Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Θεσσαλονίκη του 1969 - Ελλάδα του 2012

Γιατί αισθάνομαι ότι  ο Μανόλης Αναγνωστάκης πάλι μεγάλη απογοήτευση θα αισθανότανε με το 2012, όπως τότε, με το 1969, ψάχνοντας ανθρώπους να αγωνιστούν για τούτη την ανελευθερία που ζούμε; Γιατί αισθάνομαι τον τόπο μας να βουλιάζει μέρα με τη μέρα στην εξαθλίωση, να βρίσκει να κατηγορήσει ανθρώπους που δε φταίνε, να γίνεται έρμαιο του φασισμού, να στέκεται με απάθεια μπροστά στη βία που ασκείται σε κάποιον, μόνο επειδή έχει μελαψό χρώμα; Γιατί αισθάνομαι πως βρίσκει άπειρες δικαιολογίες να μην αντιταχθεί σε ό,τι πραγματικά τον εκμεταλλεύεται; Γιατί αισθάνομαι πως το δικαίωμα της ψήφου του το έχει μετατρέψει σε πιστοποιητικό κολακείας απέναντι σε ανθρώπους που στρογγυλοκαθίζουν τα οπίσθιά τους σε θέσεις εξουσιαστικές υποσχόμενοι ευημερία; Γιατί αισθάνομαι πως η αδικία έχει γίνει συνήθεια; Γιατί τα παιδιά να απογοητεύονται όταν θα έχουν πιστέψει τα λόγια του πατέρα: "εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες";

Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.

Τὸ ποίημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ Ὁ Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στὰ Δεκαοχτὼ Κείμενα, ποὺ ἡ ἔκδοσή τους ἀποτέλεσε τὴν πρώτη πράξη ὁμαδικῆς δημόσιας ἀντίστασης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων κατὰ τῆς δικτατορίας. Εἶναι ποίημα πολιτικό, ὅπως ἐξάλλου καὶ πολλὰ ἄλλα ποιήματα τοῦ Ἀναγνωστάκη, καὶ ἀπηχεῖ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση ἀπὸ τὴ μετακατοχικὴ περίοδο καὶ τὴ στρατιωτικὴ δικτατορία.
Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
            τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε 
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε 
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες, 
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες 
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
            οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
            τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
            ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
            τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

"I Sit and Think" του Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν


I sit beside the fire and think
of all that I have seen,
of meadow-flowers and butterflies
in summers that have been;

Of yellow leaves and gossamer
in autumns that there were,
with morning mist and silver sun
and wind upon my hair.

I sit beside the fire and think
of how the world will be
when winter comes without a spring
that I shall never see.

For still there are so many things
that I have never seen:
in every wood in every spring
there is a different green.

I sit beside the fire and think
of people long ago,
and people who will see a world
that I shall never know.

But all the while I sit and think
of times there were before,
 I listen for returning feet
and voices at the door.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος του Τάσου Λειβαδίτη


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

"Μετά" του Γιάννη Ρίτσου (για όσους σήμερα προσπάθησαν να υπερασπιστούν το άδικο)


 Μάρτυρες γιὰ τὰ λάθη σου δὲν εἶχες. Μόνος μάρτυρας
ὁ ἴδιος ἐσύ. Τὰ τακτοποίησες, τὰ μονόγραψες, τὰ σφράγισες
σὲ λευκοὺς πάντοτε φακέλους σὰ νὰ ἑτοίμαζες
τὴ δίκαιη διαθήκη σου. Ὕστερα
τὰ τοποθέτησες προσεχτικὰ στὰ ράφια. Τώρα, γαλήνιος,
(ἴσως καὶ κάπως φοβισμένος) οὔτε βιάζεσαι
οὔτε καθυστερεῖς, γνωρίζοντας ὅτι, μετὰ τὸ θάνατό σου,
θ᾿ ἀνακαλύψουμε πόσον ὡραῖος ἤσουν,
πόσο πολὺ πιὸ ὡραῖος πέρα ἀπ᾿ τὶς ἀρετές σου.

Ἀθήνα, 16.1.1988
ἀπὸ τὸ Ἀργά, πολὺ ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα, Κέδρος 1991


Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου


Επειδή είναι κάτι φορές που το ποίημα είναι δημιούργημα ανώτερο από το πεζό, και ας είμαι φανατική οπαδός του δευτέρου, επειδή σαν χθες χάθηκε ο Νίκος Γκάτσος, επειδή έρχεται ένα δύσκολο (αναθεματισμένο) καλοκαίρι που η Αμοργός μου θα είναι μόνον φαντασία:

Νίκος Γκάτσος - Ἀμοργός
Νίκος Γκάτσος (1911-1992): ποιητής, μεταφραστὴς καὶ στιχουργὸς ἀπὸ τὴν Ἀσέα Γορτυνίας.

Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων. 
HPAKΛEITOΣ

Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.
Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους
Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες
Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.
Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!
Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.
Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.
Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.
Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.
O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια
Τόσους αἰῶνες φευγάτο
Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.
Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα;
Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;
Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;
Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης
Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.
Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη
Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι
Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.
Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

Αναρτημένο στην ιστοσελίδα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών:

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Πισωγυρίσματα

Το 1962 στο θέατρο Μετροπόλιταν η επιθεώρηση αναγεννήθηκε στα χέρια των Χατζιδάκι, Καστρινού, Αργυράκη και Σολωμού, με πολλούς και γνωστούς πρωταγωνιστές με την Οδό Ονείρων. Την ίδια στιγμή στο θέατρο Παρκ, ο Μίκης Θεοδωράκης ανέβαζε την Όμορφη Πόλη και η Αθήνα ήταν μεστή από δημιουργίες, διαμορφώνοντας έτσι έναν καλλιτεχνικό ανταγωνισμό. Το Θέατρο, όπως δεν το βρίσκει σήμερα ο Αθηναίος, πάντρεμα όλων σχεδόν των μορφών τέχνης, γίνεται έτσι το υπέρτατο κάλεσμα σε αυτή την ίδια, την τέχνη. 


Την τέχνη που έχουμε λησμονήσει, τη δημιουργία που έχει να προσφέρει πολλά, αυτή που σε κάνει να πισωγυρίζεις σε παλιούς καιρούς (κι ας μην τους έζησες), σε κάνει να αποστρέφεις το βλέμμα σου από το παρόν (κι ας σε στενοχωρεί, κι ας πουν πως δεν εκτιμάς το τώρα). Την τέχνη που δε μπορεί να παράξει το σήμερα, είτε γιατί αρνείται πεισματικά, είτε γιατί έχει χάσει για λίγο την έμπνευσή του. Το ίδιο άλλωστε δε συμβαίνει με τη λογοτεχνία; Είμαι πολύ απογοητευμένη ή πραγματικά δεν υπάρχουν πια (ή προσωρινά έστω) τούτοι οι φοβεροί άνθρωποι που μπορούν να ανταγωνιστούν με τις τέχνες τους, να τις βάλουν άφοβα να αναμετρηθούν και να μείνουν στο χρόνο; 60 χρόνια μετά; Ποια είναι εκείνη η μαγεία που αποπνέουν ο Όμηρος, ο Σοφοκλής, ο Δάντης, ο Θερβάντες, ο Μπετόβεν, ο Πικάσο, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης; Δεν ξέρω. Δεν θέλω να πιστεύω πως είναι εμμονή στο κλασικό. Είναι κλασικό γιατί είναι θεσπέσιο, εξαιρετικό.



Και Το Πάρτυ από την Οδό Ονείρων ερμηνευμένο με θαυμάσιο τρόπο από έναν σύγχρονο καλλιτέχνη, τον Φαέθωνα Αδαμίδη.

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Απόπειρες (2)

Μαριώ   

Τα καλλίγραμμα πόδια της ανέβαιναν αργά την ανηφορική οδό της εκκλησίας του Αη Γιώργη. Παραδομένη στο νεοφερμένο αέρα της άνοιξης αψήφησε το τρίτο χτύπημα της καμπάνας, τη λειτουργία που είχε οπωσδήποτε αρχίσει και τους άσπλαχνους ψιθύρους των γυναικών που και αυτοί - το δίχως άλλο - θα είχαν αρχίσει. Όμως οι μυρωδιές από ίντσα και γιασεμί έδιωχναν τέτοιες συνηθισμένες ανησυχίες. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι σα να ήταν δήθεν περήφανη, έκλεισε τα μάτια τόσο σφιχτά, ώστε πια έβλεπε μόνο τη λάμψη που σχημάτισε ακανόνιστους κύκλους κάτω από τα βλέφαρά της, και περπατούσε τώρα σαν τη μέλισσα που άθελά της έπεσε στο τρυφερό μάγουλο ενός παιδιού και αποφάσισε να το γευτεί.
   Ήταν πραγματικά όμορφο το χωριό εκείνη την εποχή. Τα σπίτια πνίγονταν από πολύχρωμους λουλουδιασμένους θάμνους και το μπλε του ουρανού απλωνόταν αχανές κάνοντας τα λιγοστά σύννεφα να περνούν απαρατήρητα από το μάτι του περαστικού. Πιο ψηλά πρασίνιζαν τα δέντρα και οι αμυγδαλιές ήταν πια ώριμες. Μα αυτό που δύσκολα ξεχνά κανείς την άνοιξη ανηφορίζοντας για την εκκλησία είναι να γυρίσει και να κοιτάξει για λίγο τον κάμπο που απλώνεται ως την άκρη του κόσμου. Πράσινο και χρυσαφί. Χρυσαφί φως που λαμπύριζε τώρα στα μισόκλειστα μάτια της.
    Όσο αργό κι αν ήταν το βήμα της όμως, ο σκαλισμένος σταυρός της πόρτας που έπρεπε να διαβεί πλησίαζε. Και όσο πιο πολύ πλησίαζε τόσο οι καθημερινές ανησυχίες επέστρεφαν και έκαναν την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Χαμογέλασε αμήχανα, όταν σκέφτηκε πόσο βίαια ο λήθαργός της μετατράπηκε σε τούτη την άβολη αφύπνιση και αυτό της έδωσε ίσως θάρρος να προχωρήσει.

   Τα καλλίγραμμα πόδια της στάθηκαν μπροστά στη μισάνοιχτη τζαμένια πόρτα με τον σκαλιστό σταυρό. Απο τη μια η φιγούρα του Ιησού, από την άλλη στο βάθος δεκάδες βλέμματα και ύστερα  οι ψίθυροι...η καταραμένη. Και έπειτα τα βλέμματα παγώσανε για λίγο και οι ψίθυροι σταμάτησαν στη θέα της ομορφιά της. Ψηλή γυναίκα, μεστή, με πρόσωπο λευκό, μεγάλα καστανά μάτια και μαύρα μαλλιά που άγγιζαν το στήθος της. Η καταραμένη συνέχισαν με φθόνο τώρα με χαμηλές φωνές, τα βλέμματά τους όμως ολοκλήρωσαν αυτά την περιγραφή - μακριά αλαβάστρινα χέρια άγγιζαν το παγκάρι και μετά με περίσσεια χάρη το κερί. Την ώρα της ευχής τα κόκκινα χείλια δαγκώθηκαν μα δεν πλήγωσαν την εικόνα της όμορφης γυναίκας.
    Προχώρησε λίγο ακόμη και στάθηκε σε μια γωνιά. Δυνάμωσε και η φωνή του ψάλτη και το ακροατήριο βυθίστηκε επιτέλους σε ησυχία. Καταραμένη, σκεφτόταν και εκείνη. Είχαν περάσει ακριβώς δέκα χρόνια από τότε που είχε σκοτώσει τον άντρα της. Ήταν καλή ώρα σε αυτό το ίδιο πανηγύρι, του Αη Γιώργη. Χαρές μεγάλες στο χωριό και πυρετώδεις προετοιμασίες. Οι άντρες έσφαζαν τα πιο καλά τους αρνιά και οι γυναίκες μαγείρευαν δυο μέρες. Έστρωναν ακόμη τραπέζια στην αυλή της εκκλησίας και ντόπιοι μουσικάντηδες ανάμεσα στα καλοψημένα κρέατα και το άφθονο κρασί παρέσυραν τους μίζερους χωριάτες σε χορό μέχρι το ξημέρωμα. Και εκείνη μεθούσε, και από το κρασί και από τη μουσική. Και πριν δέκα χρόνια μέθυσε και τράβηξε τον άντρα της από το χέρι, τον οδήγησε μπροστά στους μουσικάντηδες και έσυρε τον χορό. Αυτή μπροστά, πίσω αυτός. Ακόμη και αυτό δεν της συγχώρεσαν ποτέ. Άνοιξε τα βήματά της και σχημάτισε κύκλο, πίσω αυτός. Συνέχισε με γέλιο δυνατό τώρα, πίσω αυτός. Και όταν παραδόθηκε στον ξέφρενο ρυθμό και αφέθηκε στη χαρά, εκείνος δεν ήταν πια πίσω της. Είχε σωριαστεί καταγής, κόκκινος σαν ώριμο σταφύλι. Μάταια προσπαθούσε να ξεκουμπώσει το πουκάμισό του. Η μέθη έγινε ζάλη και η ζάλη πανικός, η μπάντα σίγησε και οι χωριάτες έγιναν οι αυτόπτες τούτου του κακού ριζικού που την έκανε χήρα.
    Διπλά θρήνησε για το χαμό του. Γιατί την ίδια στιγμή που ξεψύχησε είπαν πως όποιος χορεύει με τη Μαριώ, πεθαίνει. Και κατά τη σοφή γερόντισσα, τούτη η κατάρα επιβεβαιώθηκε δύο ή τρία χρόνια αργότερα όταν η Μαριώ ντάντεψε στα χέρια της το νεογέννητο παιδί της αδερφής της, και αυτό κατάπιε τη γλώσσα του και πέθανε επιτόπου.

     Τα καλλίγραμμα πόδια της βγήκαν από την εκκλησία όταν τελείωσε η λειτουργία και ένα ζευγάρι στραβοκάνικα πόδια έτρεξαν ξοπίσω τους. Ακούστηκε το όνομά της και αμέσως δύο δυνατά χέρια την άρπαξαν από τη μέση και την οδήγησαν βίαια κάτω από ένα μικρό γεφύρι, εκεί που δεν έφτανε ούτε του ανθρώπου το μάτι ούτε του ήλιου το φως. Ο ζόφος τυλίχτηκε γύρω της και για οδηγό είχε πια τα μάτια του άντρα που άστραφταν μπροστά στα δικά της, Τα χέρια της επίμονα, αλλά μάταια προσπαθούσαν να τον διώξουν και η στιγμή θα κρατούσε αιώνες αν δεν άρχιζαν σιγά - σιγά να κατηφορίζουν τα κακόγλωσσα τακουνάκια απ' την εκκλησία. Έτσι η Μαριώ βρήκε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει και από τη λαχτάρα της να ξεφύγει ούτε που κατάλαβε πως για πρώτη φορά μετά από χρόνια βάδιζε με το μπουλούκι των χωριανών.

     Το σκοτάδι έπεφτε και οι καμπάνες ηχούσαν και πάλι. Το γλέντι θα άρχιζε από λεπτό σε λεπτό. Κάθε  χρόνο το ίδιο. Έπρεπε να πάει, ήταν έθιμο. Δεν έπρεπε να χορέψει όμως, ήταν καταραμένη χήρα, πενθούσα δέκα χρόνια και λίγα ήταν. Με το μακρύ μαύρο φόρεμα που και αυτό μετρούσε τα ίδια έτη πάνω της κατευθύνθηκε ξανά προς την εκκλησία. Αυτή τη φορά ο φόβος της ήταν πιο μεγάλος από ποτέ, ήταν εκείνος ο άντρας που συντάραξε τη ψυχή και το κορμί της. Είχε πια τόσες σκοτούρες που δε μπορούσε τώρα πια να βάλει τον έρωτα στη ζωή της. Το νεκρό της σύζυγο τον αγαπούσε, δεν τον είχε ερωτευτεί, μα η αγάπη και η εκτίμηση ήταν αρκετά. Άλλωστε ποιος φονιάς ερωτεύεται το θύμα του; Οι σκέψεις χάθηκαν από τη μουσική που δυνάμωνε όσο πλησίαζε. 

    Το κρασί ήταν όλο δικό της και έτσι το άφηνε να ρέει μέσα της άφθονο, μήπως και κατάφερνε να ξεπλύνει όλες τις αμαρτίες της. Και εκεί πάνω στο κρασοπότηρο είδε ξαφνικά όλη της τη ζωή...πως παιδί ήρθε σ' αυτόν τον τόπο, δεκάξι χρονών, για να παντρευτεί και να φροντίσει το σύζυγο, για τον οποίο οι γονείς της συμφώνησαν. Πως δε θυμάται πια τα πρόσωπά τους, που ξαλάφρωσαν για τα καλά όταν την πάντρεψαν. Πως δεν είχε πια την ευτυχία να κρατήσει στα χέρια της δικό της παιδί, αφού στέρησε τη ζωή εκείνου που θα μπορούσε να είναι πατέρας του. Και όλα, αναμνήσεις, μουσικές, βλέμματα, ψίθυροι, ο σκαλιστός σταυρός και το κρασί ήρθαν και την έπνιξαν. Έπρεπε να κάνει κάτι, να ξεσπάσει.
    Ξεχύθηκε τότε η Μαριώ μπροστά στους μουσικάντηδες, σήκωσε τα χέρια της ψηλά, έκλεισε τα μάτια της και χόρεψε με τη ψυχή της. Και τα χέρια έμειναν άδεια, μετέωρα, κανένα χέρι ούτε μαντήλι δεν πέρασε στα δάχτυλά της. Αντίθετα, έμεινε μόνη της εκεί να χορεύει, γιατί οι κακές γλώσσες φοβήθηκαν τον θάνατο.
    Τα στραβοκάνικα πόδια πέρασαν επιδέξια τότε ανάμεσα από τα τραπέζια και τα σοκαρισμένα μάτια που κοιτούσαν την εξέλιξη με τρόμο. Κάποια χέρια έκαναν αδέξιες κινήσεις για να προλάβουν το κακό. Μάταια. Εκείνος την άρπαξε από το χέρι, που πάγωσε για λίγο, και την ακολούθησε στο χορό. Και οι δυο μαζί αψήφισαν τη δεισιδαιμονία. Η μέθη τούς τύλιξε ένα γύρο και ένιωθαν ολοένα πιο ελεύθεροι. Ο  κοινοτάρχης είχε κοκκινίσει από τον θυμό του, ο δάσκαλος έκανα αέρα με ένα μαντήλι, μια μάνα έκλεινε τα μάτια του παιδιού της και ο παπάς έμεινε εκεί να σταυροκοπιέται. Εκείνη, για πρώτη φορά ευτυχισμένη μετά από καιρό, είχε ξεχάσει πια το θάνατο και όταν οι μουσικάντηδες χτύπησαν πια την τελευταία τους νότα, όλοι ήταν εκεί, όρθιοι και ζωντανοί.

     Το επόμενο πρωινό αμαύρωσε μια για πάντα την καρδιά της Μαριώς. Τα στραβοκάνικα πόδια δεν βάσταξαν, τα αστραφτερά μάτια έκλεισαν. Είχαν ελαττωματική καρδιά, μα είπαν πως ήταν δικό της το φταίξιμο.

H εικόνα είναι του  William Mortensen