Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Ο μπαμπάς


Μισός ηλιοκαμένος,
μισός λευκός,
κρατά το λαστιχένιο όπλο με περηφάνεια
βαδίζοντας σα μυθικός θεός
με τα οκτάποδα ακόμη να σαλεύουν
στη διάτρητη τσέπη,
νέκταρ και αμβροσία αποζητά
από τον κάματο
να αντιπαλέψει την πείνα και τη δίψα
να ρεμβάσει στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου
να γευτεί λευκόσαρκους γιαρμάδες, μυδοπίλαφα
μια παγωμένη Φιξ.
Χορτασμένος λέει πάντα
ένα αστείο σαχλό,
προτού ριχτεί στα δεύτερα των διακοπών
σεντόνια,
στη μεσημεριανή σιέστα.

Μισός ξύπνιος,
μισός κοιμισμένος
τρίζει τα δόντια
ξεσηκώνοντας τη χλωρίδα της μαμάς.
Ξυπνά με το όνομά της στα χείλη του,
αποσπώντας αγενώς την
απογευματινή της υπηρεσία,
να ψήσει καφέ,
να το βάλει στο ποτήρι του κρασιού.
Και αφού ρουφάει θορυβωδώς
σκέτο βαρύ
και δύο τσιγάρα,
marlboro σκληρό,
ετοιμάζει με αυστηρότητα
αρνητική απάντηση
σε καθεμία από τις αξιώσεις
της νυχτερινής μου ελευθερίας.
Το σούρουπο χαρτζιλικώνει
την εφηβική μου τσάντα,
μάταια ελπίζοντας
προσήλωση σε όλες τις παραινέσεις.

Αυτός είναι ο μπαμπάς.


Θ.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου