Από το χέρι μου κρατώ
το τρυφερό σου χέρι,
Άνοιξη σκορπά στο
διάβα μας
και σου γεννά απορίες
…………………..
Πώς τρέχει γοργά το
σύννεφο
και η στρατιά από
κάμπιες,
πώς χάνεται ο ήλιος
πώς γυρνά
απ’ το ένα λεπτό στο
άλλο
και πώς το λένε το
δέντρο το ψηλό
που στέκει αγέρωχο
στα δυτικά του κήπου.
……………………
Και μια κρυφή, βουβή
και αλαφιασμένη σκέψη
που τυραννάει τη στιγμή
που η φύση οργιάζει
πως ό,τι μένει λαχταρώ,
ν’ αγκιστρωθώ στον
σπόρο της παπαρούνας
και στο γλυκό του
κουταλιού που φίλεψε η γιαγιά μου,
φωλιάζει γύρω απ’ το
ολόϊσιο θλιμμένο κυπαρίσσι
να μου χρωστάει την
πνοή σε αιωνία μνήμη.
Μα για δες,
πόθος μου είναι να
αφανιστώ
στο πιο σκληρό μου
τέρμα,
που δεν ορίζεται ούτε
απ’ το ελάχιστο κύτταρο
της εφήμερης ζωής μου,
πριν σε λυγίσει στην
καρδιά
η ίδια κρυφή, βουβή
και αλαφιασμένη σκέψη.
Και έτσι πορεύομαι
προσηνής στην
αναπόδραστη μοίρα,
να ‘ναι μόνο καλά,
να σφίγγει και να
χαιρετά
το τρυφερό σου χέρι.
Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου