Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Ο ελεύθερος χρόνος



Ο ελεύθερος χρόνος

Κάποιος ξεπουπουλιάζει
ένα ζωντανό περιστέρι
στον ελεύθερο χρόνο του
Το χαϊδεύει με τρυφερότητα,
καταλαγιάζει τον πόνο του
κι ύστερα
φτύνει μέσα στα μάτια του
με σάλιο καυτερό
και με βελόνες διαφεντεύει την όρασή του
Τέλος,
τσακίζει τα φτερά του, αυτός
που δεν έχει τίποτε να χάσει την αυγή
από δίψα και πείνα
ένας αυτός
και άλλοι μαζί
-η μαμά, ο μπαμπάς, ο δάσκαλος,
η γιαγιά και ο παππούς, ο έρωτας και ο φθόνος,
η πέτρα, η βροχή,
μα πάνω απ’ όλα η ξέρα που χτυπιέται
από ανέμους και θαλασσινά μελτέμια,
από υψωμένα λάβαρα και φρέσκο αίμα

Θ.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Αυτοσχέδια



Ι
Ο ουρανός και η κόλαση
Ανέκαθεν συναπαντούσαν
Τα κέφια τους
Για λύσεις δραστικές
Πάνω στους ορίζοντες
Που κοιτάζαμε παιδιά
Γυρεύοντας τη στεριανή λωρίδα
Αντίθετα
Εκεί μια μέρα θα τελειώσει
Ο μόχθος μας
Και άλλος θα γεννηθεί
Βαρύτερος
Σαν βράχος στις πλάτες μας
Γιατί ασώματοι
Ψυχές αδύναμες
Το βάρος του θανάτου
Δεν μπορούμε να το κουβαλάμε
Όσο θυμόμαστε ακόμη
Της ανάσας την ανάλαφρη σημασία

ΙΙ
Καθόλου δεν με απασχόλησε
Ο θάνατος ποτέ
Καλύτερα να φύγω πρώτη
Και από την πέτρα που κλωτσάω στο δρόμο τώρα δα
Να κάνω γκελ
Μέσα σε μαύρη τρύπα
Να σκορπίσω ύλη σαν την σκόνη που τινάζει η μάνα μου από την παρκετέζα
Να μη δω άλλους ήλιους
Και άλλα φεγγάρια να γυροφέρνουν το διάβα μου
Να μην ακούσω της φύσης το μι
Του Μονκ τη τζαζ να με φλερτάρει σε ένα άδειο μπαρ
Να μη δοθώ στον άντρα
Ποτέ ξανά
Να μη γλεντήσει το σώμα μου τα αισθητήριά του
Και όλα αυτά αλήθεια να μην είναι
Να μην μαυρίσουν την ψυχή σαν παραδώσω
Και να ‘ναι απλώς μια άσκηση υπαρξιακή
Μία άρνηση θλιμμένης φαντασίας

ΙΙΙ
Σε άβατους τόπους γεννήθηκα να ζω
Και ας είναι το σθένος μια λέξη σαρκική
Καθόλου δε με απασχόλησε ο θάνατος ποτέ
Στην άλλη μου ζωή
Εκεί που σμίγουν ο ουρανός με την κόλαση
Πάνω στης άπνοιας
Την πιο βαρύνουσα σημασία

Θ.



Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Δικαίωση


Στην Τόνια Τσαρούχα


Τα φρύδια Σου τα κάνεις τοξωτά
όταν το βλέμμα Σου διψά
για άλλα βλέμματα
και πίστεις δηλωμένες στο χαρτί με τη δραχμή.
Η μαραμένη Σου Μήδεια
ξεχύθηκε στα χέρια μου
φράση-φράση,
και βρήκες πράγματι τη δύναμη
όμοια να πονώ.
Και μια το ναι, μια το όχι
αντηχεί στη σμίλη Σου
όταν χαράζεις το στήθος μου σφριγηλό
για να το ορέγεσαι τις νύχτες.
Την ίδια θέρμη φύτεψες στο νου μου,
την αντρική -μα όχι αντρίκεια- μπερμπαντισιά,
βαφτίζοντας τον έρωτα αμαρτία.
Και μ’ έβαζες να γυροφέρνω την πιο χυδαία μοιχεία
στο νησί και στην πόλη
που ξεσήκωσες από εγκυκλοπαίδεια της σειράς.
Μα την πιο μεγάλη αμαρτία
τη χάραξες με μελάνι
σκοτώνοντας ασθενικό παιδί.
Τη ζωή της έβαλες στο ζύγι, άθλιε,
δίπλα με την εκπλήρωση
και με πέταξες στον λάκκο με τις ειρωνείες.

Θ.