Το κεφάλι του έβραζε. Ένιωθε τα πόδια του βαριά. Έτρεχε όμως.
Έτρεχε γρήγορα, χωρίς σχέδιο, προς όποια κατεύθυνση έμοιαζε ενστικτωδώς
ασφαλής. Δεν προλάβαινε να πάρει αποφάσεις, ούτε να υπακούσει στον σωματικό του
πόνο. Το αίμα έτρεχε στο κεφάλι του, θόλωνε την όρασή του. Κάποια στιγμή έπεσε πάνω σε μία γυναίκα που
έσπρωχνε όπως όπως ένα καρότσι με το μωρό της. Το σώμα του αφέθηκε πάνω στη
σύγκρουση. Η μητέρα σωριάστηκε κάτω. Το καρότσι έκανε πέντε ή έξι περιστροφές και
χτύπησε σε ένα τζάμι. Δεν έσπασε. Το κλάμα του μωρού όμως ήταν πιο δυνατό από
τις κραυγές των ανθρώπων, πιο δυνατό από τις εκρήξεις. Δεν δίστασε παρά μόνο
μια ανεπαίσθητα μικρή στιγμούλα σε έναν χρόνο που του φαινόταν αιώνιος. Τη
στιγμή που γύριζε το κεφάλι του ξανά προς τον δρόμο της άγνωστης φυγής του,
έπιασε με την άκρη του ματιού του τη φιγούρα ενός άντρα που άρπαξε το καρότσι
και άρχισε να τρέχει μακριά, μακριά από τη μητέρα.
Βρέθηκε έξω στο δρόμο. Έψαχνε το αυτοκίνητό του. Δε θυμόταν
που το είχε αφήσει. Χώρος Στάθμευσης Α. Χώρος Στάθμευσης Β. Γ, Δ, Ε, Ζ κλπ. Αν
η έκταση του χώρου κάλυπτε όλη την αλφαβήτα, ήταν χαμένος από χέρι. Πίσω του οι
εκρήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Ήταν πεπεισμένος πως μάνα, μωρό και
απαγωγέας δεν επέζησαν. Δεν υπήρχε λόγος να πνιγεί από τις τύψεις. Έτσι συμβαίνει
σε αυτές τις περιπτώσεις. Όταν έχεις τη ζωή σου, το σπίτι σου, τα καλά σου τα
ρούχα, μια επιτυχημένη δουλειά, μία ή περισσότερες γυναίκες, είναι δύσκολο να
χειριστείς την ενδεχόμενη απώλειά σου. Γιατί έχεις μία σημαντική θέση στον
κόσμο. Το μωρό έκλαιγε πιο δυνατά και από τις εκρήξεις. Ούρλιαζε μέσα στα
σωθικά του, και έκανε την καρδιά του να πάλλεται αλλόκοτα, κάτω από το ακριβοπληρωμένο
σακάκι του.
Χώρος Στάθμευσης Α. Φυσικά. στο Α.
Τα μάτια του έψαχναν δεξιά κι αριστερά. Έβαλε τα κλειδιά του πάνω σε ένα
κόκκινο αυτοκίνητο. Δεν ταίριαζαν. Σε ένα άλλο παρακάτω. Ούτε. Σε τρίτο. Σε τέταρτο.
Το πέμπτο ήταν το δικό του. Βρέθηκε σε μία συνωστισμένη έξοδο, συνωστισμένη από
ανθρώπους που είχαν την ίδια ιδέα με τη δική του. Άνοιξε την πόρτα και το έβαλε
στα πόδια. Οι δρόμοι και τα σπίτια χάνονταν στο διάβα του, ο κόσμος όλος ένα
μπούγιο άτσαλο και ακανόνιστο και ήταν και εκείνος μέσα σε αυτό. Σειρήνες
σφύριζαν αδιάκοπα, ασθενοφόρα, περιπολικά, πυροσβεστικά, συναγερμοί, το βουητό
στα αυτιά του έγινε μια εκνευριστική νότα. Το αίμα ανακατεύτηκε με τον ιδρώτα
όταν η νότα άρχισε να γίνεται ένα μακρινό βουητό, τα πρόσωπα και τα φώτα
ανακατεύτηκαν, το στομάχι του ανακατεύτηκε. Άφησε τα γόνατά του να λυγίσουν και
έκανε εμετό στο τέρμα της μεγάλης λεωφόρου. Όταν σήκωσε το κεφάλι του ξεχώρισε
μια φιγούρα που είχε απλώσει το χέρι της στο μέτωπό του και του σκούπιζε τα
αίματα. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά της. Άκουγε μόνο το κλάμα
του μωρού που εγκατέλειψε πίσω του.
Ο Ταρέκ, που έφτιαχνε κοσμήματα στον δρόμο της Βαγδάτης,
παντρεύτηκε την Χάνα όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών. Την επόμενη χρονιά κάνανε ένα
κοριτσάκι, την Μάγια. Ύστερα ξέσπασε ο πόλεμος. Φέτος το καλοκαίρι, ο Ταρέκ
μάζεψε ό,τι οικονομίες είχε και πλήρωσε έναν τυχοδιώκτη καπετάνιο εικοσιπέντε
εκατομμύρια λίρες για να σαλπάρει στη Μεσόγειο μαζί με την Χάνα, έγκυο οκτώ
μηνών στο δεύτερο παιδί τους, και την πεντάχρονη πια Μάγια. Νύχτα έφτασαν στην
Ταρτούς, κρυμμένοι μέσα σε ένα κάρο με σανό, δυο ημέρες ταξίδι. Οι
συμπατριώτες, κάθε λογής φανατικοί, σκότωναν αυτούς που λιποτακτούσαν
παραδειγματικά. Άλλοι, πιο φανατικοί, σκότωναν αδιακρίτως. Ο Ταρέκ σκεφτόταν
συνεχώς πως η Χάνα στην κατάστασή της δε θα τα βγάλει πέρα. Όταν όμως έφτασαν
στο λιμάνι, άρχισε πάλι να ελπίζει. Η Χάνα καθόταν αμίλητη σε έναν κάβο, η
Μάγια έτρεχε πάνω κάτω κλωτσώντας μια πέτρα που στοιχημάτιζε να μην πέσει στο
νερό και ο Ταρέκ της ψιθύριζε μαλώματα και τιμωρίες να ησυχάσει για να μην τους
ακούσει κανείς.
Σε λίγο, ακούστηκαν παφλασμοί και ψίθυροι μέσα από τη
θάλασσα. Τα φώτα ήταν ανύπαρκτα σε αυτό το σημείο και έτσι ο Ταρέκ από φόβο
μάζεψε όλη την οικογένεια και την έκρυψε πίσω από ένα σαράβαλο γαλάζιο
φορτηγάκι. Οι παφλασμοί έγιναν εντονότεροι και οι ψίθυροι καθαρές ομιλίες. Ο
Ταρέκ είδε τον τυχοδιώκτη καπετάνιο. Χαμογέλασε με ανακούφιση και προέτρεψε με
ένα νεύμα την Χάνα και την Μάγια να τον ακολουθήσουν. Έβγαλε μέσα από τις
κάλτσες του, τα παντελόνια του και το βρακί του τα χρήματα. Πλήρωσε, τους
φορέσαν σωσίβια και μπήκανε μέσα σε μια μεγάλη φουσκωτή βάρκα. Ήταν μέσα άλλοι
πέντε. Το ταξίδι ήταν ήρεμο, η θάλασσα γαλήνια. Όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν κατ’
ευχήν, όταν όμως κάνανε μία και δύο και δέκα στάσεις επιβιβάζοντας δέκα, κι
άλλους δέκα, κι άλλους δέκα, ο Ταρέκ πνίγηκε από το φόβο. Η Χάνα κρατούσε την
κοιλιά της, η Μάγια κοιμόταν στα πόδια της και αυτός τις αγκάλιαζε και τις δύο.
Με το πρώτο φως του ήλιου ένα δυνατό μελτέμι χτύπησε τη βάρκα
και ξύπνησε απότομα όλους τους επιβάτες. Άρχισαν τα ουρλιαχτά. Δεν έγινε κάποια
δραματική επιβράδυνση του κακού. Με τη δεύτερη, η βάρκα γύρισε ανάποδα. Οι πιο
πολλοί δεν κατάλαβαν πόσο γρήγορα βρέθηκαν στο νερό. Ο Ταρέκ πίστευε ότι
κρατούσε αγκαλιά και τη γυναίκα του και την κόρη του, όπως όλη τη νύχτα. Ο
άνεμος και το βάρος του δημιουργούσαν αστάθεια και πάσχιζε να μη βυθιστεί μέσα
στο νερό. Ήταν σίγουρος ότι τα χέρια του τις είχαν τυλίξει καλά. Με ένα
αποφασιστικό σάλτο προς τα πάνω και με τη βοήθεια του σωσιβίου, βγήκε πάνω από
το βάρος της Χάνα, για να έχει καλύτερο έλεγχο. Η Μάγια δεν ήταν εκεί. Φώναξε
το όνομά της. Άφησε την Χάνα σχεδόν ξεψυχισμένη, έβαλε το κεφάλι του μέσα στο
νερό. Τίποτα. Φώναξε και πάλι. Πολλές φορές. Άρχισε να κλαίει. Έκλαιγαν όλοι.
Ο Ταρέκ έψαχνε για δουλειά, όταν
άρχισε να γίνεται σούσουρο για την επίθεση. Είναι το κακό τόσο δυνατό, που
θαρρείς και ζωγραφίζει μεμιάς την ανησυχία στα πρόσωπα των ανθρώπων. Με
σπασμένα αγγλικά ρώτησε λεπτομέρειες. Μετά άρχισε να τρέχει. Η Χάνα ήταν εκεί.
Με το μωρό. Δεν είχε άλλον πια στον κόσμο. Δεν θα το άντεχε. Και δε θα
σταματούσε ούτε δευτερόλεπτο, αλλά τον λυπήθηκε τον ανθρωπάκο. Ακόμη και ένας
τόσο καλοντυμένος κύριος σαν αυτόν, έτσι βουτηγμένος στα αίματα, τον ιδρώτα και
τον εμετό, μπορεί να βίωσε μια μεγάλη απώλεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου