Ριγούν τα μάτια
οράματα
Δεν ξέρουν όρκο να
δίνουν
Ορίζουν το αύριο και
το χθες
Επίμονα σωπαίνοντας δυο
ανάσες φιλήματος.
Για δες πώς χάνονται
οι ματιές που δεν συναντήθηκαν ποτέ
Ξενίζουν τα λόγια
Ηδονικές λύπες που
δίνουνε πνοή και μέθη.
Τίποτε δεν είσαι χωρίς
αυτά
Ρημάζεις συθέμελα σαν
άδειο σπιτικό
Εκεί που έψαχνες
καρέκλα για να κάτσεις
Όμορφη γυναίκα να σε
κανακέψει με γλυκό του κουταλιού και χάρη
Ρονρονίζοντας σαν να
μην κατάλαβες ποτέ τι κάνει η ελπίδα
Στους μοναχικούς
ανθρώπους.
Θ.