Η Καλή Εκδοχή
Η Μαρία, από την άλλη, δε λέει να επιστρέψει. Έφυγε πριν από 9 μήνες για την Αμερική. Η καριέρα της τώρα εκτοξεύτηκε, είναι στέλεχος μιας μεγάλης εμπορικής εταιρείας στο Σαν Φρανσίσκο. Η ευρηματικότητα και η σβελτάδα της ανέβασαν σημαντικά τα εισπρακτικά νούμερα των Αμερικανών εργοδοτών της και η υπόσχεσή της να γυρίσει στην πατρίδα για να συνεχίσει την καριέρα της παρατείνεται ολοένα και περισσότερο. Μόλις χθες το βράδυ του ανακοίνωσε πως θα πρέπει οπωσδήποτε να μείνει ένα ακόμη εξάμηνο. Το θεώρησε σωστό να την επιπλήξει γλυκά, να τη μαλώσει και λίγο, αλλά η αλήθεια είναι πως η Μαρία είναι ώρες - ώρες ανυπόφορη. Αν και ανοίγεται τώρα ένας αλλιώτικος κόσμος μπροστά της, τον πιέζει να παραδώσει τη διπλωματική του, να εργαστεί, να νοικοκυρευτούν, να κάνουν οικογένεια, να είναι έτοιμος μόλις εκείνη επιστρέψει...
Ξαφνικά τινάζει από πάνω του τα σκεπάσματα, σηκώνεται, φοράει τα βελούδινα πασουμάκια του και κατευθύνεται προς την πρωινή του περιποίηση όταν η μαμά φωνάζει διαφημίζοντας όλα τα ελέη του Θεού: μπέικον τηγανιτό, αυγά ποσέ, φρυγανισμένο ψωμί, μαρμελάδες και μέλια, καφές - όπως τον πίνει - από τα χεράκια της, γάλα, πορτοκαλάδα, βούτυρο, φρούτο...Στ' αλήθεια, ο γιατρός συμβουλεύει να βουρτσίζει κανείς τα δόντια του πάνω - κάτω. Ποτέ δεν το κάνει, βαριέται οικτρά, τα βουρτσίζει δεξιά αριστερά για 20 δευτερόλεπτα περίπου κόντρα και στο "πρέπει να κρατάει το βούρτσισμα το λιγότερο ένα λεπτό". Επίσης βαριέται οικτρά. Κοιτάζει τον καθρέφτη, κάνει μια γκριμάτσα βγάζοντας έξω τη γλώσσα του και τρίβει όλο νόημα το τριών ημερών γένι του, όταν η μαμά φωνάζει και πάλι. "Ώχου! είπε στον εαυτό του, "δε με χέζεις και συ".
Ο δρόμος προς το πανεπιστήμιο είναι αρκετά σύντομος με το νέο του αυτοκίνητο. Από καιρό είχε βαρεθεί τα πήγαινε - έλα με τα λεωφορεία. Ο κόσμος είναι σχεδόν αηδιαστικός, κυρίως οι ξένοι. Βρωμούν. Καταντούν το πρωινό του μπάνιο μια ανώφελη διαδικασία. Σκέφτεται να πάει και αυτό το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, να το δοκιμάσει στις μεγάλες ταχύτητες. Με σύνεση βέβαια. Δεν έχει όρεξη να τρέχει ούτε στα νοσοκομεία ούτε στα συνεργεία. Έφτασε στο γραφείο φρέσκος, σένιος και ωραίος. Κρέμασε με ευλάβεια το καλό του παλτό στον καλόγερο και στρώθηκε μπροστά στον υπολογιστή του. Είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση για την καριέρα του, και για όλα τα υπόλοιπα βέβαια. Καμία ταπεινοφροσύνη. Παρόλ' αυτά έλεγε κάτι χαζά του τύπου: δεν έχω κάνει κάτι σημαντικό, υπάρχουν και καλύτεροι ερευνητές από μένα που έχουν ολοκληρώσει πολύ καλές σχολές και όχι αυτό το μπουρδέλο που τελείωσα εγώ κλπ. Οι φρασεις αυτές εκστομίζονταν με μία αίσθηση απέχθειας στο πρόσωπο - η αλήθεια είναι ότι την ίδια απέχθεια επεδείκνυε ακόμη και αν έλεγε κάτι θετικό π.χ. πωπω! (απέχθεια) πολύ ωραίες εγκαταστάσεις έχει το πανεπιστήμιο της Κολούμπια! (απέχθεια) τι κτήρια! (πολλή απέχθεια) τι πάρκα! (αποστροφή). Και αυτή η αίσθηση βεβαια πρόδιδε πως τίποτε δεν πίστευε από αυτά που έλεγε. Όλη η μέρα έτσι κύλισε, με υπολογισμούς, με κανά δυο αδιάφορες απόπειρες κοινωνικοποίησης με διδακτορικούς, μεταπτυχιακούς, ξερόλες καθηγητές, αδιάφορες φοιτητριούλες και με μπόλικη απέχθεια. Στις 6 ακριβώς έκλεισε τον υπολογιστή του και όταν κατευθύνθηκε προς τον καλόγερο για το παλτό του, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο υπέυθυνος καθηγητής του ήταν, του ανέθεσε μια επείγουσα εργασία που έπρεπε οπωσδήποτε να βρίσκεται στο γραφείο του την άλλη μέρα το πρωί. Κατέβασε το ακουστικό, σιχτίρισε τη μοίρα του και άνοιξε και πάλι τον υπολογιστη του.
Ήταν πια 11 το βράδυ όταν τελείωσε και την κοπάνησε γρήγορα για το σπίτι του. Πεινούσε αφόρητα και ήθελε να ξεκουραστεί. Μετά από κάμποση ώρα βρέθηκε σε ένα από τα φανάρια της οδού Μάρνης. Αδιάφορα κοιτούσε δεξιά και αριστερά το αρρωστημένο περιβάλλον της πιο κακόφημης περιοχής της πόλης, όταν η ματιά του σταμάτησε στην εικόνα μιας νέγρας πόρνης που την ξυλοφόρτωνε ένας μεγαλόσωμος, κακάσχημος άντρας που μάλλον ήταν ο νταβατζής της. Πριν προλάβει να σκεφτεί πως πρέπει να φύγει στα γρήγορα για να μη βρεθεί μπλεγμένος σε καμιά ανόητη ιστορία, η νέγρα έπεσε αιμόφυρτη μπροστά στο καινούριο του αμάξι και ο μεγαλόσωμος, κακάσχημος άντρας έτρεξε προς την πλατεία Βάθης και σε λίγα δευτερόλεπτα χάθηκε μέσα στα στενά. Κόντευε 12, δυο - τρία αυτοκίνητα πέρασαν, ένας, ίσως και δύο περαστικοί, τέτοιοι που να ταιριάζουν στο σκηνικό της μαυρίλας και της δυστυχίας του βαλτωμένου κέντρου της πόλης. Ήταν πραγματικά η τέλεια ευκαιρία για να φύγει, για να συνεχίσει τη ζωούλα του, να τσιμπίσει αυτό το κατιτίς που 'λειπε απ' το στομάχι του και να ξυπνήσει αύριο με την χαρά ότι απέφυγε να ασχοληθεί με μια βρομιάρα πόρνη.
Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο βγήκε έξω, πλησίασε την κοπέλα και από ένστικτο ακούμπησε τα δάχτυλά του κάπου στο λαιμό της για να νιώσει το σφυγμό της. Αφού διαπίστωσε ότι ακόμη ζούσε, τη σήκωσε στα χέρια του για να τη μεταφέρει στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Το βλέμμα του φαινόταν χαμένο, οι σκέψεις ασύνδετες φόρτωναν το μυαλό του: "σε ποιο νοσοκομείο να πάω;" ή "λες να κόλλησα τίποτα τώρα που την άγγιξα;" ή "μια πουτάνα είναι, και μάλιστα μαύρη" ή ακόμη "δεν είναι άσχημη". Την ίδια στιγμή που την κρατούσε στα χέρια του έτοιμος να τη βάλει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, άκουσε φωνές νά έρχονται από απόσταση. Πολλοί άντρες με ξυρισμένα κεφάλια, με καδρόνια στα χέρια και με άγριες διαθέσεις άρχισαν να φωνάζουν: "Άσε την πουτάνα τη μαύρη! Θέλεις να τη σώσεις; Θα πεθάνεις και συ μαζί της!" Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Μόλις που ακούμπησε την κοπέλα στο κάθισμα και δέχτηκε το πρώτο χτύπημα στο σβέρκο. Ύστερα στο κεφάλι. ´Επεσε κάτω, μετά στα πλευρά κλωτσιές και μπουνιές. Άρχισε να νιώθει το αίμα να τρέχει στο μέτωπό του. Και πολλά, πολλά χτυπήματα, τον άφησαν εκεί στη μέση του δρόμου. Η τελευταία εικόνα που αντίκρισε ήταν η αστυνομία που έτρεψε σε φυγή το συφερτό και ένα ασθενοφόρο. Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της εξείχαν από το φορείο, την ώρα που οι γιατροί έλεγαν "ζει" και εκείνος θυμήθηκε πως ένας μεγάλος σοφός είχε πει κάποτε πως η ευτυχία είναι στο καλό τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου