδές λευκό, τα μαλλιά του σκούρα καστανά, αδύνατο πλάσμα με σκισμένα τζιν και άσπρο t-shirt, τυπάκος, ήταν δηλαδή σαν κάτι σύγχρονα παιδαρέλια που έχουν ομορφιά και ελάχιστο ταλέντο, και είναι και πολυπράγμονες, που κάνουν μουσική, θέατρο, αθλητισμό, έχουν δει όλα τα ντοκιμαντέρ που δεν έχεις δει, βγαίνουν, πηγαίνουν σινεμά, φουμάρουν μπάφο βορείων προαστίων, και φυσικά διαβάζουν ποίηση και γράφουν ποίηση. Εκείνου βέβαια η ζωή δεν είχε καμία σχέση με τις ανωτέρω ασχολίες (αφού σέρβιρε στα Κόκκινα Γαρύφαλλα), είχε μόνο το παρουσιαστικό και την ποίηση. Όσο για το ταλέντο, επρόκειτο σύντομα να το ανακαλύψω.

Μια μέρα, λοιπόν, μου φέρνει τον καθιερωμένο καφέ και με βρίσκει να διαβάζω τη βιογραφία του Βιζυηνού.
-Σου αρέσει το διάβασμα;
-Ναι.
-Και μένα. Διαβάζω πολλή ποίηση. Πού να τον αφήσω;
-Αγαπημένος ποιητής; Εδώ, εδώ.
-Λειβαδίτης, μου λέει.
-Την περίμενα, νομίζω, αυτή την απάντηση.

Ξαφνικά, έρχεται ο νταβατζής του μπουρδέλου της Σατωβριάνδου και Γ’ Σεπτεμβρίου:
-200 δολάρια.
-Ορίστε.
-Μιλάς με τον ποιητή μας;
- (Έχω μείνει λίγο) Ε ναι.
-(Στον ποιητή) Γράφεις;
-Γράφω.
-Και που το ξέρει αυτός;
Πετάγεται ο νταβατζής:
-Όταν έρχεται να γαμήσει, στο τέλος δίνει και ένα ποίημα στα κορίτσια. Δικό του! Το γράφει μετά, αφού…ξέρεις. Τα κορίτσια τα έχουν κάνει συλλογή, και τα έχουν κολλήσει όλα κάτω στο ψυγείο. Τα κάνουμε και χάζι, πάμε να πάρουμε ένα ποτήρι νερό, μια μπύρα και τα διαβάζουμε κιόλας! Ξέρεις τώρα, απαγγελία! Μια φορά, η Μάρσα, η πιο καλή μας πουτάνα, πήρε ένα και το διάβαζε την ώρα που την έπαιρνε ο Αχμάντ ο Τρύπας, ξέρεις που έρχεται εδώ και αλλάζει μάρκα;
-Ναι τον ξέρω…
-Και το φώναζε και ακουγόταν σε όλα τα δωμάτια…Πολύ γέλιο ε; Δεν νομίζω να σε πειράζει ποιητή μου;
-Καθόλου, τα ποιήματά μου είναι χαρισμένα απλόχερα στα κορίτσια σου.
-Βρε παιδιά, έχω περιέργεια. Δεν μου δίνεις ένα-δύο βρε ποιητή να διαβάσω;
-Ευχαρίστως! Τρέχω να σου φέρω!

Και ο ποιητής δεν γύρισε ποτέ. Πλάκωσε δουλειά, λέει. Και την άλλη μέρα, τα ίδια. Όλο στο τρέξιμο. Τον έβλεπα από το διπλό τζάμι που διέσχιζε το δρόμο με τον δίσκο του καφενέ στο χέρι, του έκανα νόημα, αλλά τίποτε. Και πέρασαν μέρες πολλές και βαρέθηκα να περιμένω. Και δεν του ξαναείπα τίποτε, γιατί κατάλαβα ότι δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί μου τα ποιήματά του, ίσως γιατί δεν δούλευα σε μπουρδέλο. Δεν ξέρω, δεν χολόσκασα κιόλας. Πάντως συνεχίσαμε τις ζωές μας όλοι κανονικά σαν να μην είχαμε αναφερθεί ποτέ στην ποίηση.

Ένα πρωί ήρθε η Μάρσα. Η Μάρσα ερχόταν μία φορά τη βδομάδα. Είχε έναν γιο στη Ρωσία και του έστελνε χρήματα. Ερχόταν πάντα με ένα τριαντάφυλλο, γιατί ήταν ερωτευμένη μαζί μου (αυτή όμως είναι άλλη ιστορία). Εκείνο το πρωινό μου έδωσε και ένα χαρτί να διαβάσω:

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να ‘χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

-Εί-ναι του ποιη-τή μας, μου το κάρισε χτες. Αυ-τός μας -πως το λέτε;- μας σέ-βεται. Και γκράφει τόσο ωραίγια! Τέτοιους πελά-τες τέλουμε, να το ξέ-ρεις!
-Ναι γράφει πολύ ωραία, απάντησα.

Και έτσι κυλούσε η ζωή μας στον υπόκοσμο. Πόρνες, νταβατζήδες, δολάρια και μάρκα, και ένα παλικάρι που ξεπατίκωνε τον Λειβαδίτη κάνοντας ευτυχισμένες τις πονεμένες ψυχές.

Θ.