Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Στο διάολο και η φιλοσοφία


Πάνω στον άξονα  βαδίζω
δοκιμάζοντας τις αμέτρητες επιλογές μου.
Με τους μικροπωλητές που συναντώ παζαρεύω
υφάσματα, κασμίρια, μεταξωτές κλωστές και χρυσοποίκιλτα ιμάτια.
Δεν τα περιφρονώ, τα ορέγομαι καθώς σφυροκοπούν
την περιφερική μου όραση.
Το δίκιο με φθονεί, το άδικο με συγχωράει.
Το πρώτο μια κουκίδα χαμένη στο άπειρο,
το δεύτερο διασκορπίζει τη ψυχή μου εδώ κι εκεί.
Και έτσι είναι στ’ αλήθεια εδώ η ζωή,
άλλοτε πολύ, άλλοτε περισσότερο,
άλλοτε λίγο και άλλοτε λιγότερο.
Μια φορά από τύχη καθαρή
πάτησα γερά το σημείο,
με τα καινούργια μου σπορτέξ.
Και το ΄νιωσα τόσο που μου βγήκε φωνή 140 dB·

ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΝΗΚΟΥΣΤΟ ΠΕΡΑΣ
ΔΙΥΛΙΣΑ ΤΗΝ ΑΦΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΜΟΥ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΠΟΥ  -ΣΟΥ ΕΙΠΑ-  ΜΕ ΦΘΟΝΕΙ,
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ,
ΤΟ ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝ,
Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΜΟΥ ΤΕΛΜΑ.

Στο διάολο και η φιλοσοφία.

Θ.



Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Μαρία


Κρατώ μέσα στα χέρια μου τ' αδύνατο σου πρόσωπο
μια σελίδα ζωγραφιά των Γραφών,
τα μάτια που με κοιτούν
τώρα δα
που κάνω την πιο πολύτιμη σκέψη μου για σένα·
το κούτσουρο σιγοκαίει μισό,
τα χείλη σου ίσα που ανοιγοκλείνουν,
μια μουσική πρελούδιο ντροπής ακολουθεί τα δάχτυλά σου
που σφίγγουν με ανάσες την ψυχή μου.
Θεριεύει η νύχτα την ανάγκη,
ζηλεύει η εκπλήρωση την αγάπη
και εγώ στη μέση ομολογώ
πως μοιάζεις σαν θεός που διαφεντεύει το σύμπαν μου.
………………..
Ένα προς ένα τα σημάδια σου
χαράχτηκαν στον πόθο μου ανεξίτηλα,
κι είσαι ολότελα δικός μου.
Είσαι το σπίτι που ανοίγω το καλοκαίρι για διακοπές,
το λουλούδι ανάμεσα στα στήθη μου,
ο δρόμος που διαλέγω μονότονα να περπατώ,
είσαι το σύμπαν με τα μικρά αστεράκια τη μέρα που θα πεθάνω,
ο ήλιος που με τύφλωσε σε έκλειψη ολική.
Είσαι η αρχή το τέλος και το αιώνιο,
το κορμί που θα θάψουν με ευλάβεια πάνω από το δικό μου
γιατί πρώτο στη σειρά
δεν θ’ αντέξω να σε χάσω.

Θ.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Αυτοτύφλωση



Το γοργό βήμα στράφηκε προς τον λόφο.
Χαλίκια και χώμα
στα ημίγυμνα πόδια και ο χτύπος
στον ρυθμό που χάραξε
η μοίρα
μιας ανήθικης βακτηρίας·
επινόηση στο τρίστρατο της συνάντησης.
Ανηφορίζει καθημερινά,
σηκώνοντας τον άδειο αμφορέα
ένας δωρεάν αχθοφόρος
για τον θλιμμένο σκύλο που συχνάζει
στο πέτρινο θέατρο
των ξεπεσμένων ηθοποιών.
Κάποτε θα έρθουν
μουσικάντηδες από το νησί,
να τραγουδήσουν με τον ήχο της λύρας
αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν
και το σημάδι της ανήθικης βακτηρίας
θα τρυπήσει με οργή το χώμα,
θα χτυπήσει τους κάδους ανακύκλωσης,
θα ξεριζώσει τις ρίζες των αγκαθωτών θάμνων
θα στυλώσει τον χρόνο
πάνω στην άδικη τιμωρία
και δεν θα μπορεί καν να αναφωνήσει την ανάγκη της μάνας.
Αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν,
το γοργό βήμα που δεν σκοντάφτει ποτέ
κι ας είναι βυθισμένο στο σκοτάδι,
έστριψε στο παλιό ωδείο,
συνάντησε τον νεκρό κιθαριστή,
αντάλλαξαν καληνύχτες
και γύρισαν μέσα στη γη.
Ν’ αποκοιμηθούν ακάθαρτοι αυτοί για χάρη σου.

Θ.

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Στον Λεοπόλδο Μπλουμ



Στα μαύρα θρηνώ με όψη ωχρή.
Τα δάκρυα μετρά το παπαδαριό με ευχές
και λιβανίσματα,
σκαρφίζεται αποποίηση ευθυνών,
ό,τι έχω ευχαρίστηση
να δώσω
μόλις αποκάμω από το θρήνο και πετάξω
τον μαύρο μανδύα αποχωρώντας γυμνή
ανάμεσα στα μνήματα,
όπως με έφερε η μάνα μου στο φως.
Κάνει μια ζέστη αφόρητη
εδώ στα στενά μονοπάτια των σκουληκιάρηκων κρεβατιών τους,
και είναι έτσι όλο ζωντάνια η όψη του Λεοπόλδου
που αποποιείται ευθύνες άλλες
-σώμα αχόρταγο η αποθέωση της φύσης-
βλέπω στα μάτια του
το διάβα που συναντηθήκαμε,
πως η γύμνια καλύφθηκε από ένα λευκό τοπ
και μια φούστα κλος,
πως εκείνος μετρούσε τις πτυχώσεις λίγο πριν
τις φανταστεί να μπερδεύονται σηκωμένες
στον αέρα.

Θ.


Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Έχε το νου σου στο παιδί [Βόλτα στο πάρκο, μιαν Άνοιξη και κάτι]


Από το χέρι μου κρατώ το τρυφερό σου χέρι,
Άνοιξη σκορπά στο διάβα μας
και σου γεννά απορίες
…………………..
Πώς τρέχει γοργά το σύννεφο
και η στρατιά από κάμπιες,
πώς χάνεται ο ήλιος
πώς γυρνά
απ’ το ένα λεπτό στο άλλο
και πώς το λένε το δέντρο το ψηλό
που στέκει αγέρωχο στα δυτικά του κήπου.
……………………
Και μια κρυφή, βουβή και αλαφιασμένη σκέψη
που τυραννάει τη στιγμή που η φύση οργιάζει
πως ό,τι μένει λαχταρώ,
ν’ αγκιστρωθώ στον σπόρο της παπαρούνας
και στο γλυκό του κουταλιού που φίλεψε η γιαγιά μου,
φωλιάζει γύρω απ’ το ολόϊσιο θλιμμένο κυπαρίσσι
να μου χρωστάει την πνοή σε αιωνία μνήμη.

Μα για δες,
πόθος μου είναι να αφανιστώ
στο πιο σκληρό μου τέρμα,
που δεν ορίζεται ούτε απ’ το ελάχιστο κύτταρο
της εφήμερης ζωής μου,
πριν σε λυγίσει στην καρδιά
η ίδια κρυφή, βουβή και αλαφιασμένη σκέψη.
Και έτσι πορεύομαι
προσηνής στην αναπόδραστη μοίρα,
να ‘ναι μόνο καλά,
να σφίγγει και να χαιρετά
το τρυφερό σου χέρι.

Θ.