Ο κλέφτης δραπετεύει. Παίρνει μαζί του φτερά και σπόρους
να πετά και να χορταίνει. Γιατί από ένστικτο καταλαβαίνει
πως η ζωή στη φυλακή θα
είναι γι’ αυτόν μοιραία.
Εσύ ποσώς μη τον λυπάσαι. Δόλιο σκοπό να μπει στο σπίτι σου
στα κρυφά, να ξέρεις, έχει, με συνεργό τον αόρατο θεό,
τον Απηλιώτη, τον Βορρά, τον Νότο και τον Λίβα.
Στ’ Ανάπλι, αν τύχει και κολυμβητής αμέριμνος γυρίζεις
στα δροσερά νερά του Αργολικού,
παραμονή Δεκαπενταύγουστου, μόλις φανεί ο ήλιος
και δεις τον κλέφτη να πετά πάνω από το γαλήνιο νερό,
ζήτα το τίμημα της ελεύθερης ζωής του·
ν’ απλώσεις χέρι, εμπόδιο να βάλεις,
κουκούλι να κάνεις τη χούφτα σου, ευχή να ομολογήσεις,
με την αγαπημένη κόρη χορός αντικριστός στο πανηγύρι να σου τύχει.
Κι αν σπάσουν ένα – δυο φτερά, ύστερα άλλα δύο,
και ο κλέφτης μεσ’ τη θάλασσα χαθεί μια και για πάντα,
μην λυπηθείς, μην κλάψεις.
Κλέφτες ελεύθεροι πολλοί, χοροί και ωραίες κόρες,
βουτιά στα κρύα τα νερά, τον παφλασμό να κάνεις,
να δεις τον αχανή βυθό, το κυανό το χρώμα,
τα μάτια να πληγώνονται απ’ τη γλυκιά αλμύρα,
γιατί όλες οι ελευθερίες το ‘χουνε στο πρώτο ριζικό τους
να φέρουν ένα τίμημα που κάποιος θα πληρώσει.
Θ.
Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου