Ανεβοκατεβαίνει στο
στέρνο μου η Νέδα,
στ’ αυτιά μου κόλλησε
το σι μπεμόλ
μα ας όψεται το
καταραμένο μυθικό της βλέμμα
που με πέτρωσε κάπου
στην επιθεώρηση
και η πίστη μου
μούδιασε
στα βρώμικα νερά των
ποταμών
που έγραψες μες το
ανένταχτό σου.
Κάθε λέξη άλλος
προορισμός,
κάθε στίχος ένας
χτύπος ακανόνιστος.
Αρρυθμία.
Καμία θάλασσα δε θα
με σώσει,
κανένας ήλιος δε θα
κλείσει σε φωτοσταλίδες
τη σκέψη σου μπροστά
στα μισάνοιχτα μάτια μου.
Εσύ μοιάζεις του
φθινοπώρου και της βροχής.
Σε κρύβω κάτω από τα
σκεπάσματα
με φως τις οξυμένες
μου αισθήσεις,
αρρωσταίνω και με
γιατρεύεις.
Θ.