Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άνοιξη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άνοιξη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Άνοιξη





Σήμερα στις 10 το πρωί έπεσα νεκρή από πήλινη γλάστρα με αλεξανδρινό, απόκτημα των τελευταίων Χριστουγέννων εικάζω, από μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας στην οδό Ναυπλίου, αριθμός 84. Το αλεξανδρινό ή χριστολούλουδο είναι ένα ανθεκτικό φυτό κατ’ ορισμένες περιπτώσεις, εν γένει χάνει το πολύ το φύλλωμα και μένει με τα χρωματιστά του πέταλα -ολίγον ξεθωριασμένα βέβαια- μπορεί και για τέσσερις, και για οκτώ, για δεκαέξι μήνες. Την ώρα που με χτύπησε δεν κατάλαβα τι με χτύπησε. Αλλά όπως έπεσα στο πεζοδρόμιο, ακριβώς απέναντι από το παλιό χασάπικο του Παναγιώτη, παρόλο που οι κόρες μου στριφογύρισαν από τη ζαλάδα, κατάφεραν να εστιάσουν στη σπασμένη γλάστρα και στο φυτό της γέννησης του Θεανθρώπου. Αμέσως αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για το λουλούδι της Βηθλεέμ, ενώ κατάλαβα ότι η νοικοκυρά που το αγόρασε έκανε και μεταφύτευση ακριβώς με την προσδοκία να φροντίσει να επιζήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Και τα είχε καταφέρει. Ήταν δροσερό, πρασινωπό, τα πέταλα ήταν και μοβ και ελάχιστα κόκκινα. Ευτυχώς δεν έσταξα πολύ αίμα και οι πτώσεις μας κατέληξαν να μας απομακρύνουν ένα ή δύο μέτρα, επομένως δεν μπορώ να πω ότι στραπατσαρίστηκε και πολύ το χριστολούλουδο. Αν κάποιος περνούσε να το πάρει και έκανε μία νέα μεταφύτευση θα το έσωζε, το δίχως άλλο.
Εμένα πάλι καμία μεταφύτευση δε θα μπορούσε να με σώσει. Το ένιωθα πως αυτή δεν ήταν μια απλή ζαλάδα, ότι δηλαδή θα με πάρει ταχέως το ασθενοφόρο, να με εναποθέσει στους ικανούς γιατρούς να σωθώ αποφασίζοντας κατόπιν να πάρω τη ζωή στα χέρια μου λόγω του παρολίγον θανάτου μου. Και τη στιγμή που αποδεχόμουν ότι θα τελειώσω άδοξα που μου ‘ρθε ένας Χριστός στο κεφάλι, ρομφαία προ κρίσης, να με διατάζει εξ αριστερών να κάτσω πριν από τα γεννοφάσκια του θανάτου μου, με θυμήθηκα παιδάκι οκτώ χρονώ, πάλι άνοιξη ήτανε. Είχα ανέβει, λέει, στο ποδήλατο του μεγάλου μου ξαδέρφου, στο χωριό. Και αποφάσισα να το οδηγήσω παρόλο που ήταν μεγάλο και φοβόμουν. Κατευθύνθηκα στο κοτέτσι, δυο μεγάλοι χωματόδρομοι απόσταση, κακοτράχαλοι με χόρτα στη μέση και πέτρες. Στα μισά πέρασα το σπίτι του τρελού, του Λιά του Κοτσαδάμη του κοντού. Με χαιρέτησε με μία πορνοφυλλάδα στο χέρι και με το ξεδοντιάρικο χαμόγελό του φωνάζοντας κάτι ακαταλαβίστικα, ενόσω έτρωγα μυγάκια, αφού είχα πιάσει ταχύτητα καλή.
……………………………………………….
Πάνω στη σκηνή στο φτηνιάρικο θέατρο του δήμου, τοποθετήσαμε τα όργανα, τα αναλόγια και τις παρτιτούρες. Είχα πολύ άγχος. Πάντα είχα άγχος. Έβηχα να καθαρίσω τη φωνή μου, κούρδιζα με ιδρωμένες παλάμες. Εκείνος ανέβηκε στη σκηνή τελευταίος. Δύο πουλάκια ερωτοτροπούσαν στο περβάζι του παραθύρου στο πλάι της αίθουσας. Ευχήθηκα να ήμασταν αυτά. Από κάτω είκοσι, ίσως τριάντα άνθρωποι.
……………………………………………….
Ο μπαμπάς με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του -πώς θα αντέξει το χαμό;. Με κρατούσε σφιχτά και με καθησύχαζε πως η μαμά θα έρθει σύντομα. Και ήρθε. Και μετά ήμουν πολύ χαρούμενη και προκειμένου να αφήσουμε πίσω μας μια κακή μέρα, ο μπαμπάς μου υποσχέθηκε να πάμε το βράδυ σινεμά. Και είδαμε το Άλιεν η Επιστροφή. Δεν κοιμήθηκα για δεκατέσσερις μέρες.
……………………………………………….
Ο άντρας με γύρισε ανάποδα. Του ζήτησα έρωτα με αγάπη, και φιλιά, και μάτια. Με είχε πιάσει η άνοιξη. Δεν μου έδωσε σημασία. Χάιδευε εκστασιασμένος τα γυμνά μου οπίσθια. Κρατούσε τη μέση μου και τη βόλευε όπως εκείνος ήθελε, περπατούσε βαριανασαίνοντας στο σώμα μου, πάνω και κάτω, αναποφάσιστος πώς να μπει. Τελείωσα με την ανάσα του στη ραχοκοκαλιά μου. Έτσι πιάσαμε τη Ρήνη.
……………………………………………….
Καταρρακτώδης βροχή στον έξω κόσμο. Με οργή φεύγει ο Μάρτης. Έτσι έλεγαν οι γιατροί. Δεν ακούγαμε τίποτε μέσα στο λαγούμι. Το δεξί χέρι κρεμόταν σαν χέρι φασουλή, το αριστερό δεμένο και ο ορός συνδεδεμένος. Ένα πλαστικό μαραφέτι μετρούσε τους παλμούς. Τα μάτια μου ανοιχτά τέρμα, πονούσαν σχεδόν, αλλά δεν έδινα σημασία. Δεν ένιωθα τίποτα. Και μου τραβούσαν την κοιλιά και δεν ένιωθα. Ξαφνικά μέσα σε πέντε εκατοστά βολέψανε όπως όπως το μωρό, ανάμεσα στο πρόσωπό μου και στο παραβάν. Το μωρό μου έκλαιγε πολύ, χέρια δεν είχα να το αγκαλιάσω. Μόνο κοιτούσα. Και δεν μπορούσα να αγκαλιάσω το μωρό μου. Δεν μπορούσα.

______________________________________________________

Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Άθλια διαδικασία. Το πτώμα μου το μαζεύει ένα αργοπορημένο ασθενοφόρο. Μετά από δύο μέρες με κηδεύουν. Το αλεξανδρινό το ποδοπατάει ο άντρας, το ξεσκίζει, το βρίζει, το κλαίει. Για πέντε χρόνια δε στολίζει δέντρο στο σπίτι μας, αν και η μικρή το ζητά. Τον έκτο χρόνο ο άντρας ερωτεύεται τη Μαρία Χ. Μαθαίνω πως της κάνει έρωτα με αγάπη, και φιλιά, και μάτια. Και ζηλεύω πολύ.


Θ.