Στο κενό φύλλο που από λάθος προσπέρασα
άφησαν ίχνη
οι θλίψεις της κυριακάτικης νύχτας,
της τύχης μου που μίσεψε
σε μέρη άγνωρα.
Ίσως να τα είδα κάποτε στα παιδικά μου όνειρα
μα τώρα πια δε τα θυμούμαι.
Είναι λύπη καθαρή
η άδεια μνήμη,
είναι μάταιος ουραγός της γενναίας εκδοχής μου.
Κι αυτή ακόμη, κουλουριάζει
και μαζεύει τα γόνατα στα χέρια,
έμβρυο μέσα σε παγωμένη μήτρα,
την ώρα του ύπνου,
την ώρα της αναζήτησης του ίδιου ονείρου,
με την αμέλεια αδιάλειπτα
που διαφεντεύει το θυμικό,
να με καλύψει ένα αόρατο χέρι με βαριά τσόχινη κουβέρτα,
να ζεσταθώ παιδί δέκα χρονώ,
να κοιμηθώ μέχρι το γιόμα
και να ξυπνήσω στη χώρα με τα παραμύθια.
Θ.
να προσέχεις
ΑπάντησηΔιαγραφή;
Διαγραφή