Apertura.
Λεωφορείο της γραμμής,
ώρα 8.00 π.μ.,
Αρμονία.
Το μπουλούκι κινείται άναρχα
στη μπροστινή είσοδο.
Τα πόδια αιωρούνται,
ακόμη και η απείθεια για καλημέρα αιωρείται,
στα βλέμματα, στις σκέψεις.
Στάση Κίκιζα,
ο τρελός της γειτονιάς,
βγάζω τα ακουστικά,
μιλά χωρίς να κοιτά,
μια ιδέα αθέατου κόσμου
πως όλοι εμείς οι γνωστικοί
απαρνηθήκαμε την παράνοια
από φόβο και αποκοτιά,
πως εκείνος την καλωσόρισε,
τη φιλοξενεί,
στο σαλόνι, στο κρεβάτι,
στο μπάνιο και στο παγκάκι.
Μα τούτη η συμφιλίωση είναι είτε μακροζωία
είτε αθανασία είτε απύθμενη ακατάπαυστη ευτυχία.
"Δεν ξέρω πως να τον ευχαριστήσω,
(βλέμμα στην έξοδο κινδύνου),
γιατί αγόρασα αυτό το χτενάκι
(βγάζει από τη μισοσκισμένη τσέπη ροζ φούξια παιδικό),
και με αυτό τραβάς κουπί πολλές ώρες
(χτενίζεται),
κι αν είσαι λίγο τυχερός
θα συναντήσεις λογιών λογιών ανθρώπους,
όλους να τους πάρεις από το χέρι,
και εγώ στο φεγγαρόφωτο έκανα μπάνιο,
με το μυστικό μου φράκο,
βρωμιάρηδες, σιχάματα, τι με κοιτάτε μωρέ;
Σκατά! (Φωνάζει),
ξέχασα το όπλο μου,
δε θα πολεμήσω με το φράκο,
όχι σήμερα.
ΣΣΣΣΣΣ! (Δυνατά)
(Βλέμμα στο βλέμμα μου, ψιθυρίζει),
είναι ο Μουσολίνι πίσω σου,
και οι τοίχοι έχουν αυτιά".
(Χτενίζεται).
Στάση Μεταξουργείο.
Φορώ τα ακουστικά.
Amor.
Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου