Στο δωμάτιο με τη δίφυλλη πόρτα
η μορφή σου ξεπροβάλλει,
η απρόσιτη αύρα,
τα μάτια του απύθμενου μαύρου,
το ψέλλισμα του κάτι που αιωρείται
<κανείς δεν κατάλαβε τι είπες>
Πόσο σ’ αγάπησα,
όπως η κάμπια τη μεταμόρφωσή της
στην εφήμερη όλο χρώμα ζωή της,
τόσο άπειρα
σε μια στιγμή στον αιώνιο χρόνο.
Άνοιξα μια μαύρη τρύπα στο σύμπαν
και έκρυψα μέσα την καρδιά μου,
αποζητώντας ταξιδευτής να γίνεις,
να πιέσεις με το μεγάλο σου δάχτυλο
τον παλμό μου
μέχρι να ματώσει.
Δεν είναι από δεύτερο χέρι η αλήθεια μου,
δεν είναι σύννεφο ανοιξιάτικο
μπροστά από το ξαπλωμένο φεγγάρι.
Είναι δική σου η αλήθεια μου,
τόσο δρόμο έκαμες για να τη δεις,
εξαϋλώθηκε η τύχη σου
πάνω στ’ απομεινάρια του έρωτα,
για να τη συναντήσεις.
Τι περιμένεις λοιπόν;
Ας ζήσουμε μαζί στον αιώνιο κόσμο,
αστέρια όπως σώματα που δε σβήσανε ποτέ,
παρά μόνο μετά από δέκα εκατομμύρια χρόνια,
σε μιαν επέτειο συμπαντική από χρυσάφι,
ας ξαναγεννηθούμε νέοι,
σκληροί και αλαζόνες,
πίσω από τη δίφυλλη πόρτα
να συναντηθούμε,
κάτι να ψελλίσεις και κανείς να μην καταλάβει.
Να σ’ αγαπήσω ξανά από την αρχή.
Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου