Απασφαλίζω τα παράθυρα των παιδιών μου,
να μπει φως στο δωμάτιο.
Η μικρή αυλή με τα ξεχασμένα ξερόχορτα
και το ογκώδες ντεπόζιτο πετρελαίου
δεν είναι μια θλιβερή εικόνα.
Οι χειμωνιάτικες βροχές περιβάλλουν
με αυτή τη θλίψη το τοπίο,
που δεν του πρέπει.
Το ντεπόζιτο θέλει πάντα βάψιμο,
τα ξερόχορτα πρέπει πάντα να μαζευτούν.
Είναι που τώρα στο απέναντι σκοινί
αερίζονται κάτω από σφιχτά μανταλάκια
τρία σακ βουαγιάζ
και ένα σακίδιο πλάτης.
"Για κάπου ετοιμάζονται οι απέναντι",
μονολογώ.
Ένα ταξίδι αποσκευές τα όνειρά μου,
ο ιριώτικος γιαλός με τις ξερές κλάδες
και τον χρυσό ήλιο,
έρχεται και φεύγει από το τίναγμα μιας λευκής κουρτίνας
φως και θάμπος εναλλάσσονται κάτω από τα βλέφαρά μου,
παίρνω μια ανάσα και κάνω μακροβούτι.
Η γειτόνισσα βγαίνει στο μπαλκόνι,
"εσείς θα πάτε πουθενά;"
"Όχι, όχι! Εμείς εδώ στην πόλη."
Θ.