Painting by Julia Schuster |
Τα χειμωνιάτικα απογεύματα
οι τύχες διασταυρώνονται στο λερωμένο
πεζοδρόμιο της πόλης.
Φώτα, φωνές και μουσικές
ένα φάλτσο βουητό,
με ένα νόημα κρυφό
που μόνο ο άνθρωπος που ξαποσταίνει
καταλαβαίνει,
τεντώνοντας τα πόδια
με τις παλάμες ανάμεσα στους μηρούς,
γεμίζοντας με κόμπους και αίμα τα χέρια από το
σκληρό μολύβι.
Οι λέξεις χαράσσονται στην άσφαλτο,
στις πέτρες και τα ψιλά χαλίκια,
στις πλατείες και στις ασώματες μαρμάρινες κεφαλές,
στους τοίχους πίσω από την
αιμόφυρτη καρδιά,
στους φράχτες που φυλάκισαν τους αθώους,
στους χαμηλούς θάμνους της νησίδας
των λεωφόρων,
στο εικονοστάσι που έστησε η μητέρα
κι ύστερα κρυφά ξεπούλησε τη ψυχή της στο διάβολο,
δίκαιη ανταλλαγή για δυο κουβέντες στο αυτί
και ένα φιλί στο μάγουλο.
Έτσι κάθισα και εγώ να ξαποστάσω,
και βγήκες μέσα από το βουητό
ένας τυχαίος περαστικός,
ωραίος σαν τη θλίψη,
τύχη που συναπάντησα
με άδολο ενθουσιασμό
να φυλακίσω το διάβα σου στο αιώνιο·
να ερωτεύομαι τη θύμησή σου σαν σε διαβάζω
τυχαία στη σκονισμένη χαρτούρα
που θα κρατώ με χέρια τρεμάμενα
μπροστά στα γερασμένα μου μάτια.
Θ.