Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Γεθσημανή





Γεθσημανή κουρασμένη
ξαποσταίνει στ’ απόνερα
μιας νεροποντής
Τα χέρια τυλίγουν
τους νοτισμένους κορμούς
που ρίζωσαν στο χώμα
με τα όνειρα φωλιασμένα στα οστά
που σπάζουν και 
πεθαίνουν 
κλαυθμός και οδυρμός πολύς
και η μνήμη μια κλαίουσα μάνα

Ο πόνος καθίζει την όψη του
πάνω στο πρόσωπο
στο μέτωπο και το μάγουλο
το ένα καθαρό, το άλλο φιλημένο
όπως εκείνου του πλανόδιου Ιησού
που πουλούσε τον εαυτό του
μαϊμού στο παζάρι
για ν’ αγοράζουν οι παράλληλοι
κόσμοι εκδοχές

Γεθσημανή κουρασμένη
πατημένη από λόγχες
κρεβάτι που σκέπασε
τη συντροφιά από σπορά,
λιοτρίβι και δάκρυ
πάντα θα φιλοξενεί
μια Βηθλεέμ και μια Κόλαση
την αρχή και το τέλος του κόσμου

Θ.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Υψωμένα στον έρωτα


[...]

Κρυφά σκιρτήματα
υψωμένα στον έρωτα
χορεύουν σε ένα ανόητο ρυθμό
απ' αυτούς που παιδεύουν
κάτι αδαείς θεοί
για την τιμή του ονόματος
και της αξίας που κόλλησαν
στο μέτωπο ενός πλανόδιου μουσικάντη
Όποια γνώση μέχρι τώρα σε οδηγεί
σβήνει στα βήματα
που ακολουθείς αριστερά και δεξιά
Ένας θεός κι αυτός
σαν όλους τους άλλους
μα είναι το θαύμα του για σένα
φιλί στο στόμα
και ό,τι ζητάς περισσότερο,
να βάλει φωτιά
στη γνώση σου με την ανάσα του
μέσα στη δική σου
Τόσο ο έρωτας νικά
τον κόσμο που 'χτισες
με θεωρίες και αποδείξεις

Θ., Αναθεώρηση, 2019

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Τέταρτη Πράξη




Ο ποιητής γράφει τους στίχους του
πίνοντας
με το χέρι και με το στόμα

Η ποιήτρια γράφει το θαύμα που ποτίζει
τη γαστέρα της
ρουφώντας την επιθυμία
ανάμεσα στα δάχτυλά της

Και οι δύο προσπαθούν
μάταια
ν’ αποτοξινωθούν
μέχρι που συναντιούνται
τυχαία στο προαύλιο
μιας κλινικής θεάτρου
για να δραπετεύσουν χαράματα
με τις ζεστές πνοές τους

Μα αφήνουν τα ίχνη
του τελευταίου οξυγόνου
ανάμεσα στα διαζώματα
σ’ ένα κοινό
που αποκοιμήθηκε στην τέταρτη πράξη

Θ.


Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

[Αρσενική Γραφή Ι]


Απότομα στον ήχο μιας παλιάς μοτοσυκλέτας
Μιας μονοκύλινδρης εποχής
Στο δρόμο με το χώμα
Στρέφω το βλέμμα μου να πιάσω
Με δύναμη υπερφυσική
Που ευλόγησε κάποιος ξεχασμένος θεός
Με τα τρία του δάχτυλα
Τα βάιμπς του πιο τιμημένου καλοκαιριού σε ερημικό νησί
Ήλιος και αστέρια εναλλάσσονται τακτικά
Εφαρμόζοντας κανόνα περιορισμού
Μα εγώ ξεχνιέμαι και καβαλώ τη σέλα μου
Χωρίς να νιώθω τον κτύπο στις φλέβες μου
Χωρίς το σώμα μου να θυμάται την προσωρινότητά του
Και έτσι αθάνατος
-σαν να με μελετούν μαζί οι νεκροί και ζωντανοί μου πρόγονοι-
Χίλια και άλλα χίλια χρόνια κυριεύοντας
Τα αποθέματα του αλκοόλ σε κάθε λεπτό της νύχτας
Βαστώντας για ασφάλεια τα στρογγυλά της στήθη,
Όπως-όπως βολεύομαι ανάμεσα
Στα δυο της κωλομέρια
Καθώς στριγκλίζει η Σιμόν πάνω στην τελευταία νότα
Και άχρονος άντρας με πυγμή
Σκίζω τους αιθέρες που βουτήχτηκαν
Στη συναυλία που έστησαν τα τριζόνια σ’ αλατισμένο δρόσο
Κάθε τόσο γλείφω τα χείλια, το λαιμό της
Να πάρω αλμύρα
Προτού θωρακίσω ζευγάρωμα ένα, ίσως και δύο
Μονιά μπερδεμένη από χέρια και πόδια
Στην αιωνιότητα που μου πλάνεψε το νου
Εκείνο το καλοκαίρι

Θ.



Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

[Κοινόν Τύχη]


[Κοινόν Τύχη]

Στη σκέψη κατοικεί η ανάμνηση της σφαγής
ιδωμένη χάραμα
κάτω ορθώς
από πανάγαθους και άκοντες,
επαχθής γνώση
που ρήμαξε τα όργανα και τα οστά
της ψυχής
στρέφοντας το σπαθί
στο παιδί και το άλογο

Και σου καμώνεται ύστερα
ελευθερία
Και σου καμώνεται ύστερα
πως η δικαίωση
είναι ταξίδι
πεζή, ενστόλως και αχθοφέροντας
Τέλειος αυτός και εσύ
δυνάμει εντελεχής
στις όχθες του Αχέροντα,
μα δίπλα σου πνίγεται ο καλπασμός
και το παιδολόι αγοράζει
με έκπτωση
τα πρώτα του φτερά

Θ.



Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Μικρό Ερωτικό




Κάτι Σάββατα του φεγγαρένιου βασιλέματος
στοιχίζουν ακριβά
μιαν αρμαθιά φλουριά αιώνιας ζωής
ή το ξεκίνημά της
πάνω στον ώμο του βράχου σου
και εγώ σαν καταρράκτης να κυλάω στα ξέφτια σου
ολόδροσος έρωτας,
και γαντζώθηκα στ’ αρίφνητα χρόνια της αιωνιότητας

Θ.

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Το κόκκινο σφαγάρι



Σε τούτο τον κόσμο
Ζουν τα μάτια που σε κοιτάξαν με απορία
Όταν βούτηξες τον κέρινο ίσκιο τους
Στην άμμο τη νωπή που έστρωσε μια νεωκόρισσα
Για τις ευχές σου

Σε τούτο τον κόσμο
Το ρυπαρό ρούχο ζεσταίνει ως το θάνατο
Το τραύμα του Φιλοκτήτη
Η Ισμήνη δαυλίζει το κιότεμα
Μπροστά στη σφραγισμένη σπηλιά
Ο δήμιος σκοτώνει την έμπνευση του ποιητή και
Το κεφάλι της Μήδειας κυλάει στο πιάτο

Μα ο Ιωάννης -που ξέρει από αυτά-
Τη βαπτίζει με πέρας και ελπίδα,
Ο Σάιλοκ στέκει κάτω από τον σταυρό
Πλούσιος και απειθής
Ο Φάουστ βάζει πάντα την υπογραφή του
Στο διαβολόχαρτο
Και εσύ σαν τον Πέτρο κοιμάσαι και ξυπνάς
Με κάθε άρνηση μεταλαβιάς

Σε τούτο τον κόσμο
Τ’ άδικο φυλαχτό της πίστης του ξένου
-μα και δικό σου-
Μέχρι να ρίξει την πέτρα στο λαιμό του στολίδι
Στις λίμνες με τα νούφαρα
Ύστερα αερικό με θόρυβο ξοπίσω σου
Μετράει την ελπίδα
Μετά από κάθε λύμη

Θ.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Πρόσκειμαι τω στρεβλώ ποιητή




Στροφή πνεύματος
Απασχολημένου με σήμαντρα φθόγγων
Οσάκις ευρέθησαν οι γυμνοί μου οφθαλμοί
Πάνω στο πρόσωπό σου το άγιο
Παραχαράκτης της πιο αγαπημένης αλήθειας γίνεσαι
Λογαριάζοντας να μου χαρίσεις
Υψηλή θερμοκρασία απογοήτευσης
Μα γνωρίζω,
Και όποιος γνωρίζει
Θωπεύει και θαυμάζει
Του δίνει αυτός κρυφό συγχωροχάρτι
Ν’ αγιάσει ολότελα στους αιώνες
Μπροστά στην απείθεια των κριτικάριων
Και των πολύ διαβασμένων
Έτσι και εγώ
Σου δίνω τη δύναμη που διψάς
Να πίνεις φωτοστέφανα
Να σκάνε οι εχθροί σου

Θ.

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Παλαρός



Για δε μ’ αφήνει η τύχη να σε δω
στην αγορά καθώς χτυπάς το καρπούζι
να ξεχωρίζεις το πιο καλό
όπως όλοι οι γνωστικοί
Για δε μ’ αφήνει η τύχη να σε δω
στην εκκλησιά
να σταυροκοπιέσαι με άλλους χριστιανούς
και να βάζεις σάλιο στο κερί της σωτηριάς σου
Για δε μ’ αφήνει η τύχη να σε δω
στο χορό
να σέρνεσαι πίσω από άντρα αμούστακο
και χαμηλοβλεπούσα

Μα να
φυσάω σαν τον Αίολο
τα βήματα κάτω από τη φούστα σου,
ψηλή μελαχρινή μου,
χοροπηδούμε φανερά και αφανέρωτα
εν-δυο και πίσω
και όπως σου χουφτώνω τον ώμο
είμαι ένας τόσο χαρούμενος παλαρός
που για σένα
κάθομαι να μου σπάσεις
στη γκλάβα μου τη ξερή καρπούζι κολοκύθα
και τον ίσκιο των γνωστικών
να σταυροκοπήσουμε μαζί
να σωθούν αυτοί,
κι εμείς ας χορέψουμε τον αγέρα
του θεού και του διαβόλου
τα αμαρτήματα

Θ.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

Τα ρόδινα ταξίδια του ήλιου



Περσινά ηλιοβασιλέματα
με τις άκρες των δαχτύλων της
η μέρα ρόδα σ’ απλώνει να μυρίσεις,
κάποτε έρχεται ξανά
με τα πρωινά λαλήματα της
στο νεαρό σου βλέμμα από άφοβα καμώματα
να τέρψει με την ίδια μυρωδιά τ’ αχείλι σου
και κάπου ανάμεσα
στα στενά περάσματα της νύχτας
η φωνή πιλαλεί προς τις πεθυμιές σου
Κάθε φέτος
μια κόκκινη αναπόληση
που παραδίνεται στον Μορφέα
όπως μια Κυριακή που
θα χτυπήσει στον βράχο η φωνή σου
Αντίλαλος χωρίς επιστροφή
ανήμπορος στοχασμός
και τα ρόδινα ταξίδια του ήλιου
μετρημένα στον άβακα
του πεσμένου σου λώρου

Θ.



Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Προσήλυτη




Με ξεκουφαίνει ο ίσκιος σου
Όταν πέφτει βαρύς
Πάνω στο κρεβάτι μου

Με χαϊδεύει ο βρώμικος λόγος
Που εκστομίζεις
Κάθε τόσο στ’ αυτιά μου

Με πίνει η λαιμαργία σου όταν
Με θες στα μάτια·

Ο έρωτας
Χαλασμένο αισθητήριο
Μηδέν αξιόπιστο,
Ολότελα έμψυχος ο κορεσμός μου,
Τις άλλες ώρες δεν έχω τον Θεό μου

Θ.

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Ντανφέρ Ροσρώ



Με κοιτάς με απείθεια
Γιατί σου ταίριαξα ένα διάτορο βουλεβάρτο Ντανφέρ Ροσρώ
Με ένα τόσο δα μικρό τριανταφυλλάκι
Που φύτρωσε στο βράχο πάνω από τη θάλασσα μου
Και το άφησα εκεί
Άκοπο
Στον αγέρα
Να σου ‘ρχεται η μυρουδιά
Για να σε πονεί στα σωθικά η θύμηση
Τότε που ο σοφός έγραψε
Το τελευταίο του ποίημα

Θ.

Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Μόρσιμον



Ι
Είδε το φως και ανάπνευσε μια νύχτα του Σαββάτου
με μιαν καρδιά ασθενική που χτύπαε ολοένα
χωρίς ρυθμό, χωρίς θεό, χωρίς την ευλογιά του
κι ήρθαν γιατρέσσες μάντισσες, μαντζούνια από τα ξένα
τα σύννεφα μιλήσανε, τ’ ανάποδα φεγγάρια
και το νερό του ποταμού που το ‘πινε ο Φανούρης
και ήταν πικρό το πόρισμα σκέτος λυγμός η μάνα
πως τύχη μια -ίσως και δυο- αν τα δεκαοχτώ περάσει

Και το κορίτσι έφτασε στα πρώιμα τα νιάτα
με ροδαλά τα μάγουλα και γελαστά τα μάτια
το ‘ξερε πως η τύχη της ήτανε μοιρασμένη
πως χάρη ο Θεός δεν έκανε ποτέ στην ειμαρμένη,
μα η ασθενική καρδιά δεν ωφελεί να κλαίει
με το καλό να χαίρεται, απ’ το κακό να φεύγει
και όσος απόμεινε καιρός να τόνε διαφεντεύει
να κελαηδεί με τα πουλιά, να τρέχει στα λαγκάδια
να προσδοκάει τον έρωτα και τον κρυφό τον πόθο

ΙΙ
Στους περιπάτους έβρισκε την ποθητή λαχτάρα
μαζεύοντας κρίνα και ευωδιές της φύσης καμωμένες
μιλούσε με τις μέλισσες και όλες τις λιβελούλες
μα άνθρωπος δεν τη ζύγωνε ούτε οι θυγατέρες
μην ξεψυχήσει πάνω τους κι η γρουσουζιά τους πάρει
και έτσι μονάχη μα ευτυχής στου κόσμου το τομάρι
που είναι δέκα φορές σκληρότερο από του άγριου χοίρου
φανέρωνε την ομορφάδα της και τη μεγαλοσύνη
ποτέ κακία να μην κρατεί, ποτέ να μη λογιάζει
τον φόβο τους τον μισερό για αλόγιστη αμαρτία

Σε έναν περίπατο μακρύ στο πέτρινο γεφύρι
που το νερό κελάρυζε κάτω απ’ τις πεταλούδες
και τα λουλούδια έγερναν γλυκά απ’ τον αέρα,
ξάπλωσε ανάσκελα βουβή από την ομορφάδα
και αγνάντευε τον ουρανό τον ροδοπορφυρένιο
μα ούτε που κατάλαβε πως γέμισε όλο άστρα
και αμέσως ορθή ευρέθηκε με ένα ματσάκι ίντσα
να πάρει πίσω το στρατί για τη γλυκιά της μάνα

Μεμιάς και πάλι ελύγισε στα τρυφερά τα χόρτα
χίλιες βελόνες τρύπησαν τις κόρες των ματιών της
τα χέρια της πετρώσανε, τα πόδια γονατίσαν
και ο αέρας ελιγόστευε στο στόμα που σιωπούσε,
σιωπούσε το μαρτύριο μηδέ παραπονιόταν
και η σκέψη έπιασε δουλειά να φύγει μεστωμένη
με μιαν αγάπη καθημερινή, πολύ συνηθισμένη
πως κάποιος ενυμφεύτηκε κόρη πικρή του Άδη
πως κάποιος λιγοψύχησε απ’ το χωρισμό τους

ΙΙΙ
«Αδύνατο σώμα που ‘σταζε άλλοτε τους χυμούς του
και μύριζε η γαστέρα του κανέλλα και θυμάρι
μες το φουστάνι το καλό με τους ανθούς του κάμπου
μαύρο πυκνό και ωραίο μαλλί να κρύβει τον γιακά του
και δυο χειλάκια κάτασπρα που στανικά σφαλίσαν
που δε φωνάζουνε ορμηνιές, ουδέ θε ν’ απαιτούνε
το κακουλέ και το κρασί, το ρύζι και το λάδι
γοργός να πάει στην αγορά, γοργός και να γυρίσει
μα πριν απ’ όλα ήσυχος να δώσει τα φιλιά του
ενέχυρα αγάπης σαν ζητεί της νύχτας υποσχέσεις

Τίποτε δεν του απόμεινε παρά πικρό τραγούδι
με τις παλάμες τυλιχτές μπρος στο φτηνό το ξύλο,

Είναι η καρδιά μου ποταμός, με δάκρυα καμωμένη
που δεν σε αντέχει μέσα εκεί μονάχη να κοιμάσαι
χωρίς τη ζέστα του φιλιού, χωρίς την αγκαλιά μου
να αλλάζει η γης τον άνεμο, τη ζέστη με το κρύο
και τούτο το φουστάνι σου είναι για καλοκαίρι
θα μου κρυώσεις, μάτια μου, θα τρέμει και το χείλι
που μου ορμήνευε ταχιά να φέρω τα καλούδια
τα δάχτυλα σου να βουτάς μες τα φιλέματά σου
να με ταΐζεις δυνατός να γίνομαι για σένα
ενέχυρα αγάπης να τηρώ της νύχτας υποσχέσεις»

ΙV
Κι έφυγεν η ψυχούλα της και επέταξε στ’ ουράνια
αγαπημένη του άντρα της του χιλιοπροκομένου
που άκουγε τις ορμήνιες της και όλες τις απαιτήσεις
ένας αόρατος θεός που εγέννησε μονάχη
μη τύχει και παραδοθεί ακάτεχη στην αγάπη
πως τάχα οι νύχτες γιόμιζαν έρωτα και αγκάλη
και πως δεν ντύθηκε πικρή με νυφικό στο ξόδι

Θ.



Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Ο θάνατος του πατέρα



Σκαρφάλωσε τη ζωή σου
από τον θάνατο στην ελευθερία,
αυτά κάποτε έλεγες και τώρα
φρίττεις στο σιδερένιο κρεβάτι
που έγινε η ανέλιξη φωτιά
ελαφρύτερη από τον αέρα
και σου ‘καψε τα σύννεφα τον ήλιο και τη βροχή,
σου ‘καψε τα τσίνορα ένα απομεσήμερο
με τους μαύρους αγγέλους να πιάνουν δουλειά
και τα ποτάμια των ματιών σου να ρέουν κόκκινα
να στάζουν μέχρι το στήθος και τις άκρες
των δαχτύλων σου
που γράπωσαν τη τσόχινη κουβέρτα,
μα απέτυχαν και γλίστρησαν στο χώμα
τρεις φτυαριές και λίγο λάδι,
τελεσίδικα.
Μα μαθαίνω πως είσαι πανταχού
καλός στα λόγια
έχεις πνοή και υπερδύναμη
που έκανες τους αγγέλους γιους,
τον θάνατο εντέλει ελευθερία.

Θ.


Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Τεκίλα Σανράιζ




Τρέχει πάνω στο βότσαλο
το πέλμα γυμνό
σκληραγωγείται με τεκίλα
κάτω από φεγγαρόφωτα
Βουτάει στη θάλασσα
πατάει τον αχινό
και τινάζει το γέλιο απ’ το κορμί μου
που χαρίζεται άνευ όρων
στον ξεχασμένο ζεν πρεμιέ
Σταυρώνει την τύχη του
με το άλλο
για να ξεκουραστεί το δειλινό
κουλουριάζει και μαζεύει
ζητά ένα κόκκινο παρεό
να κρυφτεί από τον
θαλασσινό κόρο

Το καλοκαίρι μια
ανάμνηση θαμμένη
στο υπόγειο του σπιτιού που μεγάλωσα
Ξέθαψα ένα-ένα τα μεγάλα όνειρα
μαζί και το όνομά σου

Θ.




Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Ο ελεύθερος χρόνος



Ο ελεύθερος χρόνος

Κάποιος ξεπουπουλιάζει
ένα ζωντανό περιστέρι
στον ελεύθερο χρόνο του
Το χαϊδεύει με τρυφερότητα,
καταλαγιάζει τον πόνο του
κι ύστερα
φτύνει μέσα στα μάτια του
με σάλιο καυτερό
και με βελόνες διαφεντεύει την όρασή του
Τέλος,
τσακίζει τα φτερά του, αυτός
που δεν έχει τίποτε να χάσει την αυγή
από δίψα και πείνα
ένας αυτός
και άλλοι μαζί
-η μαμά, ο μπαμπάς, ο δάσκαλος,
η γιαγιά και ο παππούς, ο έρωτας και ο φθόνος,
η πέτρα, η βροχή,
μα πάνω απ’ όλα η ξέρα που χτυπιέται
από ανέμους και θαλασσινά μελτέμια,
από υψωμένα λάβαρα και φρέσκο αίμα

Θ.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Αυτοσχέδια



Ι
Ο ουρανός και η κόλαση
Ανέκαθεν συναπαντούσαν
Τα κέφια τους
Για λύσεις δραστικές
Πάνω στους ορίζοντες
Που κοιτάζαμε παιδιά
Γυρεύοντας τη στεριανή λωρίδα
Αντίθετα
Εκεί μια μέρα θα τελειώσει
Ο μόχθος μας
Και άλλος θα γεννηθεί
Βαρύτερος
Σαν βράχος στις πλάτες μας
Γιατί ασώματοι
Ψυχές αδύναμες
Το βάρος του θανάτου
Δεν μπορούμε να το κουβαλάμε
Όσο θυμόμαστε ακόμη
Της ανάσας την ανάλαφρη σημασία

ΙΙ
Καθόλου δεν με απασχόλησε
Ο θάνατος ποτέ
Καλύτερα να φύγω πρώτη
Και από την πέτρα που κλωτσάω στο δρόμο τώρα δα
Να κάνω γκελ
Μέσα σε μαύρη τρύπα
Να σκορπίσω ύλη σαν την σκόνη που τινάζει η μάνα μου από την παρκετέζα
Να μη δω άλλους ήλιους
Και άλλα φεγγάρια να γυροφέρνουν το διάβα μου
Να μην ακούσω της φύσης το μι
Του Μονκ τη τζαζ να με φλερτάρει σε ένα άδειο μπαρ
Να μη δοθώ στον άντρα
Ποτέ ξανά
Να μη γλεντήσει το σώμα μου τα αισθητήριά του
Και όλα αυτά αλήθεια να μην είναι
Να μην μαυρίσουν την ψυχή σαν παραδώσω
Και να ‘ναι απλώς μια άσκηση υπαρξιακή
Μία άρνηση θλιμμένης φαντασίας

ΙΙΙ
Σε άβατους τόπους γεννήθηκα να ζω
Και ας είναι το σθένος μια λέξη σαρκική
Καθόλου δε με απασχόλησε ο θάνατος ποτέ
Στην άλλη μου ζωή
Εκεί που σμίγουν ο ουρανός με την κόλαση
Πάνω στης άπνοιας
Την πιο βαρύνουσα σημασία

Θ.



Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Δικαίωση


Στην Τόνια Τσαρούχα


Τα φρύδια Σου τα κάνεις τοξωτά
όταν το βλέμμα Σου διψά
για άλλα βλέμματα
και πίστεις δηλωμένες στο χαρτί με τη δραχμή.
Η μαραμένη Σου Μήδεια
ξεχύθηκε στα χέρια μου
φράση-φράση,
και βρήκες πράγματι τη δύναμη
όμοια να πονώ.
Και μια το ναι, μια το όχι
αντηχεί στη σμίλη Σου
όταν χαράζεις το στήθος μου σφριγηλό
για να το ορέγεσαι τις νύχτες.
Την ίδια θέρμη φύτεψες στο νου μου,
την αντρική -μα όχι αντρίκεια- μπερμπαντισιά,
βαφτίζοντας τον έρωτα αμαρτία.
Και μ’ έβαζες να γυροφέρνω την πιο χυδαία μοιχεία
στο νησί και στην πόλη
που ξεσήκωσες από εγκυκλοπαίδεια της σειράς.
Μα την πιο μεγάλη αμαρτία
τη χάραξες με μελάνι
σκοτώνοντας ασθενικό παιδί.
Τη ζωή της έβαλες στο ζύγι, άθλιε,
δίπλα με την εκπλήρωση
και με πέταξες στον λάκκο με τις ειρωνείες.

Θ.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Ιστορίες του ταμείου (Ο Βασίλης)



Όταν δούλευα σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος, ζούσα επί δέκα ώρες πίσω από διπλό τζάμι και πόρτα ασφαλείας. Οκτώ ώρες η εργασία, μισή ώρα το μέτρημα προετοιμασίας, μιάμιση ώρα το μέτρημα πιθανού ελλείμματος. Οι πελάτες μου ήταν αυτοί που περιφέρονταν σε μία άλλη υποπραγματικότητα, πίσω από το Εθνικό Θέατρο, απέναντι από Τα Κόκκινα Γαρύφαλλα.

Σήμερα θα σας πω την ιστορία του Βασίλη που βαρούσε ενέσεις στις γάμπες:

Ο Βασίλης ήταν πλούσιος. Δεν ήξερε τι είχε. Κυριολεκτικά δεν ήξερε, γιατί ήταν μονίμως μαστουρωμένος και ξεχνούσε τι φορούσε εκείνη τη στιγμή που σου μιλούσε. Δεν ήταν μόνος. Ήταν ο Βασίλης και η Μάρθα. Αδέρφια, εκείνη μεγαλύτερη. Έρχονταν πάντα πρωί πρωί. Η Μάρθα με ένα μαλλί γαριασμένο κοκκινωπό, το ίδιο ζακάρ πουλόβερ σε αποχρώσεις το κόκκινου και μαύρου, ένα τζιν παντελόνι δυο νούμερα πάνω και ένα τζάκετ ριχτό, γκρενά, άλλα δυο νούμερα πάνω.
Ο Βασίλης χάλι μαύρο. Η μαστούρα φαινόταν από χιλιόμετρο. Είχε και αυτός μόνιμη περιβολή, καρό πουκάμισο του αμερικανικού νότου, μπουφάν σκισμένο σε τρία σημεία (μανίκι, μανίκι, τσέπη) και τζιν παντελόνι με το ένα μπατζάκι μονίμως σηκωμένο για τη φλέβα. Στο ανταλλακτήριο ερχόταν με μια σακούλα ψιλά και του τα έκανα χοντρά. Μεγάλα ποσά, εκατό, διακόσιες χιλιάδες.

Μια μέρα τον ρώτησα:
-Ρε Βασίλη, πού τα βρίσκεις τόσα λεφτά;
-Επαιτεία και τσιμπούκια.
-Τι εννοείς;
-Με την επαιτεία ψιλά πράγματα. Με τα τσιμπούκια βγάζω τα χοντρά, και ένα χιλιάρικο…

Ένα πρωί, σαν όλα τα άλλα, ο Βασίλης ήταν μόνος και πιο χάλια από ποτέ. Μιλούσε και του τρέχανε πηχτά σάλια από το στόμα, δεξιά και αριστερά, υπερχείλιζε χολή και ό,τι υγρό είχε μέσα του. Τα μάτια του με κοιτούσαν, αλλά ήταν θολά σαν του τυφλού. Δεν τα ανοιγόκλεινε σχεδόν καθόλου και έτρεμε ολόκληρος.

-Βασίλη είσαι καλά; Να καλέσω ένα ασθενοφόρο;
-Όχι! Καλά είμαι, δεν έχω βαρέσει ακόμη γι’ αυτό. Κάτσε λίγο να το λύσουμε αυτό.
-Τι να λύσουμε;
Σκύβει αυτός, δεν τον βλέπω καλά, Σηκώνομαι από τον γκισέ, Κολλάω το κεφάλι μου στο τζάμι. Ο Βασίλης ξαπλώνει μπροστά στην πόρτα ασφαλείας.
-Βασίλη, φωνάζω. Όχι βρε Βασίλη!

Πέφτει κάτω, βγάζει την ένεση και δίνει μια στο πόδι, πόνεσε η καρδιά μου. Μετά λιποθύμησε. Άρχισα να χτυπάω το τζάμι, δυνατά, να βγω έξω δεν μπορούσα. Ο Ποιητής περνά τρέχοντας τον δρόμο και σκύβει πάνω του απλώνοντας το χέρι να πιάσει σφυγμό.

-Καλώ ασθενοφόρο! φώναξα, και έκλαιγα ήδη με λυγμούς.

Πέρασαν σαράντα πέντε λεπτά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, αναρωτιόμασταν με τον Ποιητή και άλλους περίεργους περαστικούς αν ζει ο Βασίλης ή δε ζει με αμλετικούς συνειρμούς της αμηχανίας και με τον παλμό του να αχνοακούγεται, ή μήπως δεν ήτανε δικός του και τα είχε χαμένα; Εγώ μέσα στο λαγούμι, δεν μπορούσα να βγω έξω. Είχα γεμίσει την πόρτα ασφαλείας με δάκρυα και μύξες, με δαχτυλιές και αίμα, γιατί άνοιξε η μύτη μου και μέσα στον πανικό πήρα το ρολάκι από την ταμειακή μηχανή και προσπαθούσα με το χαρτί να κάνω το αίμα να σταματήσει. Πάτησα κατά λάθος και δυο φορές το esc και έχασα και μία αίτηση εκχώρησης παρωχημένου χρήματος που κανείς δεν το ήθελε, κανείς δεν το χρειαζόταν, και όλα γι’ αυτό το κωλόχαρτο από υδατογράφημα και νεκρές κεφαλές γίνονταν, γι’ αυτό το άψυχο πράγμα πέθαινε ο Βασίλης μπροστά στην πόρτα μου, και τίποτε δεν μπορούσα να κάνω εγώ, παρά να πάρω επειγόντως ένα losec που είχε γίνει το στομάχι μου σαμπρέλα έκτου μήνα.

Ο Βασίλης σώθηκε. Μια ένεση ήταν αρκετή για να τον συνεφέρει. Η Μάρθα είχε καταφθάσει εντωμεταξύ -δεν ξέρω πώς- και μπήκε μαζί του στο ασθενοφόρο λέγοντας συνέχεια:

-Μαλάκας είσαι, ρε Βασίλη, μαλάκας!

Από την άλλη, εκείνη τη μέρα έκανα το πρώτο και το τελευταίο μου έλλειμμα, αγόρασα φράγκα και τα πέρασα για μάρκα. Ο Φρασνουά που είχε έλθει και την προηγούμενη μέρα, αλλά θα έφευγε την επόμενη για τη Νάντη, έφυγε όλος χαρά και δεν καταλάβαινα γιατί. Εν τέλει, δούλεψα δύο εβδομάδες απλήρωτη για να το ξοφλήσω.

Θ.


Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

Φίλιος Λόγος



Στον Ρογήρο Δέξτερ


Είναι κάτι άνθρωποι που είναι για σένα.
Τυλιγμένοι με ένα πέπλο σιωπής
Αφουγκράζονται το είναι και το πρέπει σου
Με μιαν υπομονή μυθική
-στάσου, όχι. Δε θα σου το πω με μύθο
μα με την αλήθεια μου-
Με μιαν υπομονή σαν αυτή του αόρατου φίλου
Που έπλασες μικρός
Μια νύχτα όλο μοναξιά και ησυχία
Στρέφοντας το παιχνίδι πάνω στο τραπέζι
Να παίξει στη σειρά του.
Έτσι και εκείνοι
Σαν είναι η προέκταση του χεριού σου,
Του μυαλού σου, της πικρής στιγμής
Και της αμέριστης χαράς σου
Ροβολούν ένα ζευγάρι ζάρια
Κινώντας το πιόνι τους
Νικητές και ηττημένοι,
Με δικαιοσύνη, 
Γιατί έχει κάποια σημασία.
Και όταν τα βράδια είναι πιο ήσυχα από ποτέ
Στήνουν μαζί σου καβγάδες
Για το ποίημα, τη μουσική,
Για την αγάπη και για το τίποτα.
Μα ομολογείς κατάβαθα τη μόνη
Αληθινή σου ανάγκη,
Μαζί τους να φιλιώσεις με μια παρτίδα
Στοιχηματίζοντας στη μεγαλύτερη ζαριά
Να γεράσεις μαζί τους
Παίζοντας ίσως πινάκλ και μπριτζ
Σε έναν εκνευριστικά λευκό οίκο ευγηρίας.

Θ.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Το ξημέρωμα της θλίψης



Σε έναν άλλο κόσμο ζω τις αλήθειες μου εγώ
Με το φως των αστεριών να προσγειώνεται στα χέρια μου
Που αγγίζουν τα δικά σου
Φτερά κάτω από το δέρμα μου
Μουρμουρίζουν αισθήσεις
Που δεν τις ξανάνιωσα εδώ
Ρίγος και φωτιά τα εναπόθεσα στα χέρια σου
Κι ύστερα με αυτά τα έδεσα να μη φύγεις
Μη χαθείς στο άγραφο και στο ποτέ
Για σένα ταξιδεύω στο σύμπαν με ωτοστόπ
Τις νύχτες που η ζωή μου στάζει ποταμούς υποθέσεων
Ποταμούς ανήμπορων ιστοριών
Πως σε κερδίζω στο αιώνιο
Μα ο ήλιος ξεπλένει τη γεύση σου
Και θεριεύει τις ανόητες αισθήσεις μου
Ώσπου σε καταπίνει το ζηλόφθονο παρόν μου
Στον κόσμο που με γέννησε
Για να αφανίσει την επιθυμία μου


Θ.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Άνοιξη





Σήμερα στις 10 το πρωί έπεσα νεκρή από πήλινη γλάστρα με αλεξανδρινό, απόκτημα των τελευταίων Χριστουγέννων εικάζω, από μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας στην οδό Ναυπλίου, αριθμός 84. Το αλεξανδρινό ή χριστολούλουδο είναι ένα ανθεκτικό φυτό κατ’ ορισμένες περιπτώσεις, εν γένει χάνει το πολύ το φύλλωμα και μένει με τα χρωματιστά του πέταλα -ολίγον ξεθωριασμένα βέβαια- μπορεί και για τέσσερις, και για οκτώ, για δεκαέξι μήνες. Την ώρα που με χτύπησε δεν κατάλαβα τι με χτύπησε. Αλλά όπως έπεσα στο πεζοδρόμιο, ακριβώς απέναντι από το παλιό χασάπικο του Παναγιώτη, παρόλο που οι κόρες μου στριφογύρισαν από τη ζαλάδα, κατάφεραν να εστιάσουν στη σπασμένη γλάστρα και στο φυτό της γέννησης του Θεανθρώπου. Αμέσως αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για το λουλούδι της Βηθλεέμ, ενώ κατάλαβα ότι η νοικοκυρά που το αγόρασε έκανε και μεταφύτευση ακριβώς με την προσδοκία να φροντίσει να επιζήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Και τα είχε καταφέρει. Ήταν δροσερό, πρασινωπό, τα πέταλα ήταν και μοβ και ελάχιστα κόκκινα. Ευτυχώς δεν έσταξα πολύ αίμα και οι πτώσεις μας κατέληξαν να μας απομακρύνουν ένα ή δύο μέτρα, επομένως δεν μπορώ να πω ότι στραπατσαρίστηκε και πολύ το χριστολούλουδο. Αν κάποιος περνούσε να το πάρει και έκανε μία νέα μεταφύτευση θα το έσωζε, το δίχως άλλο.
Εμένα πάλι καμία μεταφύτευση δε θα μπορούσε να με σώσει. Το ένιωθα πως αυτή δεν ήταν μια απλή ζαλάδα, ότι δηλαδή θα με πάρει ταχέως το ασθενοφόρο, να με εναποθέσει στους ικανούς γιατρούς να σωθώ αποφασίζοντας κατόπιν να πάρω τη ζωή στα χέρια μου λόγω του παρολίγον θανάτου μου. Και τη στιγμή που αποδεχόμουν ότι θα τελειώσω άδοξα που μου ‘ρθε ένας Χριστός στο κεφάλι, ρομφαία προ κρίσης, να με διατάζει εξ αριστερών να κάτσω πριν από τα γεννοφάσκια του θανάτου μου, με θυμήθηκα παιδάκι οκτώ χρονώ, πάλι άνοιξη ήτανε. Είχα ανέβει, λέει, στο ποδήλατο του μεγάλου μου ξαδέρφου, στο χωριό. Και αποφάσισα να το οδηγήσω παρόλο που ήταν μεγάλο και φοβόμουν. Κατευθύνθηκα στο κοτέτσι, δυο μεγάλοι χωματόδρομοι απόσταση, κακοτράχαλοι με χόρτα στη μέση και πέτρες. Στα μισά πέρασα το σπίτι του τρελού, του Λιά του Κοτσαδάμη του κοντού. Με χαιρέτησε με μία πορνοφυλλάδα στο χέρι και με το ξεδοντιάρικο χαμόγελό του φωνάζοντας κάτι ακαταλαβίστικα, ενόσω έτρωγα μυγάκια, αφού είχα πιάσει ταχύτητα καλή.
……………………………………………….
Πάνω στη σκηνή στο φτηνιάρικο θέατρο του δήμου, τοποθετήσαμε τα όργανα, τα αναλόγια και τις παρτιτούρες. Είχα πολύ άγχος. Πάντα είχα άγχος. Έβηχα να καθαρίσω τη φωνή μου, κούρδιζα με ιδρωμένες παλάμες. Εκείνος ανέβηκε στη σκηνή τελευταίος. Δύο πουλάκια ερωτοτροπούσαν στο περβάζι του παραθύρου στο πλάι της αίθουσας. Ευχήθηκα να ήμασταν αυτά. Από κάτω είκοσι, ίσως τριάντα άνθρωποι.
……………………………………………….
Ο μπαμπάς με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του -πώς θα αντέξει το χαμό;. Με κρατούσε σφιχτά και με καθησύχαζε πως η μαμά θα έρθει σύντομα. Και ήρθε. Και μετά ήμουν πολύ χαρούμενη και προκειμένου να αφήσουμε πίσω μας μια κακή μέρα, ο μπαμπάς μου υποσχέθηκε να πάμε το βράδυ σινεμά. Και είδαμε το Άλιεν η Επιστροφή. Δεν κοιμήθηκα για δεκατέσσερις μέρες.
……………………………………………….
Ο άντρας με γύρισε ανάποδα. Του ζήτησα έρωτα με αγάπη, και φιλιά, και μάτια. Με είχε πιάσει η άνοιξη. Δεν μου έδωσε σημασία. Χάιδευε εκστασιασμένος τα γυμνά μου οπίσθια. Κρατούσε τη μέση μου και τη βόλευε όπως εκείνος ήθελε, περπατούσε βαριανασαίνοντας στο σώμα μου, πάνω και κάτω, αναποφάσιστος πώς να μπει. Τελείωσα με την ανάσα του στη ραχοκοκαλιά μου. Έτσι πιάσαμε τη Ρήνη.
……………………………………………….
Καταρρακτώδης βροχή στον έξω κόσμο. Με οργή φεύγει ο Μάρτης. Έτσι έλεγαν οι γιατροί. Δεν ακούγαμε τίποτε μέσα στο λαγούμι. Το δεξί χέρι κρεμόταν σαν χέρι φασουλή, το αριστερό δεμένο και ο ορός συνδεδεμένος. Ένα πλαστικό μαραφέτι μετρούσε τους παλμούς. Τα μάτια μου ανοιχτά τέρμα, πονούσαν σχεδόν, αλλά δεν έδινα σημασία. Δεν ένιωθα τίποτα. Και μου τραβούσαν την κοιλιά και δεν ένιωθα. Ξαφνικά μέσα σε πέντε εκατοστά βολέψανε όπως όπως το μωρό, ανάμεσα στο πρόσωπό μου και στο παραβάν. Το μωρό μου έκλαιγε πολύ, χέρια δεν είχα να το αγκαλιάσω. Μόνο κοιτούσα. Και δεν μπορούσα να αγκαλιάσω το μωρό μου. Δεν μπορούσα.

______________________________________________________

Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Άθλια διαδικασία. Το πτώμα μου το μαζεύει ένα αργοπορημένο ασθενοφόρο. Μετά από δύο μέρες με κηδεύουν. Το αλεξανδρινό το ποδοπατάει ο άντρας, το ξεσκίζει, το βρίζει, το κλαίει. Για πέντε χρόνια δε στολίζει δέντρο στο σπίτι μας, αν και η μικρή το ζητά. Τον έκτο χρόνο ο άντρας ερωτεύεται τη Μαρία Χ. Μαθαίνω πως της κάνει έρωτα με αγάπη, και φιλιά, και μάτια. Και ζηλεύω πολύ.


Θ.

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Ιστορίες του ταμείου (η άφραγκη Γαλλίδα)



Όταν δούλευα σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος, ζούσα επί δέκα ώρες πίσω από διπλό τζάμι και πόρτα ασφαλείας. Οκτώ ώρες η εργασία, μισή ώρα το μέτρημα προετοιμασίας, μιάμιση ώρα το μέτρημα πιθανού ελλείμματος. Οι πελάτες μου ήταν αυτοί που περιφέρονταν σε μία άλλη υποπραγματικότητα, πίσω από το Εθνικό Θέατρο, απέναντι από Τα Κόκκινα Γαρύφαλλα.

Σήμερα θα σας πω την ιστορία της Γαλλίδας που ξέμεινε από λεφτά:
-          -Παρλέ βου φρανσέ;
-         -Νο, ινγκλις πλιζ.
-          -Άι…γοντ του ρισίβ μάνει φρομ μάμα.
-          -Αααα! Γουέστερν Γιούνιον!
-          -Ουί!
-          -Γκιβ μι γιορ κόουντ νάμπερ πλιζ.
-          -ΟK, χάου ματς ις ιτ!
-          -ιτ ις 120 γιούρος.
-          -Μεγντ! ΜΕΓΝΤ! ΜΕΓΝΤ!
-          -Γοτ, καλέ;
-          -Τσεκ ιτ εγκέν πλιζ!
-          -120 γιούρος!
-          -Φακ, Μεγντ! ΜΕΓΝΤ!

Βγάζει αριστερή ελβιέλα, πράσινη με μαύρες λεπτομέρειες, την πετάει στο τζάμι.
-          -Ντου γιου γοντ γιορ μάνει;;;
-          -Ουί, ΜΕΓΝΤ!

Της εγκρίνω 120 γιούρος, ρολάρω την καρτέλα της, είχε και μήνυμα από τη μάμα:
-          -Γιου χαβ ε μεσατζ!φρομ μάμα!
-          -ράιτ ντάουν πλιζ!
Το σημειώνω και το κολλάω στο τζάμι:
-          -Φακ! Φακ! ΜΕΓΝΤ!!
Βγάζει και τη δεξιά ελβιέλα, την πετάει στο τζάμι, βρίζει γαλλικά, δεν καταλαβαίνω τον Χριστό μου, ξέρω ότι βρίζει και εμένα. Μαζεύει τα παπούτσια, τα φοράει, βάζει τα λεφτά στη τσέπη του παντελονιού της, φτύνει το διπλό τζάμι, μου βγάζει τη γλώσσα, γλύφει το τζάμι, φεύγει.


*Μήνυμα της μάμα: Je ne vous enverrai plus d'argent! tu te debrouille toi meme!

Θ.