Για δε μ’ αφήνει η τύχη να σε δω
στην αγορά καθώς χτυπάς το καρπούζι
να ξεχωρίζεις το πιο καλό
όπως όλοι οι γνωστικοί
Για δε μ’ αφήνει η τύχη να σε δω
στην εκκλησιά
να σταυροκοπιέσαι με άλλους χριστιανούς
και να βάζεις σάλιο στο κερί της σωτηριάς σου
Για δε μ’ αφήνει η τύχη να σε δω
στο χορό
να σέρνεσαι πίσω από άντρα αμούστακο
και χαμηλοβλεπούσα
Μα να
φυσάω σαν τον Αίολο
τα βήματα κάτω από τη φούστα σου,
ψηλή μελαχρινή μου,
χοροπηδούμε φανερά και αφανέρωτα
εν-δυο και πίσω
και όπως σου χουφτώνω τον ώμο
είμαι ένας τόσο χαρούμενος παλαρός
που για σένα
κάθομαι να μου σπάσεις
στη γκλάβα μου τη ξερή καρπούζι κολοκύθα
και τον ίσκιο των γνωστικών
να σταυροκοπήσουμε μαζί
να σωθούν αυτοί,
κι εμείς ας χορέψουμε τον αγέρα
του θεού και του διαβόλου
τα αμαρτήματα
Θ.