Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Μεταξουργείο (2)



Κρύβεσαι πίσω από το ντεπόζιτο πετρελαίου
και αφήνεις εκεί μιαν ανάμνηση
να βολοδέρνει,
σαν θ’ ανοίγεις την πόρτα της αυλής
στο πατρικό το σπίτι,
όταν πια οι γονείς σου θα έχουν πεθάνει.
Της φωνάζεις έξω να βγει,
να της φιλήσεις τα μάγουλα,
να της σιγοψιθυρίσεις
πώς τούτη η ανήλιαγη γειτονιά
που σφύζει από μουτζούρηδες και
κρότους εργαλείων,
που έκρυψε χάχανα και παιχνίδια με το λάστιχο
πίσω από ψηλές γκρίζες μάντρες
και σκόρπισε μυρωδιές από λάδι και λάστιχο στα πρώτα σου φιλιά,
στόλισε τη ψυχή σου με ζωή παράδεισο
προ του τέλους μακάρια λαχτάρα.

Θ.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Οι ρομαντικοί



Ήτανε φίλοι μια φορά καρδιακοί της μοίρας
που μόνοιαζαν στον έρωτα, για τ’ άστρα εμιλούσαν
και στο θανατικό προσήλωση με στήθη μαραμένα
φούσκωναν με τον πόνο τους να γράψουν τα ταμένα.

Ο Κόκκινος, ο πιο βαθύς, ο πιο μαραζωμένος
θρασομανούσε το φιλί, πότιζε την καρδιά του
κι έτσι από τες δύστυχες και από τονε λυγμό της
νόσησε τα αγγεία της, σταύρωσε τον παλμό της.

Ο Κίτρινος όλο κοίταε να δει την ευτυχία
και από τον φθόνο τον πολύν σαλό το λογικό του
στις φλέβες του πια όλο έτρεχε το μίσος και η πίκρα
και απόκαμε απ΄ τις τύψεις του και από την άδεια μοίρα.

Ο Γαλανός ο κυανός ο άλλοτε ομορφάντρας
τίποτε πια δε θύμιζε απ΄ την παλιά του όψη,
γύρευε θάλασσα κι ουρανό θεός να επιτάξει,
μα σα θνητός και άμοιρος δεν μπόραε να πετάξει.

Ήταν και ο Μαύρος, ο βαρύς, ο παρεξηγημένος
που σκόρπιζε ένα βλέμμα του και απλώνουταν το σκότος,
μα λύπη γνώριμη ψυχή φωλιάζει στους ανθρώπους
δίνει σοφή τη γνώση του, την πείρα του στους τόπους.

Και έτσι που είδε φίλους του να καίονται ολοένα,
έγραψε ρίμες λυρικές και στίχους χίλιους τάμα
αγνές προθέσεις όρισε να δοξαστούν στις τέχνες,
στη μνήμη να φωλιάσουνε σκεπάζοντας τις έγνοιες.

Η θλίψη και ο φθόνος τους και η κομπορρημοσύνη
αμέσως συγχωρέθηκαν στα ποιήματα του πάθους,
στα ποιήματα που σε λυγάν και χύνουνε το δάκρυ,
του λόρδου και του Γουίλιαμ που διάβασες τον Μάρτη.

Θ.



Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

Εαρινή αξιολόγηση


Καθείς ημερεύει στον πάγκο του
στοχαστικός και αβέβαιος,
φωλιάζει στο μυαλό του η θύμηση
της παιδικής αφέλειας
που στοιβάχτηκε στη γωνιά με τα ξεχαρβαλωμένα παιχνίδια,
για να αθροίσει ηθικό αρμόζον
σ’ ένα ξεχείλισμα στοναρισμένων κανόνων.

Στο βήμα του στρατιώτη συντονίζονται
κατά βάθος με απείθεια,
το θέλω τους πιο κόκκινο από την Ερινύν,
πιο ρέον από τη θλίψη της υποταγής
ταξιδεύει στα φρεσκοανθισμένα
ανθάκια της μυγδαλιάς
που κοσμεί το παράθυρο
της ψυχρής αίθουσας με τα έδρανα.

Θ.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

[Λογοκρισία]




Γιατί γνωρίζω πως στα άοκνα ποταμόπλοια
καλύτερα μιλά η καρδιά σου,
να πιάνεις το νήμα της αρχής
μπροστά στο ανακυκλωμένο χαρτί.
Μπαίνω μέσα σου να νιώσω το πάθος να φουντώνει,
κοιτώ λάθρα με τα μάτια σου
τον μισοτελειωμένο bic medium
που αγόρασες από ανάπηρο επαίτη του δρόμου
και σε εκλιπαρώ (δίστιγμο)
αν το χέρι σου οδηγήσω στο κενό,
λάθος θα είναι.
Μόνο αν η δική σου θλίψη ξεχειλίσει
θα σε αποδεχτώ.
Και μη σε νοιάζει καθόλου τι θα πει η κρίση
που ετοιμάζει σάβανα με μύρια απωθημένα,
«Ίσως σου δώσω κάποιον έπαινο,
γέρας της σοφής μου κάρας».

Θ.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

[Γιορτή]


Σήμερα θα μου δωρίσεις
λόγια ρομαντισμού
όταν θα εισχωρήσεις αμίλητος
θωπεύοντας και χτυπώντας τα χέρια σου πάνω στους υγρούς τοίχους
μιας κρυφής ερωτοσπηλιάς δίπλα στο θάλασσα.
Με κομπλιμέντα και υπερβολές
θα σπάσεις τη σιωπή σου,
πως είμαι όλη άστρα που μαρμαίρουν τις νύχτες σου
πως η ομορφιά της πέρδικας στοιχειώνει τα όνειρά σου
πως έχω πρόσωπο όλο μάτια
και τ’ ακροδάχτυλά μου
ανθάκια άσπρα ευωδιαστά να σφίγγουν όλο χάρη
Θα αποχωρήσεις με το σ’ αγαπώ
στα χείλη μου να αχνίζει
ζεστό απ’ την ανάσα σου
να ανασηκώνεται
για να ξεκουραστεί στα μουδιασμένα μέλη.

Θ.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Το ξόδεμα

The Poet by Jusepe de Ribera

Στο παγκάκι της μεγάλης πλατείας
ο ποιητής ρεμβάζει μυρίζοντας φρέσκια αλμύρα
και ανθισμένες νεραντζιές.
Κι όταν ο ήλιος τρυπά το βλέμμα και το νου του
εκείνος -άλλη λύση δεν έχει- παρά τη γραφή του.
Χαμογελά στο πέρασμα του δόλιου πειρασμού,
Σάββατο, ώρα μεσημβρινή στου
λιμανιού τις όχθες, σκαλίζοντας πάνω στο χαρτί
τρυπώντας τον ώριμο γλουτό με έναν γλυκύ
του πόνο. Και αν η θύμηση βαριά
του πρέπει να πονέσει, λιγοψυχάει στο πέρασμα
της πέτρας που κυλάει.
Που κυλάει από χέρι παιδικό
που έριξε με πάθος, να προσπεράσει τα
βήματα του άσπλαχνου πατρός του,
τον άφησε -για δες- για μια αρπαχτή στις
ξενιτιές και στις φωλιές που γεννούν αποδημητικά πουλιά
τα κίτρινα αυγά τους.
Λύπες και χαρές δεν έχουν μπόρεση στη
ψυχή του καθημερινού του ανθρώπου.
Μα ο ποιητής κάτι πρέπει να την κάνει
τη στιγμή του πρόσκαιρου πάθους
για τ’ αλλότρια μαντάτα·
Είναι για εκείνον ο απόηχός του τόσο διαρκής,
τόσο μεγάλος,
που πρέπει οπωσδήποτε
να την κλείσει στο χαρτί
για να ξορκίσει
το ξόδεμα της ψυχής του.

Θ.