Γεθσημανή κουρασμένη
ξαποσταίνει στ’
απόνερα
μιας νεροποντής
Τα χέρια τυλίγουν
τους νοτισμένους
κορμούς
που ρίζωσαν στο χώμα
με τα όνειρα φωλιασμένα στα οστά
που σπάζουν και
πεθαίνουν
κλαυθμός και οδυρμός πολύς
και η μνήμη μια κλαίουσα μάνα
Ο πόνος καθίζει την
όψη του
πάνω στο πρόσωπο
στο μέτωπο και το
μάγουλο
το ένα καθαρό, το άλλο
φιλημένο
όπως εκείνου του
πλανόδιου Ιησού
που πουλούσε τον
εαυτό του
μαϊμού στο παζάρι
για ν’ αγοράζουν οι
παράλληλοι
κόσμοι εκδοχές
Γεθσημανή κουρασμένη
πατημένη από λόγχες
κρεβάτι που σκέπασε
τη συντροφιά από
σπορά,
λιοτρίβι και δάκρυ
πάντα θα φιλοξενεί
μια Βηθλεέμ και μια Κόλαση
την αρχή και το τέλος
του κόσμου
Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου