Πλήθος κοιτά τη γύρω
πραγματικότητα,
τα πρόσωπα σφηνωμένα
ανάμεσα στα κάγκελα
με τα χέρια να
κρατούν
και να αγγίζονται,
μέσα στον βόμβο του
σμήνους
στα βλέμματα των
περαστικών,
των περίεργων,
που κουκούλωσαν κάτω από όστρακο
τα πρόσωπα.
Τα άκρα της σιωπής τους
να ψαχουλεύουν τις τσέπες
περιμένοντας λύτρωση
από φύλακες
επικούρους.
Μα και στις ψυχές των φυλάκων η τόλμη
είναι φόβος γυμνός
που πάει μέχρι το
τέρμα
χωρίς όστρακα,
ομπρέλες,
μαύρα γυαλιά νυκτός
και ζώνες ασφαλείας.
Περιμένουν μετά
βεβαιότητος
το τέλος,
άοπλοι
σαν τις φωνές που
ερωτοτροπούν ασταμάτητα
στο μικρόφωνο.
Φωνασκούν,
στριγγλίζουν, εκστομίζουν
τυχαία τις εφηβικές τους
ιαχές,
παιδιά
που μπόρεσαν
όπως οι ήρωες.
Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου