Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Αλαφροΐσκιωτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Αλαφροΐσκιωτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Η Αλαφροΐσκιωτη



Απόσωσε ο θερινός ο ήλιος ο λαμπρός,
το μακρινό πρωτόβροχο μια ιδέα μυρωδιάς.
Ο ουρανός σκοτείνιαζε και άπλωνε το θάμπος,
του λιμανιού οι όχθες χάθηκαν στο γκρίζο το νερό.
Φόρεσε ρούχο κίτρινο, γαλαζωπό φουστάνι,
τσάντα στον ώμο καστανή με δυο πελώρια μάτια
μπήκε στο πλοίο αποβραδίς, κινώντας από χρέος
γάμου συγγενικού την πρόσκληση γοργά να την τιμήσει.

Κοιτούσε αριστερά και δεξιά μήπως και συναντήσει
κάποιον ταξιδευτή γνώριμο για το νησί της Πάτμου.
Συγγενολόι ολόκληρο απλώθηκε στην πρύμνη,
που μάταια προσπάθησε με τρόπο να αποφύγει.
Χάχανα, γέλια και χαρές για την αντάμωσή τους,
μοιράστηκαν τα νέα τους, φίλησαν με φιλί τους.
Και όλα θα ήταν όμορφα, νοσταλγικά και ωραία
αν δεν ρωτούσε ο ξάδερφος ο πρώτος, θαρρώ, τυχαία:

«Αν βρούμε χρόνο και όρεξη το σπήλαιο να επισκεφτούμε,
του Ιωάννη ευαγγελιστή, χώρος ιερός και άγιος.
Λέγεται πως εκείσε μίλησε με τον Θεό τον μέγα,
πως του ‘δωσε όραμα φοβερό του μέλλοντος, του τέλους».
Και κάποιος είπε ασέβαστα με αιχμηρά τα λόγια,
ίσως ο άντρας της Μελιώς που είχε στήθη τρία,
«ο άγιος -το ξέρετε- τρελός θα ήταν, ασθενής,
εσώκλειστος σε κάμαρα με του μυαλού φωνές του»

Τα μάτια τα πελώρια τα ‘χάσανε για λίγο,
μα γρήγορα κοιτάξανε στα πρόσωπα με θάρρος.
«Ούτε και εμέ πιστέψατε ποτέ μες τη ψυχή σας,
πως λάβαινα παραγγελιές από τους πεθαμένους·
μα σπεύδοντας πάντα ερχόσαστε για να σας πω μαντάτα,
καραδοκούσατε κρυφά μη τύχει και τ’ ακούσω,
μη τύχει και ξεμπρόστιασε το λάβρο μυστικό σας,
ο άντρας, ο πατέρας σας, το άρρωστο παιδί σας».

Θ.