Πρώτη και τελευταία η νύχτα
στην ίζολα Τιβερίνα,
με τα κίτρινα φώτα
ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων,
πάνω στο άψυχο κορμί του Ταρκύνιου,
μοναδική και ανήλιαγη συνάντηση
με τη θλιβερή προσμονή
στο άδειο στομάχι.
Χέρι με χέρι περπατήσαμε από την πλώρη
ως την πρύμνη,
τρεις φορές σταθήκαμε
στο αυτοσχέδιο σινεμά που έπαιζε Φερναντέλ.
Πίσω από τους υπότιτλους
κυλούσε όπως όπως το περιστατικό,
η ομιλούσα γλώσσα,
η γραπτή γλώσσα,
καμία δε μας απεγκλώβισε
από την απείθεια του ξένου που δεν βιώνει τον τρόπο.
Και η θλίψη έγινε ανυπομονησία,
ανόητος ίδρως στις παλάμες,
που γύρεψαν να ξεκολλήσουν,
για τη δροσιά της μοναχικής ζωής.
Κανείς δεν ξέρει γιατί δεν βρήκαμε την ευτυχία
στην Τιβερίνα τη νύχτα.
Όμως τα χέρια μας ενώσαμε ξανά στην Κόρσο,
την Τριτόνε και την Μπαρμπερίνι,
να κάνουμε ψιλά
για τον παλιό σιδερένιο ανελκυστήρα
που θα μας οδηγούσε ψηλά
στο έκτο πάτωμα της απώθησης.
Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου