Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Αντι-ποιητική



Η οργή καθοδηγεί το πρόσωπο,
τη ματιά που κοιτάζει με επικριτική απορία
πάνω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας.
Αξιώνει την υπεροχή,
τη δύναμη μιας ελίτ ξεχασμένης στα σοκάκια
της γαλλικής ή της ισπανικής γαστρονομίας,
μαζί με άλλους παρόμοιους
<μα κανείς δε τον φτάνει>
γιατί πιο αβέλτερος και από το πλήκτρο του διαστήματος
που πατώ τούτη τη στιγμή ξεχωρίζοντας τις λέξεις
της αλήθειας του,
θα ήταν πράγματι ένα κενό από πλαστικό
-αν θα έπρεπε με κάτι να τον παρομοιάσω-
αφού διαλέγει ξίδι και λεμόνι πάνω από
χόρτα εποχής.
Και δεν πάνε αυτά μαζί (δίστιγμο)
όταν φυτεύεις τη λεμονιά,
περίμενε να ψηλώσει και να δώσει καρπούς
πίνοντας το κρασί,
παρά προκαλώντας ανώφελες ζυμώσεις.

Θ.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Πρωταγωνιστής

Οφηλία του John Everett Millais

Τη σκιά του ονείρου πραγματεύεσαι
με τους σιαμαίους αυλικούς του νέου βασιλιά.
Οι ιδέες σου καθοδηγούν το καλό και το κακό
πάνω στην πέτρα της θλίψης,
γέννημα και φάσμα μιας όχι και τόσο περασμένης εποχής,
η ξεθωριασμένη όψη της απώλειας
που η σκληρή μάνα αντιπαρέρχεται
με τον ανήθικο παλμό της βασιλικής κλίνης.
Μα και αυτό μια ιδέα είναι,
όμως είναι δική σου
ολοδική σου.
Και σε σπρώχνει στην οργισμένη απορία,
στη φυλακή της οργής που επιζητά την εκδίκηση.
Η χρυσοκέντητη σκεπή, ο αιθέριος πέπλος
που σου χαρίζει πνοή
είναι για σένα μολυσμένο οξυγόνο.
Τι να απαντήσεις σε όσους σε ρωτούν;
Τι είναι αυτό που σε θλίβει;
Μα και το αχνό χέρι που θα οπλίσει το δικό σου δεν το πιστεύεις,
γιατί στο βάθος γνωρίζεις πως δεν υπάρχει
αυτό που λέμε δίκαιος τιμωρός.
Απογυμνωμένος τελικά
από ιδέες,
από το ήθος που σε ανάθρεψε στον τόπο που ονομάζεις φυλακή,
η ευτυχία θα κουβαλά το βάρος μιας πράξης
που πρέπει να διαλέξεις.
Είσαι ο πιο δυστυχισμένος άντρας,
ο νέος χωρίς νιάτα,
ο νους που δέχτηκε το πλήγμα πριν αποφασίσει,
ο άντρας που έπνιξε τον έρωτα σ’ ένα ποτάμι από νούφαρα.
Θα αναρωτιέσαι αν ο διάβολος
εμφανίστηκε μπροστά σου
σαν πεθαμένος συγγενής,
θα αναρωτιέσαι αιώνια στα χείλη των μελλοντικών σου οπαδών,
των ανθρώπων που δεν ξέρουν ούτε τ’ όνομά σου,
αν είναι καλύτερη η ζωή ή η ανυπαρξία.

Θ.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

[Παραδοσιακό]


Τότε που ανέβηκα σε ένα ψηλό βάθρο
να τραγουδήσω με φωνή καμπάνα
μα ένα μικρό
μα ένα μικρό κλεφτόπουλο,
δεν αναρωτήθηκα
πόσο κοστίζει το θάρρος
ούτε το ζύγισα με τ’ άγουρα τα νιάτα.
Και όταν κατέβηκα από το βάθρο
ήταν ήδη αργά να μαθητεύσω.
Μέσα από ξερόχορτα και
τσουκνίδες που μου φάγαν τα πόδια
έφτασα στα μισά,
τις κλάδες τις ξερές μπροστά μου θέριζε
πότε ο Θεός
πότε ο Διάβολος,
και εγώ βυθίστηκα λουφάζοντας
σε παλτό δυο νούμερα μεγαλύτερο.
Μα εδώ μυρίζει χτικιό και πουρνάρι ξερό
λίγο πριν την πτώση
και είναι τόσο, μα τόσο βαθύς ο καημός για περίσσεια αντοχή.
Ξάφνου,
αβάσταχτος πόνος στην κεφαλή
δυο ξεπηδούν από μέσα
δυο περιστέρες λευκές
σαν το μπαμπάκι της Κωπαΐδας,
ζέστα, ήλιο και τροφή να μαζέψω στο δισάκι μου
και από τον ξαφνικό μου κόπο ζεστάθηκα
και πέταξα το πανωφόρι,
άπλωσα μόνη να ανοίξω τον δρόμο.
Κι αν δεν τρώγω,
αν δεν τραγουδώ πια στα ψηλά τα βάθρα
πιάνω το όπλο και το φυλάω στο βρακί μου
να σκοτώσω τον λύκο, τον κλέφτη και τον μάγο,
τον Ποιμένα που με γέλασε πως ήταν καλός.
Δεν το ‘χω σε τίποτα
να σκοτωθώ
για να οδηγήσω με ασφάλεια
τις περιστέρες μου
στη φωλιά που έχτισα
με ξέφωτα που ατένισα στο διάβα της ζωής μου.

Θ.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Εαρινός ύμνος, Καισαριανή 1999


Έαρ μεγάλο, έαρ των λιβαδιών,
έαρ που συντρίβεις τη μαλακιά γαστέρα
κάτω από δωρεά αρωμάτων,
ερωτοτροπία πλασμάτων ακίβωτων
που αλωνίζουν αμέριμνα πριν τον κατακλυσμό.
Εσύ που κινείσαι με γλυκεία ορμή
στο διάβα των βιαστικών γυναικών
που στέκονται, μια στιγμή-
να σε μυρίσουν, μόλο που
μάταια αποπειρώνται να ξαναπιάσουν τον ρυθμό
απ’ τη δροσοσταγή τους μέθη.
Εσύ που ανομολόγητα
φυτεύεις στα αντρικά χείλη
ίντσα και γιασεμιά
φουσκώνοντας με λίπος ηδονής το φιλί τους,
που το εκπληρώνουν με όνειρα της αυγής
μες την εσπέρα,
ακολουθώντας τους παρθένους ποδόγυρους
του Επιταφίου
όταν με το λεπτό τους χέρι
πλέκουν γαρύφαλλα και αμαρτίες.
Εσύ που όλους τους
συνέτριψες,
να υπακούει η ψυχή το σώμα
και να ευφραίνεται
παραδομένη στη φλογερή επιθυμία,
και εγώ από όλους η πιο ατυχής
να μετρώ τις λευκές σου νιφάδες
και να κοιμούμαι ολημερίς
από κάποια άγνωστη κορτικοειδή ουσία.

Θ.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

[Στο μετρό]



Βουίζει ο συρμός αφόρητα,
τα παράθυρα ανοιχτά,
στη φούντωση του λυπημένου στέρνου
των ακρωτηριασμένων δακτύλων που εφίδρωσαν
γράφοντας
κάτω από τα ταξιδιάρικα φώτα.
Τίποτε δεν είναι αληθινό εδώ,
κι από την πολλή ψευτιά
παγιδεύτηκαν τα βλέμματα,
ο ένας τον άλλον κοιτά δήθεν αδιάφορα
μα με όλο το ενδιαφέρον στραμμένο
πάνω σου,
πάνω μου.
Αν κάνεις στροφή, ‘μπράβο’ θα φωνάξουν
‘ωραίο το νέο σου παλτό’,
ωραία η περιβολή της μικρής σου ζωής.
Μη νομίζεις πως η προσοχή
που σου δείχνουν έχει κάποια σημασία.
Γιατί όταν φτάσεις στον προορισμό σου
τα βλέμματα θα ξεχάσουν
τι φόρεσες, τι είπες, τι φοβήθηκες.
Aπέναντί μου κρατάς νάιλον σακούλα
και ένα τεράστιο πακέτο,
δώρο μεγάλο που περίμενες
μιαν ολόκληρη ζωή να τ’ αποκτήσεις,
μα μεταξύ Μελίνας και Φιξ
σταμάτησες να το σκέφτεσαι
και η περιέργεια σε κινεί
να δεις τι γράφω.
Αχ και να ήμουν χειμωνιάτικη λιακάδα,
δέντρα, σπίτια και αυλές,
το πάρκο και ο σκύλος που τρέχει,
τα μαγαζιά, τα φώτα, ο αέρας,
η αφίσα της ταινίας σήμερα
στον κινηματογράφο της γειτονιάς,
ας ήμουν ό,τι βλέπεις στο κενό,
δεν το αντέχω να θωρούμε ο ένας τον άλλον αλύπητα
από ανία ή ελλείψει επιλογών,
στον ήλιο θα λάμψουμε,
με βλέμματα τυχαία ή καμωμένα από καρδιά.
Έλα μαζί μου, να ανεβούμε στη γη,
να πάμε στη θάλασσα,
να μου μιλήσεις για το δώρο που περίμενες μια ζωή.

Θ.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

«Ψώνισα στα παλιατζίδικα Υψικάμινο που μου έκαψε το χνώτο»


Στη μέγκενη που συνθλίβει τη δράση, άγχος τον κατέβαλε για την έμφυτη -κατά τα γονεϊκά λεγόμενα- αδράνεια. Γιατί, οτιδήποτε ξεκινά το αφήνει ατελείωτο. Ως πότε θα συνεχιστεί αυτό;

Με τη μαύρη καπαρντίνα και το γκρίζο καβουράκι, απόκτημα ενός ανόητου περιπάτου στην Αβησσυνίας με τα παλιατζίδικα, πέρασε μέσα από βρώμικα χέρια, φτωχές περιβολές, ξεδοντιάρικα χαμόγελα. Μισούσε τη βρόμα. Δεν ήθελε κανείς να τον αγγίζει. Περισσότερο από φόβο μην καταντήσει έτσι.

«Ανακατεύομαι, ίλιγγος! Το στομάχι μου, τα πόδια και τα χέρια μου μουδιάζουν, το κεφάλι μου. Το ανάθεμα της μάνας που εξιλεώνει τη θλίψη της πάνω στο σπλάχνο της. Να γιατί είμαι αυτός που είμαι. Γιατί δε θυμάται η μάνα το μωρό της. Δεν θυμάται τις αγκαλιές πάνω στη ζαρωμένη θηλή της, λίγο μετά το πολύωρο πιπίλισμα. Πόθος και πνίγος. Σταμάτα επιτέλους! Και μετά άδειασαν οι παιδικές ημέρες με πρόσημα χρόνου, με εκθέτες χρόνου, στην πλάτη μου, στα γόνατα, στα χείλια που γλείφουν επεξεργασμένο λίπος σε κονσέρβα. Καρκίνος. Δύο, τρεις, έξι μήνες. Είμαι τόσο κακός που μόνο χείριστος μπορώ να γίνω στην όψη του τέλους. Θα είμαι κάτι σαν αόρατος άνθρωπος που στέκει διαπράττοντας ατιμώρητος το άδικο».

«Παρασκευή πρωί. Προβλέπεται να μεσημεριάσει. Προβλέπεται να συμβεί και η νύχτα -ποιο βιβλίο θέλεις;- μια υψικάμινο να μου κάψει το χνώτο, να αφεθώ στη δύναμη της πέτρας που κατρακυλά στην κατηφόρα της γέρικης βελανιδιάς. Να προσγειωθώ στα πορνοπεριοδικά που πέταξε περαστικός ο τρελός του χωριού. Να δω με τα μάτια μου τι κάνει η θλίψη στ’ ακροδάχτυλα που ζαρώνουν μόνα στο κρύο λουτρό της Παρασκευής. Δεν είμαι εγώ αυτός που βλέπει. Είμαι ο περαστικός. Ο τρελός. Μη λυπάσαι. Να χαίρεσαι που διαπίστωσες την αρρώστια που εμποτίζει τα εγκεφαλικά μου κύτταρα. Άνθρωποι σαν εμένα ζουν μόνοι, ερωτεύονται χωρίς ανταπόκριση, κρατούν από το χέρι τα αόρατα παιδιά τους και σταματούν να αναπνέουν σε εκείνο το κρύο λουτρό, από τον κάματο της τελευταίας τους μέρας. Μη λυπάσαι».

«Ξεχύθηκα με το βιβλίο ανά χείρας ανάμεσα στις αρχαίες πέτρες. Βάδιζα με μία κάποια κουλτούρα. Νομίζω πως διάβασα αρκετά ποιήματα. Τίποτε δεν κατάλαβα. Ένιωσα μια σιγουριά όμως κάτω από τον αφαλό μου που κουβαλάει ακόμη μνήμες λώρου πασχίζοντας να κρατηθεί στη ζωή λίγο πριν πεθάνει: σάβανα από πέτρες λευκές και μαύρες της νησιωτικής ακτής, πάνω στα φρύδια της γυναίκας που μου χαμογέλασε  με το στήθος προτεταμένο στον ερχομό του ηλεκτρικού συρμού, υγρασία, νοτισμένα φιλιά του παραδείσου που κρέμονται απελπισμένα από το ανεκπλήρωτο, ένας άστεγος που μου ζητά να τον λυπηθώ μα πιο πολύ λυπάμαι τον εαυτό μου, επιτάχυνση και ορμή στο άγνωστο μα συνάμα οικείο, η φωτιά της επιθυμίας είναι το παρελθόν μιας δύναμης που κρύβω, κάτι σαν ζωή μέσα μου, με κυνηγά ο άστεγος με το χέρι προτεταμένο, δεν σταματώ να τρέχω, χάχανα παιδικά από γλυκό του κουταλιού και από χριστιανική παραφίνη τυραννούν τα ρουθούνια μου, δεν σταματώ, η αυλή με τους καλλιτέχνες είναι μια αρένα με καρφωμένα ζώα που αιματοκυλούν στον καμβά της ανταπόκρισης, γι’ αυτήν πασχίζω και εγώ. Και τότε ο νους μου γύρισε. Σαν να με χτύπησε κάτι δυνατό, ρεύμα, λεωφορείο ή τρένο! Μα πίσω μου τρέχει η ανταπόκριση, κουρελής αδερφός με τον ίδιο πόνο της ύπαρξης. Στέκομαι και χαρίζω: καπαρντίνες, καβουράκια, παντελόνια, βρακιά, εντόσθια, καρδιά και αίμα. Σταμάτησε να με κυνηγά. Το βλέμμα του μια αίσθηση απρόσμενου πλούτου. Και εγώ απόμεινα ένας σκελετός -πιο γεμάτος από ποτέ- πάνω στον στύλο μιας δεσποινίδος Μαργαρίτας, να χορεύω ευτυχισμένος. Ας κλαίει η παρτενέρ μου, στο τέλος θα της σκουπίσω τα δάκρυα και θα την οδηγήσω στο εντός του μέλλοντός μας».

Και έζησε πια άνθρωπος, από το μείον στο ολίγον, μα ευτυχής για τη φύση του, που ενατένιζε το μέλλον του προορισμού του.

Θ.

Διαβάζοντας την Υψικάμινο του Α. Εμπειρίκου

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Μερκούτιος


Από τις πιο σπουδαίες και ωραίες ιστορίες
τους έρωτες μετρώ στα μάτια σου
και, αλίμονο, δε φτάνουν.
Και από τους ρόλους της σκηνής 
σαν διάλεξες
τον Μερκούτιο να παίξεις,
ακόμη και στη φαντασία την α-νόητη
στοιχημάτισα και έχασα
την καρδιά σου,
-η μοίρα της πένας όρισε πιο πολλά απ’ όσα ορίζει ο Θεός ο μέγας-
ένα πέρασμά σου στη γη,
με φίλιον αγάπη,
πιο σύντομο και απ’ τη ζωή της γλαύκας πεταλούδας.
Μα να ξέρεις, αγαπημένε μου,
πως μια ψυχή ασχεδίαστη, άγραφη
θρηνεί τον Μερκούτιό της απ’ αγάπη,
στην εγκιβωτισμένη και άγνωστη ιστορία
που έπλασα διαβάζοντας
για έναν έρωτα που εκπληρώθηκε
σε αφήγημα θανάτου.

Θ.

Στον Ν.