Το δάκρυ πάγωσε πάνω στο μάγουλο,
σαν να βρήκε εμπόδιο
πάνω στην απαρχή της λήθης.
Ένα κουτί εγγλέζικο,
τριάντα επί σαράντα
γέμισε την καρδιά σου με έναν εξαίσιο παλιμπαιδισμό,
παρακαταθήκη του ρόλου που σου απέδωσε
κατά συνθήκη το πατρικό σου σπίτι.
Σε αυτόν ανατρέχεις
όταν οι λύπες ξεχειλίζουν
στα ποτάμια της όασης
και δε σε αφήνουν να ξεδιψάσεις.
Σε αυτόν ανατρέχεις όταν οι ερωτογενείς
ζώνες θωπεύουν επιτακτικά
τις δυνατότητες των αντικειμένων.
Σε αυτόν ανατρέχεις, όταν
ερωτεύεσαι για πρώτη φορά
ξανά και ξανά
τη γυναίκα που σε βούτηξε στα
παγωμένα νερά της Πτυχίας.
Σε αυτόν ανατρέχεις όταν
τα μάτια των παιδιών σε κοιτάζουν
περιμένοντας ευτελή ανταλλάγματα
για το φιλί τους,
ένα ζαχαρωτό σε ροζ ή μπλε περιτύλιγμα,
λίγο μαλλί της γριάς, σοκολάτα.
Όταν η ματιά σου εγκλωβίζεται και πάλι
στον πτυσσόμενο καθρέπτη,
η απώλεια κλωθογυρίζει στη σκέψη σου,
αυτά που έγιναν,
αυτά που θα ήθελες να γίνουν.
Μια μέρα όμως ο χρόνος σταματά
να κυλά στανικά στην αυλή σου.
Μαζεύεις τα πεσμένα πέταλα
των ρόδων του φθινοπώρου,
ένα προς ένα,
τα φωλιάζεις στις χούφτες σου,
τα ελευθερώνεις
από το ροζ ή μπλε τους περιτύλιγμα,
τρως ένα ζαχαρωτό και γλυκαίνεσαι.
Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου