A detail from The Kiss by Edvard Munch |
Στη στράτα που ‘μαθες
να περπατείς στο πρωινό τ’ αγιάζι,
με φρέσκια όψη από
λουτρό με νιότη και με ρώμη,
στα κίτρινα φώτα της
σιγής άνοιξες τη ματιά σου
χωρίς στιγμή να
φοβηθείς τη νόσο στην καρδιά σου,
και ζήτησες εναγώνια,
σχεδόν με παρακάλια,
τον θάνατο με
αντάμωση μακριά να τον γνωρίσεις,
πρώτα με αγάπες
άδολες ο νούς σου να αποκάμει,
πρώτα να νιώσεις το
φιλί στο χείλι το κρυφί σου.
Και χρόνοι επεράσανε
με φιλντισένια χιόνια,
με ανέμους που
παράσυραν τα κίτρινα τα φύλλα,
με αγάπες πρόσκαιρου
χαμού σε ρόδινα ακρογιάλια
με στέφανους και
μυρωδιές που φώλιασαν στα πέτα.
Στης γης τη φύση τη
λαμπρή στα χρώματα της μέρας,
στο καστανό σου
πρόχωμα φύτεψες δυο παρτέρια
με κόκκινα γαρίφαλα
και άσπρες μαργαρίτες
για να μετράς τα
τάματα τα πρόσκαιρα της νύχτας.
Μέρα και νύχτα
απορείς πώς χάθηκε η πίστη,
η πίστη στη μεγάλη
σου την άπιαστη αγάπη,
στον άνθρωπο που
δίδασκε το μόνο ιδανικό σου,
να ξεχειλίσει η ψυχή
πριν να την παραδώσεις.
Και να που την
παρέδωσες μια Κυριακή ωραία,
που κελαηδούσαν τα
πουλιά, χρυσομανούσε ο ήλιος,
και μόλις εξεψύχησες
στης νιότης μονό κρεβάτι,
ξεχείλισες από της
γης τα θαύματα, τα σκέρτσα,
ευγνωμονώντας την
πνοή της πιο μικρής στιγμής σου.
Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου