Στη μέγκενη που συνθλίβει τη
δράση, άγχος τον κατέβαλε για την έμφυτη -κατά τα γονεϊκά λεγόμενα- αδράνεια.
Γιατί, οτιδήποτε ξεκινά το αφήνει ατελείωτο. Ως πότε θα συνεχιστεί αυτό;
Με τη μαύρη καπαρντίνα και το
γκρίζο καβουράκι, απόκτημα ενός ανόητου περιπάτου στην Αβησσυνίας με τα
παλιατζίδικα, πέρασε μέσα από βρώμικα χέρια, φτωχές περιβολές, ξεδοντιάρικα
χαμόγελα. Μισούσε τη βρόμα. Δεν ήθελε κανείς να τον αγγίζει. Περισσότερο από φόβο
μην καταντήσει έτσι.
«Ανακατεύομαι, ίλιγγος! Το στομάχι μου, τα πόδια και τα χέρια μου μουδιάζουν, το κεφάλι μου. Το ανάθεμα της μάνας που εξιλεώνει τη θλίψη της πάνω στο σπλάχνο της. Να γιατί είμαι αυτός που είμαι. Γιατί δε θυμάται η μάνα το μωρό της. Δεν θυμάται τις αγκαλιές πάνω στη ζαρωμένη θηλή της, λίγο μετά το πολύωρο πιπίλισμα. Πόθος και πνίγος. Σταμάτα επιτέλους! Και μετά άδειασαν οι παιδικές ημέρες με πρόσημα χρόνου, με εκθέτες χρόνου, στην πλάτη μου, στα γόνατα, στα χείλια που γλείφουν επεξεργασμένο λίπος σε κονσέρβα. Καρκίνος. Δύο, τρεις, έξι μήνες. Είμαι τόσο κακός που μόνο χείριστος μπορώ να γίνω στην όψη του τέλους. Θα είμαι κάτι σαν αόρατος άνθρωπος που στέκει διαπράττοντας ατιμώρητος το άδικο».
«Παρασκευή πρωί. Προβλέπεται να
μεσημεριάσει. Προβλέπεται να συμβεί και η νύχτα -ποιο βιβλίο θέλεις;- μια
υψικάμινο να μου κάψει το χνώτο, να αφεθώ στη δύναμη της πέτρας που κατρακυλά
στην κατηφόρα της γέρικης βελανιδιάς. Να προσγειωθώ στα πορνοπεριοδικά που
πέταξε περαστικός ο τρελός του χωριού. Να δω με τα μάτια μου τι κάνει η θλίψη
στ’ ακροδάχτυλα που ζαρώνουν μόνα στο κρύο λουτρό της Παρασκευής. Δεν είμαι εγώ
αυτός που βλέπει. Είμαι ο περαστικός. Ο τρελός. Μη λυπάσαι. Να χαίρεσαι που
διαπίστωσες την αρρώστια που εμποτίζει τα εγκεφαλικά μου κύτταρα. Άνθρωποι σαν
εμένα ζουν μόνοι, ερωτεύονται χωρίς ανταπόκριση, κρατούν από το χέρι τα αόρατα
παιδιά τους και σταματούν να αναπνέουν σε εκείνο το κρύο λουτρό, από τον κάματο
της τελευταίας τους μέρας. Μη λυπάσαι».
«Ξεχύθηκα με το βιβλίο ανά χείρας
ανάμεσα στις αρχαίες πέτρες. Βάδιζα με μία κάποια κουλτούρα. Νομίζω πως διάβασα
αρκετά ποιήματα. Τίποτε δεν κατάλαβα. Ένιωσα μια σιγουριά όμως κάτω από τον
αφαλό μου που κουβαλάει ακόμη μνήμες λώρου πασχίζοντας να κρατηθεί στη ζωή λίγο
πριν πεθάνει: σάβανα από πέτρες λευκές
και μαύρες της νησιωτικής ακτής, πάνω στα φρύδια της γυναίκας που μου
χαμογέλασε με το στήθος προτεταμένο στον
ερχομό του ηλεκτρικού συρμού, υγρασία, νοτισμένα φιλιά του παραδείσου που
κρέμονται απελπισμένα από το ανεκπλήρωτο, ένας άστεγος που μου ζητά να τον
λυπηθώ μα πιο πολύ λυπάμαι τον εαυτό μου, επιτάχυνση και ορμή στο άγνωστο μα
συνάμα οικείο, η φωτιά της επιθυμίας είναι το παρελθόν μιας δύναμης που κρύβω,
κάτι σαν ζωή μέσα μου, με κυνηγά ο άστεγος με το χέρι προτεταμένο, δεν σταματώ να
τρέχω, χάχανα παιδικά από γλυκό του κουταλιού και από χριστιανική παραφίνη
τυραννούν τα ρουθούνια μου, δεν σταματώ, η αυλή με τους καλλιτέχνες είναι μια
αρένα με καρφωμένα ζώα που αιματοκυλούν στον καμβά της ανταπόκρισης, γι’ αυτήν
πασχίζω και εγώ. Και τότε ο νους μου γύρισε. Σαν να με χτύπησε κάτι δυνατό,
ρεύμα, λεωφορείο ή τρένο! Μα πίσω μου τρέχει η ανταπόκριση, κουρελής αδερφός με
τον ίδιο πόνο της ύπαρξης. Στέκομαι και χαρίζω: καπαρντίνες, καβουράκια,
παντελόνια, βρακιά, εντόσθια, καρδιά και αίμα. Σταμάτησε να με κυνηγά. Το
βλέμμα του μια αίσθηση απρόσμενου πλούτου. Και εγώ απόμεινα ένας σκελετός -πιο
γεμάτος από ποτέ- πάνω στον στύλο μιας δεσποινίδος Μαργαρίτας, να χορεύω
ευτυχισμένος. Ας κλαίει η παρτενέρ μου, στο τέλος θα της σκουπίσω τα δάκρυα και
θα την οδηγήσω στο εντός του μέλλοντός μας».
Και έζησε πια άνθρωπος,
από το μείον στο ολίγον, μα ευτυχής για τη φύση του, που ενατένιζε το μέλλον
του προορισμού του.
Θ.
Διαβάζοντας την Υψικάμινο του Α. Εμπειρίκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου