Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Το ποίημα


Πάρτε με,
μελετήστε με,
βρείτε τους τόνους, τους τονισμούς,
τα μέτρα,
εντάξτε κάπου το ανένταχτο,
κλείστε με σε κεφάλαιο,
σε υποκεφάλαιο,
σε μια αράδα δίτομης πραγματείας.
Γράψτε φιλοσοφίες,
κάμετε ερμηνείες,
διορθώστε με,
σταυρώστε με,
τσαλακώστε με
και πετάχτε με στον διάτρητο κάδο ανακύκλωσης
κάτω από το βαρύ έπιπλο
που θρονίζετε την αυθεντία σας.
Πάρτε μολύβι,
τραβήξτε γραμμή,
διαγράψτε,
μουτζουρώστε,
ζωγραφίστε καρδιές και φρικιά
από την ανία σας.
Κάντε με σαΐτα,
πάρτε φόρα και εκτοξεύστε με
έξω από το παράθυρο,
να προσγειωθώ στα σκουπίδια,
στα πεσμένα φύλλα των δέντρων,
στις αμάρες των δρόμων,
στο κεφάλι του αντιπαθητικού γείτονα,
στα λασπόνερα
που άφησε η πρωινή βροχή,
να με διαγράψει για σας η φύση,
να χαθώ,
να γίνω κάτι όμορφο επιτέλους,
το δακρυσμένο από μελάνι μήνυμα
που κανείς πια δε θα μπορεί να διαβάσει.

Θ.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Πριν φύγεις (1)


Στην υπόγεια τάξη κούρνιασε το τιμωρημένο παιδί
μετρώντας κόκκους σκόνης στις ηλιαχτίδες των φεγγιτών.
Η δίφυλλη πόρτα άνοιξε απότομα,
ανακατεύοντας τα αιωρούμενα σωματίδια ,
χάλασε το μέτρημα,
πρόβα της άγραφης τιμωρίας.
Και ο στόχος επετεύχθη όπως όριζε
η τύχη (η αδιαπραγμάτευτη),
που σπέρνει στις θύμησες υλικό,
εντυπώσεις μακρινές του μέλλοντος
στο νεκρικό κρεβάτι.
Άσαρκη μορφή σαν άλλος Κιχώτης
χωρίς άλογο,
καφέ κοστούμι,
φούρια και ιδέα, αποστομωτικός κόλαφος
στο μάγουλο της μάταιης συντήρησης,
διέγραψε πάσα ποινή,
αυτοδιοριζόμενος προστάτης της χαμένης αθωότητας.
Πλήγμα στην αθέατη πλευρά της
γνώσης,
σπάζει τις βαριές κολώνες
που στέκουν αμείλικτες στη μέση
κόβοντας τη θέα του πελάγους.



Θ.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Πέρα από τον ανάχτιδο ήλιο

Το δάκρυ πάγωσε πάνω στο μάγουλο,
σαν να βρήκε εμπόδιο
πάνω στην απαρχή της λήθης.
Ένα κουτί εγγλέζικο,
τριάντα επί σαράντα
γέμισε την καρδιά σου με έναν εξαίσιο παλιμπαιδισμό,
παρακαταθήκη του ρόλου που σου απέδωσε
κατά συνθήκη το πατρικό σου σπίτι.
Σε αυτόν ανατρέχεις
όταν οι λύπες ξεχειλίζουν
στα ποτάμια της όασης
και δε σε αφήνουν να ξεδιψάσεις.
Σε αυτόν ανατρέχεις όταν οι ερωτογενείς
ζώνες θωπεύουν επιτακτικά
τις δυνατότητες των αντικειμένων.
Σε αυτόν ανατρέχεις, όταν
ερωτεύεσαι για πρώτη φορά
ξανά και ξανά
τη γυναίκα που σε βούτηξε στα
παγωμένα νερά της Πτυχίας.
Σε αυτόν ανατρέχεις όταν
τα μάτια των παιδιών σε κοιτάζουν
περιμένοντας ευτελή ανταλλάγματα
για το φιλί τους,
ένα ζαχαρωτό σε ροζ ή μπλε περιτύλιγμα,
λίγο μαλλί της γριάς, σοκολάτα.
Όταν η ματιά σου εγκλωβίζεται και πάλι
στον πτυσσόμενο καθρέπτη,
η απώλεια κλωθογυρίζει στη σκέψη σου,
αυτά που έγιναν,
αυτά που θα ήθελες να γίνουν.
Μια μέρα όμως ο χρόνος σταματά
να κυλά στανικά στην αυλή σου.
Μαζεύεις τα πεσμένα πέταλα
των ρόδων του φθινοπώρου,
ένα προς ένα,
τα φωλιάζεις στις χούφτες σου,
τα ελευθερώνεις
από το ροζ ή μπλε τους περιτύλιγμα,
τρως ένα ζαχαρωτό και γλυκαίνεσαι.

Θ.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Ο μπαμπάς


Μισός ηλιοκαμένος,
μισός λευκός,
κρατά το λαστιχένιο όπλο με περηφάνεια
βαδίζοντας σα μυθικός θεός
με τα οκτάποδα ακόμη να σαλεύουν
στη διάτρητη τσέπη,
νέκταρ και αμβροσία αποζητά
από τον κάματο
να αντιπαλέψει την πείνα και τη δίψα
να ρεμβάσει στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου
να γευτεί λευκόσαρκους γιαρμάδες, μυδοπίλαφα
μια παγωμένη Φιξ.
Χορτασμένος λέει πάντα
ένα αστείο σαχλό,
προτού ριχτεί στα δεύτερα των διακοπών
σεντόνια,
στη μεσημεριανή σιέστα.

Μισός ξύπνιος,
μισός κοιμισμένος
τρίζει τα δόντια
ξεσηκώνοντας τη χλωρίδα της μαμάς.
Ξυπνά με το όνομά της στα χείλη του,
αποσπώντας αγενώς την
απογευματινή της υπηρεσία,
να ψήσει καφέ,
να το βάλει στο ποτήρι του κρασιού.
Και αφού ρουφάει θορυβωδώς
σκέτο βαρύ
και δύο τσιγάρα,
marlboro σκληρό,
ετοιμάζει με αυστηρότητα
αρνητική απάντηση
σε καθεμία από τις αξιώσεις
της νυχτερινής μου ελευθερίας.
Το σούρουπο χαρτζιλικώνει
την εφηβική μου τσάντα,
μάταια ελπίζοντας
προσήλωση σε όλες τις παραινέσεις.

Αυτός είναι ο μπαμπάς.


Θ.





Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Άτιτλο


Apertura.
Λεωφορείο της γραμμής,
ώρα 8.00 π.μ.,
Αρμονία.
Το μπουλούκι κινείται άναρχα
στη μπροστινή είσοδο.
Τα πόδια αιωρούνται,
ακόμη και η απείθεια για καλημέρα αιωρείται,
στα βλέμματα, στις σκέψεις.
Στάση Κίκιζα,
ο τρελός της γειτονιάς,
βγάζω τα ακουστικά,
μιλά χωρίς να κοιτά,
μια ιδέα αθέατου κόσμου
πως όλοι εμείς οι γνωστικοί
απαρνηθήκαμε την παράνοια
από φόβο και αποκοτιά,
πως εκείνος την καλωσόρισε,
τη φιλοξενεί,
στο σαλόνι, στο κρεβάτι,
στο μπάνιο και στο παγκάκι.
Μα τούτη η συμφιλίωση είναι είτε μακροζωία
είτε αθανασία είτε απύθμενη ακατάπαυστη ευτυχία.
"Δεν ξέρω πως να τον ευχαριστήσω,
(βλέμμα στην έξοδο κινδύνου),
γιατί αγόρασα αυτό το χτενάκι
(βγάζει από τη μισοσκισμένη τσέπη ροζ φούξια παιδικό),
και με αυτό τραβάς κουπί πολλές ώρες
(χτενίζεται),
κι αν είσαι λίγο τυχερός
θα συναντήσεις λογιών λογιών ανθρώπους,
όλους να τους πάρεις από το χέρι,
και εγώ στο φεγγαρόφωτο έκανα μπάνιο,
με το μυστικό μου φράκο,
βρωμιάρηδες, σιχάματα, τι με κοιτάτε μωρέ;
Σκατά! (Φωνάζει),
ξέχασα το όπλο μου,
δε θα πολεμήσω με το φράκο,
όχι σήμερα.
ΣΣΣΣΣΣ! (Δυνατά)
(Βλέμμα στο βλέμμα μου, ψιθυρίζει),
είναι ο Μουσολίνι πίσω σου,
και οι τοίχοι έχουν αυτιά".
(Χτενίζεται).
Στάση Μεταξουργείο.
Φορώ τα ακουστικά.
Amor.


Θ.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Ασύνειδη λεξιπλασία ενός ψυχορραγούντος νου


Άλφα.
Αριστερός παράμεσος,
αβέβαιος κτύπος.
Κάπα.
Μέσος δεξιός,
γερό χτύπημα.
Ρο,
ρόδι σπασμένο για καλή τύχη,
σε έτος πιο δίσεκτο από
την ίδια την ύπαρξη.
Βα,
βαστάζος του λιμανιού,
άγνωστος προορισμός
επιζητά πληρωμή
τρία νομίσματα χρυσά
από τη συλλογή των χαμένων αντικειμένων
του παιδιού που ήμουν.
Τη,
τηρούνται όλοι οι κανόνες.
Ανεξαιρέτως.
Κανείς δεν μπορεί να πράξει αλλιώς,
πρέπει να βιαστώ, 
το καράβι φεύγει.
Σίγμα,
τελικό.
Το σίγμα ταφόπλακα,
παραπάτησα από λάθος στο τεντωμένο σκοινί.
Πέφτω,
στο κατάστρωμα της Δώρας Π.,
το ταξίδι θα είναι μεγάλο,
το αποβόρι μου χαϊδεύει τα μάγουλα,
μα δεν το νιώθω.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Η πίστη


Ποτέ δεν πήγαινε στην εκκλησία.
Στον Επιτάφιο έπαιρνε το φως,
το ίδιο και στην Ανάσταση.
Από τους περαστικούς.
Έτρεχε μέσα να ανάψει το καντήλι της,
να σώσει από όλους τους αμαρτωλούς του κόσμου
μόνο τη μάνα του Φανούρη.
Κατά βάθος πίστευε,
Κατά βάθος δεν πίστευε.
Άπλωνε το αλεύρι,
έβαζε λευκό πανί,
το σταύρωνε,
και εστόλιζε τη γειτόνισσα που
της ζητούσε προζύμι.

Το στάρι το μισούσε,
επιδεικτικά το πετούσε στις κότες,
εκείνες το ποδοπατούσαν και
το κουτσουλούσαν,
το έτρωγαν και το έφτυναν,
το κλωσούσαν μαζί με τα αυγά τους,
το κακάριζαν
και το μακάριζαν.
Μα πριν το φευγιό της,
οδηγίες έδωσε σαφείς,
να γίνει το πιο νόστιμο του κόσμου,
να πληρώσει τον Πέτρο,
να πιάσει καλή θέση στον παράδεισο.

Θ.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Υποψία Έρωτος

Προτάσσεις τη θέλησή σου
γέρνοντας το κεφάλι
στον τοίχο,
το βλέμμα σου μισό
ολάκερη με τρώγει.
Μια υποψία έρωτος
αιφνίδιου,
καλπάζει πιο γρήγορα από το φως
καρδιά, στομάχι, νους.
Και ανακατεύομαι.

Θ.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Ίζολα Τιβερίνα


Πρώτη και τελευταία η νύχτα
στην ίζολα Τιβερίνα,
με τα κίτρινα φώτα
ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων,
πάνω στο άψυχο κορμί του Ταρκύνιου,
μοναδική και ανήλιαγη συνάντηση
με τη θλιβερή προσμονή
στο άδειο στομάχι.
Χέρι με χέρι περπατήσαμε από την πλώρη
ως την πρύμνη,
τρεις φορές σταθήκαμε
στο αυτοσχέδιο σινεμά που έπαιζε Φερναντέλ.
Πίσω από τους υπότιτλους
κυλούσε όπως όπως το περιστατικό,
η ομιλούσα γλώσσα,
η γραπτή γλώσσα,
καμία δε μας απεγκλώβισε
από την απείθεια του ξένου που δεν βιώνει τον τρόπο.
Και η θλίψη έγινε ανυπομονησία,
ανόητος ίδρως στις παλάμες,
που γύρεψαν να ξεκολλήσουν,
για τη δροσιά της μοναχικής ζωής.
Κανείς δεν ξέρει γιατί δεν βρήκαμε την ευτυχία
στην Τιβερίνα τη νύχτα.
Όμως τα χέρια μας ενώσαμε ξανά στην Κόρσο,
την Τριτόνε και την Μπαρμπερίνι,
να κάνουμε ψιλά
για τον παλιό σιδερένιο ανελκυστήρα
που θα μας οδηγούσε ψηλά
στο έκτο πάτωμα της απώθησης.


Θ.