Το κρύο διαπερνά τα ρούχα
και τις επτά στρώσεις
από τα κουφάρια που
βράζουν το σκληραγωγημένο
θυμικό της νιότης.
Τα δάχτυλα εξέχουν
από το κομμένο
συνθετικό ύφασμα που
ηλεκτρίζεται πάνω στο
άλλο χέρι. Μόνο
οι λεπτές ίνες στανικά
προς ανοδική
<μάταιη> πορεία και η σιωπή.
Ο περίπατος μάς
στοιχίζει
μιαν ώρα. Ώρα για τη
φρέσκια πνοή που βροντοφωνάζει
τον έρωτα στις γωνίες,
στα σκοτεινά πλακόστρωτα,
στα κατεβασμένα ρολά
των μαγαζιών με τα
σουβενίρ, των μουσείων
με τα κιλίμια και τα πλεκτά.
Το ψιλό χιόνι
ξάπλωσε απαλά στις
τούφες
καθώς κοιτάξαμε γιατί
νιώσαμε το ίδιο,
ανήμποροι ν’
αντισταθούμε στη στιγμή
που αλαλιάζει τα μυαλά
και τις καρδιές
όταν το βέλος ολόχρυσο
στοχεύει.
Πριν μας καρφώσει,
μόνη λύση η ζεστασιά.
Με τα πόδια
σταυρωμένα, ανήσυχα στις
ρυθμικές παλινδρομήσεις,
παίρνω το χαρτί στα
χέρια, τα δάχτυλα λησμονούν
το ψεύτικο ύφασμα, η
βούληση τα
ορμηνεύει να ανοίξουν τους
φθόγγους
που ήχησαν στο νου όλο
νοήματα και πειρασμούς.
Το ναι δεν είναι παρά
το τέλος του άλλοτε διατρανωμένου
εγώ,
όλα, αποφάσεις και
διαστάσεις, συναποφάσεις
και μηδέν, εγγίζονται
επτά συν επτά στρώσεις,
νυστέρι δεν μπαίνει
τόσο βαθιά.
Τίποτε άλλο ο έρωτας
παρά ένας μεγάλος μπελάς.
Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου