Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Ιστορίες του ταμείου (η άφραγκη Γαλλίδα)



Όταν δούλευα σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος, ζούσα επί δέκα ώρες πίσω από διπλό τζάμι και πόρτα ασφαλείας. Οκτώ ώρες η εργασία, μισή ώρα το μέτρημα προετοιμασίας, μιάμιση ώρα το μέτρημα πιθανού ελλείμματος. Οι πελάτες μου ήταν αυτοί που περιφέρονταν σε μία άλλη υποπραγματικότητα, πίσω από το Εθνικό Θέατρο, απέναντι από Τα Κόκκινα Γαρύφαλλα.

Σήμερα θα σας πω την ιστορία της Γαλλίδας που ξέμεινε από λεφτά:
-          -Παρλέ βου φρανσέ;
-         -Νο, ινγκλις πλιζ.
-          -Άι…γοντ του ρισίβ μάνει φρομ μάμα.
-          -Αααα! Γουέστερν Γιούνιον!
-          -Ουί!
-          -Γκιβ μι γιορ κόουντ νάμπερ πλιζ.
-          -ΟK, χάου ματς ις ιτ!
-          -ιτ ις 120 γιούρος.
-          -Μεγντ! ΜΕΓΝΤ! ΜΕΓΝΤ!
-          -Γοτ, καλέ;
-          -Τσεκ ιτ εγκέν πλιζ!
-          -120 γιούρος!
-          -Φακ, Μεγντ! ΜΕΓΝΤ!

Βγάζει αριστερή ελβιέλα, πράσινη με μαύρες λεπτομέρειες, την πετάει στο τζάμι.
-          -Ντου γιου γοντ γιορ μάνει;;;
-          -Ουί, ΜΕΓΝΤ!

Της εγκρίνω 120 γιούρος, ρολάρω την καρτέλα της, είχε και μήνυμα από τη μάμα:
-          -Γιου χαβ ε μεσατζ!φρομ μάμα!
-          -ράιτ ντάουν πλιζ!
Το σημειώνω και το κολλάω στο τζάμι:
-          -Φακ! Φακ! ΜΕΓΝΤ!!
Βγάζει και τη δεξιά ελβιέλα, την πετάει στο τζάμι, βρίζει γαλλικά, δεν καταλαβαίνω τον Χριστό μου, ξέρω ότι βρίζει και εμένα. Μαζεύει τα παπούτσια, τα φοράει, βάζει τα λεφτά στη τσέπη του παντελονιού της, φτύνει το διπλό τζάμι, μου βγάζει τη γλώσσα, γλύφει το τζάμι, φεύγει.


*Μήνυμα της μάμα: Je ne vous enverrai plus d'argent! tu te debrouille toi meme!

Θ.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Ανεπίδοτη και ανέκδοτη (La fanfare de la vie)





Όταν εκείνος παραδέχεται
            ότι ευχαριστήθηκε όπως αν διάβαζε ένα καλό ποίημα
το φεγγάρι στραφταλίζει ολάκερο
            στο πρόσωπό του

Παίρνω με χάρη το αστικό μονοπάτι
            της αποψινής νύχτας
κρατώντας τον ρυθμό με έναν ήχο βροχής
            που ενοχλεί τη θέρμη μου

Καπ – καπ

Αποτυγχάνω προσπαθώντας,
            γεννήθηκα για να προσπορίζω
το πάθος με απόπειρες άφοβου στροβιλισμού
            Δεν αρκεί

Κουράστηκα τώρα, λίγο να ξαποστάσω
            Να, και τούτο το χαρτί
το γέμισα με χάλκινες αφροσύνες
            στο βάθος και ο ασύνετος το στραφτάλισμά του ορέγεται

Θ.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Σαν άδειο σπιτικό



Ριγούν τα μάτια οράματα
Δεν ξέρουν όρκο να δίνουν
Ορίζουν το αύριο και το χθες
Επίμονα σωπαίνοντας δυο ανάσες φιλήματος.
Για δες πώς χάνονται οι ματιές που δεν συναντήθηκαν ποτέ
Ξενίζουν τα λόγια
Ηδονικές λύπες που δίνουνε πνοή και μέθη.
Τίποτε δεν είσαι χωρίς αυτά
Ρημάζεις συθέμελα σαν άδειο σπιτικό
Εκεί που έψαχνες καρέκλα για να κάτσεις
Όμορφη γυναίκα να σε κανακέψει με γλυκό του κουταλιού και χάρη
Ρονρονίζοντας σαν να μην κατάλαβες ποτέ τι κάνει η ελπίδα
Στους μοναχικούς ανθρώπους.

Θ.

Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Απελευθέρωση και Σαρκοφάγος (ή αλλιώς έρωτας και α-έρωτας)


Απελευθέρωση

Είσαι το υψηλό ιδανικό μου.
Σε διαβάζω ανάμεσα στη γη και τον ουρανό
όταν γράφεις τα φτερουγίσματά σου σε επικίνδυνες πτήσεις.
Σε βλέπω στην πέτρα που υψώθηκε εμπρός μου,
μια τελευταία χαμένη φυλή εγώ
με σαΐτες και πελέκεις,
με το αίμα της ύαινας και τον πολτό της βοτάνης
πάνω στα μάγουλα,
να προσκυνώ και να χορεύω πιστή στη θεϊκή θωριά σου.
Το στόμα που μιλά στο μυαλό μου εσύ,
το ορμέμφυτό μου,
ο απαρέγκλιτος φυσικός νόμος,
εκούσια ή ακούσια υποταγή, η φύση όλη.
Και όταν πέφτω λυγισμένη από τη μοναξιά
της μικρής ζωής μου
μεγάλη γεννιέμαι ξανά,
η αμφισβήτησή εσύ, ο Λόγος και η απελευθέρωσή μου.
Από την αρχή μου ως το τέλος οδηγός,
να μάθω να αγαπώ με ελευθερία,
γιατί είσαι το υψηλό ιδανικό μου.

(20/3/19)


Σαρκοφάγος

Είναι και οι μέρες εκείνες που κατά το σύνηθες
η πέτρα κυλά στην κατηφόρα.
Τα μαλλιά σου ένα μάτσο χαμομήλι στη γωνιά του πεζοδρομίου,
μαρασμός που τρώει το χώμα.
Τα μάτια σου σπινθηρίζουν την ίδια ρίμα -όπως χθες-
τα χείλη σου προφέρουν τη λέξη
από την αόρατη υποχρέωση που εκβιάζουν τα δικά μου.
Τα χέρια σου όλο ρόζοι και κόμποι,
μαρτυρούν πως σήμερα δεν αγκάλιασες υγρούς παραδείσους,
εύηχους καταρράκτες και ευσχήμονες στις νεραϊδοσπηλιές του κόσμου.
Είναι και οι μέρες εκείνες
που η όψη σου προβάλλει σαν μέσα από αρχαία σαρκοφάγο
και πρέπει εγώ να σε ραντίσω με αρώματα και σκόνες μαγικές,
για να σε κάμω ένα έκθεμα της προκοπής.

(21/3/19)

Θ.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

Κεφαλόδεσμος


Στην πίσω αυλή
δεν σαλεύει άνθρωπος όταν πέφτει η νύχτα.
Μόνο τα ρούχα κρέμονται θλιβερά
παραδομένα σώματα,
ψυχές που πληρώνουν με το τίμημα της πλήξης
την άδεια ζωή τους.
Στην πίσω αυλή
νιαουρίζει ένας γάτος χοντρός
με γκρίζο τρίχωμα και ύφος πείνας,
κουλουριάζεται στα πόδια μου
και με παρακαλεί να τον προσέξω.
Όμως εγώ δεν δίνω σημασία,
κοιτώ τον ουρανό και παραδίνομαι
στο ταξίδι της γης που πατώ κάτω από τα αστέρια.
Παρακαλώ το ίδιο να κάνεις,
γιατί μία αόρατη κλωστή μας δένει,
σπλάχνο με σπλάχνο,
ναυτία υπαρξιακή που γυρεύει εκπλήρωση
στο ανεκπλήρωτό μας.
Στην πίσω αυλή
σιγοτραγουδώ τον Μενούση
εξαφανίζοντας δάκρυα και βρομιά
με μια ξεφτισμένη ψάθινη σκούπα.
Οι ψυχές επιτέλους διασκεδάζουν,
ο γάτος μου ζητά ψαροκόκαλο.

Θ.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

Φρίντα


Τη μέρα που έκλαψε περισσότερο
η γυναίκα
έβρεχε χρόνια και εφιάλτες
στην πλαγιά που συνήθως κοιμούνται τα μάτια της.

Από πνίγος κόβεται ο αέρας
και εκείνη πιάνει τα σπλάχνα της,
το σώμα ροή συνείδησης, το πνεύμα δουλωμένο
στην οριστική έγκλιση του εγκλεισμού.

Κερί αναμμένο, πρόσωπο που φλογίζει,
σκύβει και της φιλά τα χέρια
που κατασπαράζονται από δυο
λυπημένα περιστέρια.
Γερνούν και πεθαίνουν μαζί,
τα δάχτυλα κόβουν καμιά φορά τον ξένο αέρα.

Ο απόηχος πιο ισχυρός
ταξιδεύει στα διάσελα των κρανίου τόπων
και η αρμύρα των δακρύων κοκκινίζει,
κούφια τα σπλάχνα, χωρίς ζωή.
Τη μέρα που έκλαψε περισσότερο
η γυναίκα
τη μέρα εκείνη πέθανε από ακατάσχετα αιμορραγικό μάτι.




Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Ιστορίες του ταμείου (Ο ποιητής)


Όταν δούλευα σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος, ζούσα επί δέκα ώρες πίσω από διπλό τζάμι και πόρτα ασφαλείας. Οκτώ ώρες η εργασία, μισή ώρα το μέτρημα προετοιμασίας, μιάμιση ώρα το μέτρημα πιθανού ελλείμματος. Οι πελάτες μου ήταν αυτοί που περιφέρονταν σε μία άλλη (υπο)πραγματικότητα, πίσω από το Εθνικό Θέατρο, απέναντι από Τα Κόκκινα Γαρύφαλλα.

Ο ποιητής σέρβιρε καθημερινά στα Κόκκινα Γαρύφαλλα. Είχε ένα πρόσωπο ωοειδές λευκό, τα μαλλιά του σκούρα καστανά, αδύνατο πλάσμα με σκισμένα τζιν και άσπρο t-shirt, τυπάκος, ήταν δηλαδή σαν κάτι σύγχρονα παιδαρέλια που έχουν ομορφιά και ελάχιστο ταλέντο, και είναι και πολυπράγμονες, που κάνουν μουσική, θέατρο, αθλητισμό, έχουν δει όλα τα ντοκιμαντέρ που δεν έχεις δει, βγαίνουν, πηγαίνουν σινεμά, φουμάρουν μπάφο βορείων προαστίων, και φυσικά διαβάζουν ποίηση και γράφουν ποίηση. Εκείνου βέβαια η ζωή δεν είχε καμία σχέση με τις ανωτέρω ασχολίες (αφού σέρβιρε στα Κόκκινα Γαρύφαλλα), είχε μόνο το παρουσιαστικό και την ποίηση. Όσο για το ταλέντο, επρόκειτο σύντομα να το ανακαλύψω.

Μια μέρα, λοιπόν, μου φέρνει τον καθιερωμένο καφέ και με βρίσκει να διαβάζω τη βιογραφία του Βιζυηνού.
-Σου αρέσει το διάβασμα;
-Ναι.
-Και μένα. Διαβάζω πολλή ποίηση. Πού να τον αφήσω;
-Αγαπημένος ποιητής; Εδώ, εδώ.
-Λειβαδίτης, μου λέει.
-Την περίμενα, νομίζω, αυτή την απάντηση.

Ξαφνικά, έρχεται ο νταβατζής του μπουρδέλου της Σατωβριάνδου και Γ’ Σεπτεμβρίου:
-200 δολάρια.
-Ορίστε.
-Μιλάς με τον ποιητή μας;
- (Έχω μείνει λίγο) Ε ναι.
-(Στον ποιητή) Γράφεις;
-Γράφω.
-Και που το ξέρει αυτός;
Πετάγεται ο νταβατζής:
-Όταν έρχεται να γαμήσει, στο τέλος δίνει και ένα ποίημα στα κορίτσια. Δικό του! Το γράφει μετά, αφού…ξέρεις. Τα κορίτσια τα έχουν κάνει συλλογή, και τα έχουν κολλήσει όλα κάτω στο ψυγείο. Τα κάνουμε και χάζι, πάμε να πάρουμε ένα ποτήρι νερό, μια μπύρα και τα διαβάζουμε κιόλας! Ξέρεις τώρα, απαγγελία! Μια φορά, η Μάρσα, η πιο καλή μας πουτάνα, πήρε ένα και το διάβαζε την ώρα που την έπαιρνε ο Αχμάντ ο Τρύπας, ξέρεις που έρχεται εδώ και αλλάζει μάρκα;
-Ναι τον ξέρω…
-Και το φώναζε και ακουγόταν σε όλα τα δωμάτια…Πολύ γέλιο ε; Δεν νομίζω να σε πειράζει ποιητή μου;
-Καθόλου, τα ποιήματά μου είναι χαρισμένα απλόχερα στα κορίτσια σου.
-Βρε παιδιά, έχω περιέργεια. Δεν μου δίνεις ένα-δύο βρε ποιητή να διαβάσω;
-Ευχαρίστως! Τρέχω να σου φέρω!

Και ο ποιητής δεν γύρισε ποτέ. Πλάκωσε δουλειά, λέει. Και την άλλη μέρα, τα ίδια. Όλο στο τρέξιμο. Τον έβλεπα από το διπλό τζάμι που διέσχιζε το δρόμο με τον δίσκο του καφενέ στο χέρι, του έκανα νόημα, αλλά τίποτε. Και πέρασαν μέρες πολλές και βαρέθηκα να περιμένω. Και δεν του ξαναείπα τίποτε, γιατί κατάλαβα ότι δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί μου τα ποιήματά του, ίσως γιατί δεν δούλευα σε μπουρδέλο. Δεν ξέρω, δεν χολόσκασα κιόλας. Πάντως συνεχίσαμε τις ζωές μας όλοι κανονικά σαν να μην είχαμε αναφερθεί ποτέ στην ποίηση.

Ένα πρωί ήρθε η Μάρσα. Η Μάρσα ερχόταν μία φορά τη βδομάδα. Είχε έναν γιο στη Ρωσία και του έστελνε χρήματα. Ερχόταν πάντα με ένα τριαντάφυλλο, γιατί ήταν ερωτευμένη μαζί μου (αυτή όμως είναι άλλη ιστορία). Εκείνο το πρωινό μου έδωσε και ένα χαρτί να διαβάσω:

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να ‘χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

-Εί-ναι του ποιη-τή μας, μου το κάρισε χτες. Αυ-τός μας -πως το λέτε;- μας σέ-βεται. Και γκράφει τόσο ωραίγια! Τέτοιους πελά-τες τέλουμε, να το ξέ-ρεις!
-Ναι γράφει πολύ ωραία, απάντησα.

Και έτσι κυλούσε η ζωή μας στον υπόκοσμο. Πόρνες, νταβατζήδες, δολάρια και μάρκα, και ένα παλικάρι που ξεπατίκωνε τον Λειβαδίτη κάνοντας ευτυχισμένες τις πονεμένες ψυχές.

Θ.





Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Στο διάολο και η φιλοσοφία


Πάνω στον άξονα  βαδίζω
δοκιμάζοντας τις αμέτρητες επιλογές μου.
Με τους μικροπωλητές που συναντώ παζαρεύω
υφάσματα, κασμίρια, μεταξωτές κλωστές και χρυσοποίκιλτα ιμάτια.
Δεν τα περιφρονώ, τα ορέγομαι καθώς σφυροκοπούν
την περιφερική μου όραση.
Το δίκιο με φθονεί, το άδικο με συγχωράει.
Το πρώτο μια κουκίδα χαμένη στο άπειρο,
το δεύτερο διασκορπίζει τη ψυχή μου εδώ κι εκεί.
Και έτσι είναι στ’ αλήθεια εδώ η ζωή,
άλλοτε πολύ, άλλοτε περισσότερο,
άλλοτε λίγο και άλλοτε λιγότερο.
Μια φορά από τύχη καθαρή
πάτησα γερά το σημείο,
με τα καινούργια μου σπορτέξ.
Και το ΄νιωσα τόσο που μου βγήκε φωνή 140 dB·

ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΝΗΚΟΥΣΤΟ ΠΕΡΑΣ
ΔΙΥΛΙΣΑ ΤΗΝ ΑΦΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΜΟΥ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΠΟΥ  -ΣΟΥ ΕΙΠΑ-  ΜΕ ΦΘΟΝΕΙ,
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ,
ΤΟ ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝ,
Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΜΟΥ ΤΕΛΜΑ.

Στο διάολο και η φιλοσοφία.

Θ.



Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Μαρία


Κρατώ μέσα στα χέρια μου τ' αδύνατο σου πρόσωπο
μια σελίδα ζωγραφιά των Γραφών,
τα μάτια που με κοιτούν
τώρα δα
που κάνω την πιο πολύτιμη σκέψη μου για σένα·
το κούτσουρο σιγοκαίει μισό,
τα χείλη σου ίσα που ανοιγοκλείνουν,
μια μουσική πρελούδιο ντροπής ακολουθεί τα δάχτυλά σου
που σφίγγουν με ανάσες την ψυχή μου.
Θεριεύει η νύχτα την ανάγκη,
ζηλεύει η εκπλήρωση την αγάπη
και εγώ στη μέση ομολογώ
πως μοιάζεις σαν θεός που διαφεντεύει το σύμπαν μου.
………………..
Ένα προς ένα τα σημάδια σου
χαράχτηκαν στον πόθο μου ανεξίτηλα,
κι είσαι ολότελα δικός μου.
Είσαι το σπίτι που ανοίγω το καλοκαίρι για διακοπές,
το λουλούδι ανάμεσα στα στήθη μου,
ο δρόμος που διαλέγω μονότονα να περπατώ,
είσαι το σύμπαν με τα μικρά αστεράκια τη μέρα που θα πεθάνω,
ο ήλιος που με τύφλωσε σε έκλειψη ολική.
Είσαι η αρχή το τέλος και το αιώνιο,
το κορμί που θα θάψουν με ευλάβεια πάνω από το δικό μου
γιατί πρώτο στη σειρά
δεν θ’ αντέξω να σε χάσω.

Θ.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Αυτοτύφλωση



Το γοργό βήμα στράφηκε προς τον λόφο.
Χαλίκια και χώμα
στα ημίγυμνα πόδια και ο χτύπος
στον ρυθμό που χάραξε
η μοίρα
μιας ανήθικης βακτηρίας·
επινόηση στο τρίστρατο της συνάντησης.
Ανηφορίζει καθημερινά,
σηκώνοντας τον άδειο αμφορέα
ένας δωρεάν αχθοφόρος
για τον θλιμμένο σκύλο που συχνάζει
στο πέτρινο θέατρο
των ξεπεσμένων ηθοποιών.
Κάποτε θα έρθουν
μουσικάντηδες από το νησί,
να τραγουδήσουν με τον ήχο της λύρας
αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν
και το σημάδι της ανήθικης βακτηρίας
θα τρυπήσει με οργή το χώμα,
θα χτυπήσει τους κάδους ανακύκλωσης,
θα ξεριζώσει τις ρίζες των αγκαθωτών θάμνων
θα στυλώσει τον χρόνο
πάνω στην άδικη τιμωρία
και δεν θα μπορεί καν να αναφωνήσει την ανάγκη της μάνας.
Αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν,
το γοργό βήμα που δεν σκοντάφτει ποτέ
κι ας είναι βυθισμένο στο σκοτάδι,
έστριψε στο παλιό ωδείο,
συνάντησε τον νεκρό κιθαριστή,
αντάλλαξαν καληνύχτες
και γύρισαν μέσα στη γη.
Ν’ αποκοιμηθούν ακάθαρτοι αυτοί για χάρη σου.

Θ.

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Στον Λεοπόλδο Μπλουμ



Στα μαύρα θρηνώ με όψη ωχρή.
Τα δάκρυα μετρά το παπαδαριό με ευχές
και λιβανίσματα,
σκαρφίζεται αποποίηση ευθυνών,
ό,τι έχω ευχαρίστηση
να δώσω
μόλις αποκάμω από το θρήνο και πετάξω
τον μαύρο μανδύα αποχωρώντας γυμνή
ανάμεσα στα μνήματα,
όπως με έφερε η μάνα μου στο φως.
Κάνει μια ζέστη αφόρητη
εδώ στα στενά μονοπάτια των σκουληκιάρηκων κρεβατιών τους,
και είναι έτσι όλο ζωντάνια η όψη του Λεοπόλδου
που αποποιείται ευθύνες άλλες
-σώμα αχόρταγο η αποθέωση της φύσης-
βλέπω στα μάτια του
το διάβα που συναντηθήκαμε,
πως η γύμνια καλύφθηκε από ένα λευκό τοπ
και μια φούστα κλος,
πως εκείνος μετρούσε τις πτυχώσεις λίγο πριν
τις φανταστεί να μπερδεύονται σηκωμένες
στον αέρα.

Θ.


Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Έχε το νου σου στο παιδί [Βόλτα στο πάρκο, μιαν Άνοιξη και κάτι]


Από το χέρι μου κρατώ το τρυφερό σου χέρι,
Άνοιξη σκορπά στο διάβα μας
και σου γεννά απορίες
…………………..
Πώς τρέχει γοργά το σύννεφο
και η στρατιά από κάμπιες,
πώς χάνεται ο ήλιος
πώς γυρνά
απ’ το ένα λεπτό στο άλλο
και πώς το λένε το δέντρο το ψηλό
που στέκει αγέρωχο στα δυτικά του κήπου.
……………………
Και μια κρυφή, βουβή και αλαφιασμένη σκέψη
που τυραννάει τη στιγμή που η φύση οργιάζει
πως ό,τι μένει λαχταρώ,
ν’ αγκιστρωθώ στον σπόρο της παπαρούνας
και στο γλυκό του κουταλιού που φίλεψε η γιαγιά μου,
φωλιάζει γύρω απ’ το ολόϊσιο θλιμμένο κυπαρίσσι
να μου χρωστάει την πνοή σε αιωνία μνήμη.

Μα για δες,
πόθος μου είναι να αφανιστώ
στο πιο σκληρό μου τέρμα,
που δεν ορίζεται ούτε απ’ το ελάχιστο κύτταρο
της εφήμερης ζωής μου,
πριν σε λυγίσει στην καρδιά
η ίδια κρυφή, βουβή και αλαφιασμένη σκέψη.
Και έτσι πορεύομαι
προσηνής στην αναπόδραστη μοίρα,
να ‘ναι μόνο καλά,
να σφίγγει και να χαιρετά
το τρυφερό σου χέρι.

Θ.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Μεταξουργείο (2)



Κρύβεσαι πίσω από το ντεπόζιτο πετρελαίου
και αφήνεις εκεί μιαν ανάμνηση
να βολοδέρνει,
σαν θ’ ανοίγεις την πόρτα της αυλής
στο πατρικό το σπίτι,
όταν πια οι γονείς σου θα έχουν πεθάνει.
Της φωνάζεις έξω να βγει,
να της φιλήσεις τα μάγουλα,
να της σιγοψιθυρίσεις
πώς τούτη η ανήλιαγη γειτονιά
που σφύζει από μουτζούρηδες και
κρότους εργαλείων,
που έκρυψε χάχανα και παιχνίδια με το λάστιχο
πίσω από ψηλές γκρίζες μάντρες
και σκόρπισε μυρωδιές από λάδι και λάστιχο στα πρώτα σου φιλιά,
στόλισε τη ψυχή σου με ζωή παράδεισο
προ του τέλους μακάρια λαχτάρα.

Θ.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Οι ρομαντικοί



Ήτανε φίλοι μια φορά καρδιακοί της μοίρας
που μόνοιαζαν στον έρωτα, για τ’ άστρα εμιλούσαν
και στο θανατικό προσήλωση με στήθη μαραμένα
φούσκωναν με τον πόνο τους να γράψουν τα ταμένα.

Ο Κόκκινος, ο πιο βαθύς, ο πιο μαραζωμένος
θρασομανούσε το φιλί, πότιζε την καρδιά του
κι έτσι από τες δύστυχες και από τονε λυγμό της
νόσησε τα αγγεία της, σταύρωσε τον παλμό της.

Ο Κίτρινος όλο κοίταε να δει την ευτυχία
και από τον φθόνο τον πολύν σαλό το λογικό του
στις φλέβες του πια όλο έτρεχε το μίσος και η πίκρα
και απόκαμε απ΄ τις τύψεις του και από την άδεια μοίρα.

Ο Γαλανός ο κυανός ο άλλοτε ομορφάντρας
τίποτε πια δε θύμιζε απ΄ την παλιά του όψη,
γύρευε θάλασσα κι ουρανό θεός να επιτάξει,
μα σα θνητός και άμοιρος δεν μπόραε να πετάξει.

Ήταν και ο Μαύρος, ο βαρύς, ο παρεξηγημένος
που σκόρπιζε ένα βλέμμα του και απλώνουταν το σκότος,
μα λύπη γνώριμη ψυχή φωλιάζει στους ανθρώπους
δίνει σοφή τη γνώση του, την πείρα του στους τόπους.

Και έτσι που είδε φίλους του να καίονται ολοένα,
έγραψε ρίμες λυρικές και στίχους χίλιους τάμα
αγνές προθέσεις όρισε να δοξαστούν στις τέχνες,
στη μνήμη να φωλιάσουνε σκεπάζοντας τις έγνοιες.

Η θλίψη και ο φθόνος τους και η κομπορρημοσύνη
αμέσως συγχωρέθηκαν στα ποιήματα του πάθους,
στα ποιήματα που σε λυγάν και χύνουνε το δάκρυ,
του λόρδου και του Γουίλιαμ που διάβασες τον Μάρτη.

Θ.



Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

Εαρινή αξιολόγηση


Καθείς ημερεύει στον πάγκο του
στοχαστικός και αβέβαιος,
φωλιάζει στο μυαλό του η θύμηση
της παιδικής αφέλειας
που στοιβάχτηκε στη γωνιά με τα ξεχαρβαλωμένα παιχνίδια,
για να αθροίσει ηθικό αρμόζον
σ’ ένα ξεχείλισμα στοναρισμένων κανόνων.

Στο βήμα του στρατιώτη συντονίζονται
κατά βάθος με απείθεια,
το θέλω τους πιο κόκκινο από την Ερινύν,
πιο ρέον από τη θλίψη της υποταγής
ταξιδεύει στα φρεσκοανθισμένα
ανθάκια της μυγδαλιάς
που κοσμεί το παράθυρο
της ψυχρής αίθουσας με τα έδρανα.

Θ.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

[Λογοκρισία]




Γιατί γνωρίζω πως στα άοκνα ποταμόπλοια
καλύτερα μιλά η καρδιά σου,
να πιάνεις το νήμα της αρχής
μπροστά στο ανακυκλωμένο χαρτί.
Μπαίνω μέσα σου να νιώσω το πάθος να φουντώνει,
κοιτώ λάθρα με τα μάτια σου
τον μισοτελειωμένο bic medium
που αγόρασες από ανάπηρο επαίτη του δρόμου
και σε εκλιπαρώ (δίστιγμο)
αν το χέρι σου οδηγήσω στο κενό,
λάθος θα είναι.
Μόνο αν η δική σου θλίψη ξεχειλίσει
θα σε αποδεχτώ.
Και μη σε νοιάζει καθόλου τι θα πει η κρίση
που ετοιμάζει σάβανα με μύρια απωθημένα,
«Ίσως σου δώσω κάποιον έπαινο,
γέρας της σοφής μου κάρας».

Θ.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

[Γιορτή]


Σήμερα θα μου δωρίσεις
λόγια ρομαντισμού
όταν θα εισχωρήσεις αμίλητος
θωπεύοντας και χτυπώντας τα χέρια σου πάνω στους υγρούς τοίχους
μιας κρυφής ερωτοσπηλιάς δίπλα στο θάλασσα.
Με κομπλιμέντα και υπερβολές
θα σπάσεις τη σιωπή σου,
πως είμαι όλη άστρα που μαρμαίρουν τις νύχτες σου
πως η ομορφιά της πέρδικας στοιχειώνει τα όνειρά σου
πως έχω πρόσωπο όλο μάτια
και τ’ ακροδάχτυλά μου
ανθάκια άσπρα ευωδιαστά να σφίγγουν όλο χάρη
Θα αποχωρήσεις με το σ’ αγαπώ
στα χείλη μου να αχνίζει
ζεστό απ’ την ανάσα σου
να ανασηκώνεται
για να ξεκουραστεί στα μουδιασμένα μέλη.

Θ.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Το ξόδεμα

The Poet by Jusepe de Ribera

Στο παγκάκι της μεγάλης πλατείας
ο ποιητής ρεμβάζει μυρίζοντας φρέσκια αλμύρα
και ανθισμένες νεραντζιές.
Κι όταν ο ήλιος τρυπά το βλέμμα και το νου του
εκείνος -άλλη λύση δεν έχει- παρά τη γραφή του.
Χαμογελά στο πέρασμα του δόλιου πειρασμού,
Σάββατο, ώρα μεσημβρινή στου
λιμανιού τις όχθες, σκαλίζοντας πάνω στο χαρτί
τρυπώντας τον ώριμο γλουτό με έναν γλυκύ
του πόνο. Και αν η θύμηση βαριά
του πρέπει να πονέσει, λιγοψυχάει στο πέρασμα
της πέτρας που κυλάει.
Που κυλάει από χέρι παιδικό
που έριξε με πάθος, να προσπεράσει τα
βήματα του άσπλαχνου πατρός του,
τον άφησε -για δες- για μια αρπαχτή στις
ξενιτιές και στις φωλιές που γεννούν αποδημητικά πουλιά
τα κίτρινα αυγά τους.
Λύπες και χαρές δεν έχουν μπόρεση στη
ψυχή του καθημερινού του ανθρώπου.
Μα ο ποιητής κάτι πρέπει να την κάνει
τη στιγμή του πρόσκαιρου πάθους
για τ’ αλλότρια μαντάτα·
Είναι για εκείνον ο απόηχός του τόσο διαρκής,
τόσο μεγάλος,
που πρέπει οπωσδήποτε
να την κλείσει στο χαρτί
για να ξορκίσει
το ξόδεμα της ψυχής του.

Θ.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Αντι-ποιητική



Η οργή καθοδηγεί το πρόσωπο,
τη ματιά που κοιτάζει με επικριτική απορία
πάνω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας.
Αξιώνει την υπεροχή,
τη δύναμη μιας ελίτ ξεχασμένης στα σοκάκια
της γαλλικής ή της ισπανικής γαστρονομίας,
μαζί με άλλους παρόμοιους
<μα κανείς δε τον φτάνει>
γιατί πιο αβέλτερος και από το πλήκτρο του διαστήματος
που πατώ τούτη τη στιγμή ξεχωρίζοντας τις λέξεις
της αλήθειας του,
θα ήταν πράγματι ένα κενό από πλαστικό
-αν θα έπρεπε με κάτι να τον παρομοιάσω-
αφού διαλέγει ξίδι και λεμόνι πάνω από
χόρτα εποχής.
Και δεν πάνε αυτά μαζί (δίστιγμο)
όταν φυτεύεις τη λεμονιά,
περίμενε να ψηλώσει και να δώσει καρπούς
πίνοντας το κρασί,
παρά προκαλώντας ανώφελες ζυμώσεις.

Θ.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Πρωταγωνιστής

Οφηλία του John Everett Millais

Τη σκιά του ονείρου πραγματεύεσαι
με τους σιαμαίους αυλικούς του νέου βασιλιά.
Οι ιδέες σου καθοδηγούν το καλό και το κακό
πάνω στην πέτρα της θλίψης,
γέννημα και φάσμα μιας όχι και τόσο περασμένης εποχής,
η ξεθωριασμένη όψη της απώλειας
που η σκληρή μάνα αντιπαρέρχεται
με τον ανήθικο παλμό της βασιλικής κλίνης.
Μα και αυτό μια ιδέα είναι,
όμως είναι δική σου
ολοδική σου.
Και σε σπρώχνει στην οργισμένη απορία,
στη φυλακή της οργής που επιζητά την εκδίκηση.
Η χρυσοκέντητη σκεπή, ο αιθέριος πέπλος
που σου χαρίζει πνοή
είναι για σένα μολυσμένο οξυγόνο.
Τι να απαντήσεις σε όσους σε ρωτούν;
Τι είναι αυτό που σε θλίβει;
Μα και το αχνό χέρι που θα οπλίσει το δικό σου δεν το πιστεύεις,
γιατί στο βάθος γνωρίζεις πως δεν υπάρχει
αυτό που λέμε δίκαιος τιμωρός.
Απογυμνωμένος τελικά
από ιδέες,
από το ήθος που σε ανάθρεψε στον τόπο που ονομάζεις φυλακή,
η ευτυχία θα κουβαλά το βάρος μιας πράξης
που πρέπει να διαλέξεις.
Είσαι ο πιο δυστυχισμένος άντρας,
ο νέος χωρίς νιάτα,
ο νους που δέχτηκε το πλήγμα πριν αποφασίσει,
ο άντρας που έπνιξε τον έρωτα σ’ ένα ποτάμι από νούφαρα.
Θα αναρωτιέσαι αν ο διάβολος
εμφανίστηκε μπροστά σου
σαν πεθαμένος συγγενής,
θα αναρωτιέσαι αιώνια στα χείλη των μελλοντικών σου οπαδών,
των ανθρώπων που δεν ξέρουν ούτε τ’ όνομά σου,
αν είναι καλύτερη η ζωή ή η ανυπαρξία.

Θ.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

[Παραδοσιακό]


Τότε που ανέβηκα σε ένα ψηλό βάθρο
να τραγουδήσω με φωνή καμπάνα
μα ένα μικρό
μα ένα μικρό κλεφτόπουλο,
δεν αναρωτήθηκα
πόσο κοστίζει το θάρρος
ούτε το ζύγισα με τ’ άγουρα τα νιάτα.
Και όταν κατέβηκα από το βάθρο
ήταν ήδη αργά να μαθητεύσω.
Μέσα από ξερόχορτα και
τσουκνίδες που μου φάγαν τα πόδια
έφτασα στα μισά,
τις κλάδες τις ξερές μπροστά μου θέριζε
πότε ο Θεός
πότε ο Διάβολος,
και εγώ βυθίστηκα λουφάζοντας
σε παλτό δυο νούμερα μεγαλύτερο.
Μα εδώ μυρίζει χτικιό και πουρνάρι ξερό
λίγο πριν την πτώση
και είναι τόσο, μα τόσο βαθύς ο καημός για περίσσεια αντοχή.
Ξάφνου,
αβάσταχτος πόνος στην κεφαλή
δυο ξεπηδούν από μέσα
δυο περιστέρες λευκές
σαν το μπαμπάκι της Κωπαΐδας,
ζέστα, ήλιο και τροφή να μαζέψω στο δισάκι μου
και από τον ξαφνικό μου κόπο ζεστάθηκα
και πέταξα το πανωφόρι,
άπλωσα μόνη να ανοίξω τον δρόμο.
Κι αν δεν τρώγω,
αν δεν τραγουδώ πια στα ψηλά τα βάθρα
πιάνω το όπλο και το φυλάω στο βρακί μου
να σκοτώσω τον λύκο, τον κλέφτη και τον μάγο,
τον Ποιμένα που με γέλασε πως ήταν καλός.
Δεν το ‘χω σε τίποτα
να σκοτωθώ
για να οδηγήσω με ασφάλεια
τις περιστέρες μου
στη φωλιά που έχτισα
με ξέφωτα που ατένισα στο διάβα της ζωής μου.

Θ.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Εαρινός ύμνος, Καισαριανή 1999


Έαρ μεγάλο, έαρ των λιβαδιών,
έαρ που συντρίβεις τη μαλακιά γαστέρα
κάτω από δωρεά αρωμάτων,
ερωτοτροπία πλασμάτων ακίβωτων
που αλωνίζουν αμέριμνα πριν τον κατακλυσμό.
Εσύ που κινείσαι με γλυκεία ορμή
στο διάβα των βιαστικών γυναικών
που στέκονται, μια στιγμή-
να σε μυρίσουν, μόλο που
μάταια αποπειρώνται να ξαναπιάσουν τον ρυθμό
απ’ τη δροσοσταγή τους μέθη.
Εσύ που ανομολόγητα
φυτεύεις στα αντρικά χείλη
ίντσα και γιασεμιά
φουσκώνοντας με λίπος ηδονής το φιλί τους,
που το εκπληρώνουν με όνειρα της αυγής
μες την εσπέρα,
ακολουθώντας τους παρθένους ποδόγυρους
του Επιταφίου
όταν με το λεπτό τους χέρι
πλέκουν γαρύφαλλα και αμαρτίες.
Εσύ που όλους τους
συνέτριψες,
να υπακούει η ψυχή το σώμα
και να ευφραίνεται
παραδομένη στη φλογερή επιθυμία,
και εγώ από όλους η πιο ατυχής
να μετρώ τις λευκές σου νιφάδες
και να κοιμούμαι ολημερίς
από κάποια άγνωστη κορτικοειδή ουσία.

Θ.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

[Στο μετρό]



Βουίζει ο συρμός αφόρητα,
τα παράθυρα ανοιχτά,
στη φούντωση του λυπημένου στέρνου
των ακρωτηριασμένων δακτύλων που εφίδρωσαν
γράφοντας
κάτω από τα ταξιδιάρικα φώτα.
Τίποτε δεν είναι αληθινό εδώ,
κι από την πολλή ψευτιά
παγιδεύτηκαν τα βλέμματα,
ο ένας τον άλλον κοιτά δήθεν αδιάφορα
μα με όλο το ενδιαφέρον στραμμένο
πάνω σου,
πάνω μου.
Αν κάνεις στροφή, ‘μπράβο’ θα φωνάξουν
‘ωραίο το νέο σου παλτό’,
ωραία η περιβολή της μικρής σου ζωής.
Μη νομίζεις πως η προσοχή
που σου δείχνουν έχει κάποια σημασία.
Γιατί όταν φτάσεις στον προορισμό σου
τα βλέμματα θα ξεχάσουν
τι φόρεσες, τι είπες, τι φοβήθηκες.
Aπέναντί μου κρατάς νάιλον σακούλα
και ένα τεράστιο πακέτο,
δώρο μεγάλο που περίμενες
μιαν ολόκληρη ζωή να τ’ αποκτήσεις,
μα μεταξύ Μελίνας και Φιξ
σταμάτησες να το σκέφτεσαι
και η περιέργεια σε κινεί
να δεις τι γράφω.
Αχ και να ήμουν χειμωνιάτικη λιακάδα,
δέντρα, σπίτια και αυλές,
το πάρκο και ο σκύλος που τρέχει,
τα μαγαζιά, τα φώτα, ο αέρας,
η αφίσα της ταινίας σήμερα
στον κινηματογράφο της γειτονιάς,
ας ήμουν ό,τι βλέπεις στο κενό,
δεν το αντέχω να θωρούμε ο ένας τον άλλον αλύπητα
από ανία ή ελλείψει επιλογών,
στον ήλιο θα λάμψουμε,
με βλέμματα τυχαία ή καμωμένα από καρδιά.
Έλα μαζί μου, να ανεβούμε στη γη,
να πάμε στη θάλασσα,
να μου μιλήσεις για το δώρο που περίμενες μια ζωή.

Θ.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

«Ψώνισα στα παλιατζίδικα Υψικάμινο που μου έκαψε το χνώτο»


Στη μέγκενη που συνθλίβει τη δράση, άγχος τον κατέβαλε για την έμφυτη -κατά τα γονεϊκά λεγόμενα- αδράνεια. Γιατί, οτιδήποτε ξεκινά το αφήνει ατελείωτο. Ως πότε θα συνεχιστεί αυτό;

Με τη μαύρη καπαρντίνα και το γκρίζο καβουράκι, απόκτημα ενός ανόητου περιπάτου στην Αβησσυνίας με τα παλιατζίδικα, πέρασε μέσα από βρώμικα χέρια, φτωχές περιβολές, ξεδοντιάρικα χαμόγελα. Μισούσε τη βρόμα. Δεν ήθελε κανείς να τον αγγίζει. Περισσότερο από φόβο μην καταντήσει έτσι.

«Ανακατεύομαι, ίλιγγος! Το στομάχι μου, τα πόδια και τα χέρια μου μουδιάζουν, το κεφάλι μου. Το ανάθεμα της μάνας που εξιλεώνει τη θλίψη της πάνω στο σπλάχνο της. Να γιατί είμαι αυτός που είμαι. Γιατί δε θυμάται η μάνα το μωρό της. Δεν θυμάται τις αγκαλιές πάνω στη ζαρωμένη θηλή της, λίγο μετά το πολύωρο πιπίλισμα. Πόθος και πνίγος. Σταμάτα επιτέλους! Και μετά άδειασαν οι παιδικές ημέρες με πρόσημα χρόνου, με εκθέτες χρόνου, στην πλάτη μου, στα γόνατα, στα χείλια που γλείφουν επεξεργασμένο λίπος σε κονσέρβα. Καρκίνος. Δύο, τρεις, έξι μήνες. Είμαι τόσο κακός που μόνο χείριστος μπορώ να γίνω στην όψη του τέλους. Θα είμαι κάτι σαν αόρατος άνθρωπος που στέκει διαπράττοντας ατιμώρητος το άδικο».

«Παρασκευή πρωί. Προβλέπεται να μεσημεριάσει. Προβλέπεται να συμβεί και η νύχτα -ποιο βιβλίο θέλεις;- μια υψικάμινο να μου κάψει το χνώτο, να αφεθώ στη δύναμη της πέτρας που κατρακυλά στην κατηφόρα της γέρικης βελανιδιάς. Να προσγειωθώ στα πορνοπεριοδικά που πέταξε περαστικός ο τρελός του χωριού. Να δω με τα μάτια μου τι κάνει η θλίψη στ’ ακροδάχτυλα που ζαρώνουν μόνα στο κρύο λουτρό της Παρασκευής. Δεν είμαι εγώ αυτός που βλέπει. Είμαι ο περαστικός. Ο τρελός. Μη λυπάσαι. Να χαίρεσαι που διαπίστωσες την αρρώστια που εμποτίζει τα εγκεφαλικά μου κύτταρα. Άνθρωποι σαν εμένα ζουν μόνοι, ερωτεύονται χωρίς ανταπόκριση, κρατούν από το χέρι τα αόρατα παιδιά τους και σταματούν να αναπνέουν σε εκείνο το κρύο λουτρό, από τον κάματο της τελευταίας τους μέρας. Μη λυπάσαι».

«Ξεχύθηκα με το βιβλίο ανά χείρας ανάμεσα στις αρχαίες πέτρες. Βάδιζα με μία κάποια κουλτούρα. Νομίζω πως διάβασα αρκετά ποιήματα. Τίποτε δεν κατάλαβα. Ένιωσα μια σιγουριά όμως κάτω από τον αφαλό μου που κουβαλάει ακόμη μνήμες λώρου πασχίζοντας να κρατηθεί στη ζωή λίγο πριν πεθάνει: σάβανα από πέτρες λευκές και μαύρες της νησιωτικής ακτής, πάνω στα φρύδια της γυναίκας που μου χαμογέλασε  με το στήθος προτεταμένο στον ερχομό του ηλεκτρικού συρμού, υγρασία, νοτισμένα φιλιά του παραδείσου που κρέμονται απελπισμένα από το ανεκπλήρωτο, ένας άστεγος που μου ζητά να τον λυπηθώ μα πιο πολύ λυπάμαι τον εαυτό μου, επιτάχυνση και ορμή στο άγνωστο μα συνάμα οικείο, η φωτιά της επιθυμίας είναι το παρελθόν μιας δύναμης που κρύβω, κάτι σαν ζωή μέσα μου, με κυνηγά ο άστεγος με το χέρι προτεταμένο, δεν σταματώ να τρέχω, χάχανα παιδικά από γλυκό του κουταλιού και από χριστιανική παραφίνη τυραννούν τα ρουθούνια μου, δεν σταματώ, η αυλή με τους καλλιτέχνες είναι μια αρένα με καρφωμένα ζώα που αιματοκυλούν στον καμβά της ανταπόκρισης, γι’ αυτήν πασχίζω και εγώ. Και τότε ο νους μου γύρισε. Σαν να με χτύπησε κάτι δυνατό, ρεύμα, λεωφορείο ή τρένο! Μα πίσω μου τρέχει η ανταπόκριση, κουρελής αδερφός με τον ίδιο πόνο της ύπαρξης. Στέκομαι και χαρίζω: καπαρντίνες, καβουράκια, παντελόνια, βρακιά, εντόσθια, καρδιά και αίμα. Σταμάτησε να με κυνηγά. Το βλέμμα του μια αίσθηση απρόσμενου πλούτου. Και εγώ απόμεινα ένας σκελετός -πιο γεμάτος από ποτέ- πάνω στον στύλο μιας δεσποινίδος Μαργαρίτας, να χορεύω ευτυχισμένος. Ας κλαίει η παρτενέρ μου, στο τέλος θα της σκουπίσω τα δάκρυα και θα την οδηγήσω στο εντός του μέλλοντός μας».

Και έζησε πια άνθρωπος, από το μείον στο ολίγον, μα ευτυχής για τη φύση του, που ενατένιζε το μέλλον του προορισμού του.

Θ.

Διαβάζοντας την Υψικάμινο του Α. Εμπειρίκου