Ι
Είδε το φως και
ανάπνευσε μια νύχτα του Σαββάτου
με μιαν καρδιά
ασθενική που χτύπαε ολοένα
χωρίς ρυθμό, χωρίς
θεό, χωρίς την ευλογιά του
κι ήρθαν γιατρέσσες
μάντισσες, μαντζούνια από τα ξένα
τα σύννεφα μιλήσανε,
τ’ ανάποδα φεγγάρια
και το νερό του
ποταμού που το ‘πινε ο Φανούρης
και ήταν πικρό το
πόρισμα σκέτος λυγμός η μάνα
πως τύχη μια -ίσως
και δυο- αν τα δεκαοχτώ περάσει
Και το κορίτσι έφτασε
στα πρώιμα τα νιάτα
με ροδαλά τα μάγουλα
και γελαστά τα μάτια
το ‘ξερε πως η τύχη
της ήτανε μοιρασμένη
πως χάρη ο Θεός δεν
έκανε ποτέ στην ειμαρμένη,
μα η ασθενική καρδιά
δεν ωφελεί να κλαίει
με το καλό να
χαίρεται, απ’ το κακό να φεύγει
και όσος απόμεινε
καιρός να τόνε διαφεντεύει
να κελαηδεί με τα
πουλιά, να τρέχει στα λαγκάδια
να προσδοκάει τον
έρωτα και τον κρυφό τον πόθο
ΙΙ
Στους περιπάτους
έβρισκε την ποθητή λαχτάρα
μαζεύοντας κρίνα και
ευωδιές της φύσης καμωμένες
μιλούσε με τις
μέλισσες και όλες τις λιβελούλες
μα άνθρωπος δεν τη
ζύγωνε ούτε οι θυγατέρες
μην ξεψυχήσει πάνω
τους κι η γρουσουζιά τους πάρει
και έτσι μονάχη μα
ευτυχής στου κόσμου το τομάρι
που είναι δέκα φορές
σκληρότερο από του άγριου χοίρου
φανέρωνε την ομορφάδα
της και τη μεγαλοσύνη
ποτέ κακία να μην
κρατεί, ποτέ να μη λογιάζει
τον φόβο τους τον μισερό
για αλόγιστη αμαρτία
Σε έναν περίπατο
μακρύ στο πέτρινο γεφύρι
που το νερό κελάρυζε κάτω
απ’ τις πεταλούδες
και τα λουλούδια
έγερναν γλυκά απ’ τον αέρα,
ξάπλωσε ανάσκελα
βουβή από την ομορφάδα
και αγνάντευε τον
ουρανό τον ροδοπορφυρένιο
μα ούτε που κατάλαβε
πως γέμισε όλο άστρα
και αμέσως ορθή
ευρέθηκε με ένα ματσάκι ίντσα
να πάρει πίσω το
στρατί για τη γλυκιά της μάνα
Μεμιάς και πάλι
ελύγισε στα τρυφερά τα χόρτα
χίλιες βελόνες
τρύπησαν τις κόρες των ματιών της
τα χέρια της
πετρώσανε, τα πόδια γονατίσαν
και ο αέρας
ελιγόστευε στο στόμα που σιωπούσε,
σιωπούσε το μαρτύριο
μηδέ παραπονιόταν
και η σκέψη έπιασε
δουλειά να φύγει μεστωμένη
με μιαν αγάπη
καθημερινή, πολύ συνηθισμένη
πως κάποιος
ενυμφεύτηκε κόρη πικρή του Άδη
πως κάποιος
λιγοψύχησε απ’ το χωρισμό τους
ΙΙΙ
«Αδύνατο σώμα που
‘σταζε άλλοτε τους χυμούς του
και μύριζε η γαστέρα
του κανέλλα και θυμάρι
μες το φουστάνι το
καλό με τους ανθούς του κάμπου
μαύρο πυκνό και ωραίο
μαλλί να κρύβει τον γιακά του
και δυο χειλάκια
κάτασπρα που στανικά σφαλίσαν
που δε φωνάζουνε
ορμηνιές, ουδέ θε ν’ απαιτούνε
το κακουλέ και το
κρασί, το ρύζι και το λάδι
γοργός να πάει στην
αγορά, γοργός και να γυρίσει
μα πριν απ’ όλα
ήσυχος να δώσει τα φιλιά του
ενέχυρα αγάπης σαν
ζητεί της νύχτας υποσχέσεις
Τίποτε δεν του
απόμεινε παρά πικρό τραγούδι
με τις παλάμες
τυλιχτές μπρος στο φτηνό το ξύλο,
Είναι η καρδιά μου
ποταμός, με δάκρυα καμωμένη
που δεν σε αντέχει
μέσα εκεί μονάχη να κοιμάσαι
χωρίς τη ζέστα του
φιλιού, χωρίς την αγκαλιά μου
να αλλάζει η γης τον
άνεμο, τη ζέστη με το κρύο
και τούτο το φουστάνι
σου είναι για καλοκαίρι
θα μου κρυώσεις,
μάτια μου, θα τρέμει και το χείλι
που μου ορμήνευε
ταχιά να φέρω τα καλούδια
τα δάχτυλα σου να
βουτάς μες τα φιλέματά σου
να με ταΐζεις δυνατός
να γίνομαι για σένα
ενέχυρα αγάπης να
τηρώ της νύχτας υποσχέσεις»
ΙV
Κι έφυγεν η ψυχούλα
της και επέταξε στ’ ουράνια
αγαπημένη του άντρα
της του χιλιοπροκομένου
που άκουγε τις
ορμήνιες της και όλες τις απαιτήσεις
ένας αόρατος θεός που
εγέννησε μονάχη
μη τύχει και
παραδοθεί ακάτεχη στην αγάπη
πως τάχα οι νύχτες
γιόμιζαν έρωτα και αγκάλη
και πως δεν ντύθηκε
πικρή με νυφικό στο ξόδι
Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου