Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Ο περίπατος

              Platonic Love by Hannah Hoch
Γλυκολυπούμενη η τύχη με θωρεί
όταν παιδί προχωρώ
ψηλαφίζοντας το θάρρος
στ’ ανθισμένα του κάμπου λιβάδια.
Στα λιβάδια που στροβιλίζομαι
και κατρακυλώ,
χτυπώ και σκοντάφτω
γυρεύοντας
ελπίδες εκπλήρωσης,
ελπίδες ματαίωσης να διευθετήσω.
Γυναίκα πετώ το δριμόνι στα
κίτρινα λουλούδια της τύχης,
στα ρόδα των ανέμων,
που μαδιούνται και σκορπίζουν στο χώμα.
Κι όμως, αν δε φοβάμαι πια,
στρέφω το βλέμμα μου μακριά
στις αλέες με τις λεύκες,
νοσταλγώντας την απραγματοποίητη εκδοχή μας,
καλέ μου,
<αφού δε σμίξαμε ποτέ κάτω από
τον ροδοστρόβιλο αγέρα>
μα οσφραίνομαι στη μυροφόρα πλάση
την ένωσή μας,
την από δάκρυ και προσμονή καμωμένη.

Θ.
(Διαβάζοντας Γ. Σεφέρη)

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Από τη Δάφνη στην Εδέμ

Adam and Eve (1909) by Edvard Munch

Το φίδι που σερνόταν κάτω από τη φούστα μου σταμάτησε να μ’ ακολουθεί  στην πλατεία με τα 24ωρα πατσατζίδικα στη Δάφνη. Το είδα κάπως πεινασμένο και χολωμένο απ’ το κατόπι, και αποφάσισε πως φαγητό και ποτό ήταν προτεραιότητες ζωτικής σημασίας πριν από τη δράση.

Και αφού ντερλίκωσε ποδαράκι και ήπιε δύο μπίρες λάγκερ ξανθές, αποθήκευσε ενέργεια και μ’ έφτασε καθώς περπατούσα έξω από τον Άη Γιάννη, εκεί μπροστά τίναξε τη φούστα μου, μπουρδουκλώθηκε στα πόδια μου και μ’ έσπρωξε πάνω σε μια νεραντζιά. Μου ζήτησε να γευτώ τον καρπό της για ν’ αποκτήσω τη γνώση του καλού και του κακού και εγώ αρνήθηκα γιατί τα νεράντζια είναι θεόπικρα και μόνο πετιμέζι στο βραστό νερό τα τρώγεις. Το ντερλικωμένο φίδι ρεύτηκε και μου ζήτησε τώρα επιτακτικά να το υπακούσω. Και άλλο δεν είχα να κάμω παρά να ακολουθήσω μήπως και ξεφορτωθώ τούτο το άθλιο ερπετό που σερνόταν ξοπίσω μου. Κατά κάποιον τρόπο το αποφάσισα.

Μεμιάς εμφανίστηκε εμπρός μου ο άντρας που είχε γεννηθεί από την αριστερή μου θηλή  και με παρότρυνε και εκείνος, πως είχε γνώση της ανείπωτης δύναμής του, να το γευτούμε μαζί. Οι δυο μας πέσαμε κάτω από την πικρή λιγωμάρα, μα σαν συνήλθαμε εκκλησιά δεν υπήρχε, ούτε δρόμος, ούτε αυτοκίνητα, ούτε πόλη, μόνο ένα δάσος γεμάτο ήχους κελαρυστούς από τρεχούμενο νερό και φλύαρα πουλάκια.

Μια φωνή ακούστηκε ντροπαλή ζητώντας ταπεινή συγγνώμη για την άδικη εξορία μας, γιατί σαν ερπετό δυο φορές εμφανίστηκε, αλλά τούτη ήταν η επιφάνειά του και πώς όλες του κόσμου οι δοκιμές θα μας βγάζουν πάντα ηττημένους. Μα είναι πραγματικά δύσκολο για τον παντοδύναμο να μην διαπιστώνει αυτό που ήδη γνωρίζει για τον αδύναμο, καθώς τα παιχνίδια είναι αναγκαία στο μοναχικό του σύμπαν. Τον συγχωρέσαμε γιατί ήταν και ωραία μακριά από τη βαβούρα της πόλης. Για κάποιο περίεργο λόγο αποδυθήκαμε το ελάχιστο κομμάτι υφάσματος που κάλυπτε τα κορμιά μας. Τρέξαμε μετά να βρούμε το νερό που βούιζε στ’ αυτιά μας, και δεν με κυνηγούσε πια το φίδι, μα κυνηγούσα εγώ το γέννημα της θηλής μου, όπως τότε που με έκανε να λιμπιστώ το μήλο.

Ματαιότης· στην πόλη το 'βρισκα σε αφθονία. Στάρκιν 1,79 το κιλό.

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Στο τέλος


Στον κάμπο τον χρυσό της Κωπαΐδας
τα καλοκαίρια τα ζεστά της άγριας νιότης
ακολουθούν μαύρα τα μάτια φαντασίας
στων παιδικών ονείρων της θυσίας
στα τρένα φίδια της γραμμής της πρώτης.

Στην πέτρινη τη γούρνα πέσαν μέσα
όλο με χάχανα, χαρές που θησαυρίζουν
το παρελθόν χωρίς αυλάκι πίκρα
με άγνοια στου μέλλοντος τη μοίρα,
δεν κλάψανε στο νου τους, παιδιαρίζουν.

Η δίψα της αγάπης καμωμένη
από γλυκό κεράσι, ζάχαρη και μέντα
φωλιάσανε τα χείλια στην κουβέντα
αδιάφορα στο άγαλμα που στέκει
το πένθος και ριζώνει μέρα νύχτα.

Ανθός ψηλός σαν την αυγή ωραίος
μοιάζει του πόνου του γλυκού στο στήθος
πέταξε, έφυγε μακριά σαν μύθος
της μάνας το σκασμένο χείλι δέος
τη λύτρωση δεν χάρισε ο κήπος.

Στον κήπο αυτό να τρέχει η ψυχή μου
που δεν την κιότεψε η μάνα που πενθεί,
στην πέτρινη τη γούρνα η ευχή
που στροβιλίζει στης μνήμης τη στροφή μου
στη χαρμολύπη ξανά ας βυθιστεί.

Κλείνω τα μάτια στον ήχο της σιωπής,
αργοπεθαίνω με εικόνες σημασίας,
ας γεύτηκα το σύκο της πικρής
ζωής· στης χωματένιας διαδρομής
τον κάμπο τον χρυσό της Κωπαΐδας.

Θ.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

Το πρόσωπό σου τόμος από άνθη στο στήθος μου και αποκοιμήθηκα


Δες με
που επιθυμώ το τυραννικό κάλεσμα
της θεϊκής μορφής σου,
άπαντα τα έργα σου αναζητώ
κλεισμένα ανάμεσα στα στήθη,
να μου τα καις με το αναμμένο σου τσιγάρο,
δυο ρουφηξιές και φιλιά από άνθη μέσα στην καρδιά μου.
Την καρδιά που αλάφρυνες
από τις ενοχές της απείθαρχης πίστης μου,
της αμαρτίας που συγχώρησα
στο αλμυρό νερό βουτώντας το κεφάλι μου
να πνιγώ από τη δρόσο τ’ Αναπλιού σου.
Γιατί εσύ και εγώ αγαπήσαμε το ίδιο
τον αδερφό που στέκει λυπημένος
με το μαχαίρι να στάζει πάνω από το θυσιασμένο ζώο.

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Το ένδοξο τέλος της εξιδανίκευσης

A detail from The Kiss by Edvard Munch

Στη στράτα που ‘μαθες να περπατείς στο πρωινό τ’ αγιάζι,
με φρέσκια όψη από λουτρό με νιότη και με ρώμη,
στα κίτρινα φώτα της σιγής άνοιξες τη ματιά σου
χωρίς στιγμή να φοβηθείς τη νόσο στην καρδιά σου,

και ζήτησες εναγώνια, σχεδόν με παρακάλια,
τον θάνατο με αντάμωση μακριά να τον γνωρίσεις,
πρώτα με αγάπες άδολες ο νούς σου να αποκάμει,
πρώτα να νιώσεις το φιλί στο χείλι το κρυφί σου.

Και χρόνοι επεράσανε με φιλντισένια χιόνια,
με ανέμους που παράσυραν τα κίτρινα τα φύλλα,
με αγάπες πρόσκαιρου χαμού σε ρόδινα ακρογιάλια
με στέφανους και μυρωδιές που φώλιασαν στα πέτα.

Στης γης τη φύση τη λαμπρή στα χρώματα της μέρας,
στο καστανό σου πρόχωμα φύτεψες δυο παρτέρια
με κόκκινα γαρίφαλα και άσπρες μαργαρίτες
για να μετράς τα τάματα τα πρόσκαιρα της νύχτας.

Μέρα και νύχτα απορείς πώς χάθηκε η πίστη,
η πίστη στη μεγάλη σου την άπιαστη αγάπη,
στον άνθρωπο που δίδασκε το μόνο ιδανικό σου,
να ξεχειλίσει η ψυχή πριν να την παραδώσεις.

Και να που την παρέδωσες μια Κυριακή ωραία,
που κελαηδούσαν τα πουλιά, χρυσομανούσε ο ήλιος,
και μόλις εξεψύχησες στης νιότης μονό κρεβάτι,
ξεχείλισες από της γης τα θαύματα, τα σκέρτσα,
ευγνωμονώντας την πνοή της πιο μικρής στιγμής σου.


Θ.


Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Η δασκάλα της ποίησης

Letters to a young poet by Vanessa Lemen


Αργό και μακρόσυρτο βήμα, τα μάτια σφαλίζει ξανά,
στα περιθώρια φιδοσέρνεται ο λόγος,
στους διαδρόμους,
λίγο πριν τη διάλεξη των ανομολόγητων παθών.
Ό,τι στοχάζεται
αιωρείται,
πλανάται, 
ταξιδεύει
στην ατέρμονη εφαρμογή του,
στο κλειστό δωμάτιο της ζέσης
ή της αναβολής,
της αΐδιας προσήλωσης στον έναν,
κάθε φορά στον έναν.
Και η διαπίστωση
η πιο ηδονική μορφή της σκέψης
ζωγραφίζεται μόνη
στο πρόσωπο του χαμόγελου
με τα σύμφωνα και τα φωνήεντα να χορεύουν σφιχτά,
τι ήταν αυτό που αγάπησε στον ξέφρενο τον στίχο,
τι ήταν αυτό που ζήλεψε στον ήρωα που λυπάσαι,
τι ήταν αυτό που φώλιασε στη μνήμη του βιβλίου
που δεν έγραψε ακόμα.
Το δίχως άλλο,
το πάθος της,
η μονοπρόσωπη αγάπη που σου δείχνει
κολλώντας την ακοή της στα χείλια σου,
σε εξυψώνουν.
Και για όσα δεν εννόησες,
<πολλά, ατέλειωτα, γραμμένα
στις μνήμες των αναποφάσιστων γραφιάδων>
παρασιτείς
στον κρυμμένο από κοτσίδες αυχένα,
σαν μια σταγόνα από φτηνό άρωμα της λαϊκής αγοράς.


Θ.