Επειδή το παρόν ιστολόγιο έχει αναφερθεί στα σόσιαλ μίντια με την πρόφαση ότι διαφημίζει την υποφαινομένη, αναγκάστηκα να προχωρήσω στη δημιουργία νέου ιστολογίου το οποίο και θα ενημερώνω πλέον, αφήνοντας το παλιό ως έχει. Όσοι πιστοί, προσέλθετε εδώ.
Θεοδώρα Βαγιώτη
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020
Τρίτη 7 Ιουλίου 2020
Λύπη
Ι
Ξέρω ότι λείπεις
όταν τα παράθυρα
στάζουν απ’ την
υγρασία
της βροχής
Εγώ στέκομαι
κοιτώντας
τον δημόσιο φανό
μη ξέροντας τι να
σκουπίσω,
Το πρόσωπό μου
ή τον αβέβαιο θεό σου
που αρρώστησε μαζί
μου;
ΙΙ
Ο ποιητής της ζωής
μου
πέθανε χθες από
υπερβολική δόση
ερμηνείας
Τον έθαψα δίπλα
σε έναν ασπάλαθο
και ένα πιάνο με ουρά
Ύστερα ήπια στην
υγειά του
μια φίσερ πίλσνερ
και περιπλανήθηκα
στους δρόμους
του Μανχάταν
για έβδομη, ίσως
όγδοη φορά
Πενθούν τα οράματα,
ας γελάσω
Θ.
Πέμπτη 28 Μαΐου 2020
Άτιτλο
[…]
Κανείς δεν την έπεισε
ποτέ
να παρατήσει
τις σπουδές της
παρά ίσως ο Τσαρλς
μ’ ένα μισοτελειωμένο
μπουκάλι κρασί
και ένα γερό χούφτωμα
ανάμεσα στα πόδια
Θ.
Δευτέρα 18 Μαΐου 2020
Μαρμαρογλυφείο ΧΧΧ
ΧΧΧ
Ο δρόμος για το
Μαρμαρογλυφείο
ένα ταξίδι μακρινό
για τον νομό Πρεβέζης
όταν μου λες πως
πέθανε ο πατέρας
Τότε εγώ ανοίγω το
παράθυρο τέρμα
βγάζω σπίθες από τα
ακροδάχτυλά μου
και όλο μου φωνάζει
να τα μαζέψω
μη μου τα φάει κάποιο
τρελό φορτηγό
φτύνω τη τσίχλα στα
αγκάθινα βάτα
και στη ρόδα του αέρα
ανακατεύει τα μαλλιά
μου η αδιαφορία
το στόμα μου βγάζει
όλα τα φωνήεντα
σαν εξωγήινο εύρημα
μιας παλιάς εκδρομής
αρθρώνω την ανάμνηση
του Αυγούστου
καταπίνοντας τη λάβρα
μα εκείνος γυρνά και
με κοιτάζει
τυφλός οδηγός
που επιμένει όλο
νεύρο
‘βάλε τα χέρια σου
μέσα
το στανιό μου’
Θ., Μαρμαρογλυφείο,
2019-2020
Κυριακή 26 Απριλίου 2020
Μαρμαρογλυφείο XXIX
XXIX
Σηκώνομαι απ’ τον
θάνατο
με ένα φριχτό πιάσιμο
στη μέση
Φορώ κάτω από το καλό
μου κουστούμι
μια θερμοφόρα πράσινη
από πλαστικό
που μυρίζει
βατραχοπέδιλο
στην Καραθώνα
Βουτάω το πρόσωπο
κάτω απ’ το πουκάμισο
να χαιρετήσω την
παιδική αγάπη
που χάθηκε πριν από
εμένα
[και έτσι]
οσφραίνομαι
τα ψαλιδάκια που
μέτρησαν οι κέφαλοι
μέσα στη γαλήνη των
μεσημεριών
Μα σαν αφήνομαι στους
ήχους
που φωλιάζουν στ’
αυτιά μου
φρέσκο αλάτι και τ’
όνομά μου
γραμμένο στην
μαρμάρινη πλάκα
άγχος με πνίγει γιατί
τα διαλείμματα απ’
τον θάνατο
πάντα κρατούνε λίγο
Θ., Μαρμαρογλυφείο, 2019-2020
Τρίτη 14 Απριλίου 2020
[Ο αποχαιρετισμός του ασώτου]
Σκοτάδι
πρίμα ο αέρας
κι
ανεμίζει ασάλευτη μια λαχτάρα
τα
χέρια σηκώνουν κάθε τόσο
τα
σκοινιά της
μα
εκείνη έχει κολλήσει
μεσίστια
και αγίνωτη
κάτω
από το λευκό σεντόνι
ώρα
μεσημβρινή
μεταξύ
βορείου προσκεφάλου
και
νοτίου ποδός
ημέρα
Σάββατο
της
αχολογής και της αμαρτίας
αγγίζουν
και αποχαιρετούν αγκαλιάζοντας
το
παγωμένο σώμα
των
αναμνήσεων
κι
όλο κοιτούν
το
μισάνοιχτα μάτια του θανάτου
να
δουν αν αντέχουν
την
καθαρή του όψη
Θ.
Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020
Άσμα πρώτο, Οι γυρολόγοι
Ι
Στα χρόνια τούτα
τ’ ανίερα του θανάτου
να μη ρωτάς
ό,τι ρωτούν οι άλλοι
γυρολόγοι
που δε σκιρτούν το
αίμα μου
που δεν το
αναστατώνουν
κρύψε μονάχα
όσο μπορείς
τον πλανόδιο ερωτά
σου
μην καταλάβουν οι
πολλοί
τι είμαι εγώ
για σένα
Θ., Οι γυρολόγοι, 2020
Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020
Περίπατος στο τρελάδικο
Τα βήματα δεν
ακούγονται
στο φρέσκο γρασίδι
όπως δεν ακούγεται η
εκπλήρωση
στα γερασμένα οράματα
Ανασηκώνει το κεφάλι
πάνω
από τη στάση οκλαδόν
και αρχίζει να τρέχει
με τα γόνατα
Μανιασμένος υετός
περιμένει
να καταβρέξει ευλογώντας
Ρωμαίους
στο κοιμητήριο των
από λάθος θανόντων
Εκείνος σπαράζοντας
Στα κελιά
χωρατατζήδες! Στα κελιά!
περιμένει σα
βλογιοκομμένος Ιησούς
λίγην αγάπη
για τ’ αλόγιστα
λίγα χάδια
για τη λυγισμένη του
αορτή
Κανείς δε φαίνεται
ποτέ στους ήλιους, χωρατατζήδες!
Τώρα σαν ωραίος
διάβολος
διαρρηγνύει ιμάτιο
της σειράς
Λευκό καρμπόν
κι άλλοι τόσοι σαν
και τούτον
στην πτέρυγα του
προπαραδείσου
με σφραγισμένο
συγχωροχάρτι
από τον ίδιο τον
Παντοδύναμο
Μεγάλη η χάρη του
Θ.
Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020
Εσύ μοιάζεις του φθινοπώρου
Ανεβοκατεβαίνει στο
στέρνο μου η Νέδα,
στ’ αυτιά μου κόλλησε
το σι μπεμόλ
μα ας όψεται το
καταραμένο μυθικό της βλέμμα
που με πέτρωσε κάπου
στην επιθεώρηση
και η πίστη μου
μούδιασε
στα βρώμικα νερά των
ποταμών
που έγραψες μες το
ανένταχτό σου.
Κάθε λέξη άλλος
προορισμός,
κάθε στίχος ένας
χτύπος ακανόνιστος.
Αρρυθμία.
Καμία θάλασσα δε θα
με σώσει,
κανένας ήλιος δε θα
κλείσει σε φωτοσταλίδες
τη σκέψη σου μπροστά
στα μισάνοιχτα μάτια μου.
Εσύ μοιάζεις του
φθινοπώρου και της βροχής.
Σε κρύβω κάτω από τα
σκεπάσματα
με φως τις οξυμένες
μου αισθήσεις,
αρρωσταίνω και με
γιατρεύεις.
Θ.
Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020
Μετ' εμποδίων
Οι πρίγκηπες
κοιμούνται
πάνω στο βότσαλο
με τον παφλασμό
να παίρνει το φεγγάρι
πέρα
στα άσπρα φώτα
Τα πορφυρά ιμάτια
μια αρμυρή εκδοχή
αγκαλιάς
πάνω στο στήθος
και η μοναξιά
του πύργου στην άμμο
τιθασεύει την ορμή
για τον άγνωστο
βυθό
Μα τους είναι
τόσο δύσκολο να
αφήσουν
τούτη την αυλική
πικρία
γιατί τα όνειρα
δένουν μια πέτρα
στο λαιμό τους
προτού
τους εκθρονίσει
ο αυλοκόλακας
που στέκει
στ’ αρμυρίκια
Θ., Εργώδεις Αναγνώσεις
Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020
Επιθυμία
Έλα και κάθισε κοντά
μου
να συζητήσουμε
τι είδαμε στον ύπνο
μας
χθες τη νύχτα
πώς μας γυρέψανε
φιλιά
οι αγάπες και οι αφορμές
πώς ξημερώσαμε τ’
αγρίμια μέσα μας
που σκιάζουν με
φοβέρα το χάδι μας
και το φιλί μας
ρανίδα που ‘πεσε
σα ζεσταμένο μέλι
στη χούφτα μας
Τι βρώμικο που είναι
το στέρνο μας
έτσι ανήσυχο που
ανεβοκατεβαίνει στην επιθυμία
αν χάσει τα λίγα του
γραμμάρια τώρα δα
άυλη ζωή και
απέραντος ουρανός
από αμέριμνα ταξίδια
στο αεί
Κι όμως ξυπνάμε το
πρωί
μουσκεμένοι
από το λίγο του έρωτα
που δε ζούμε
για να κρατηθούμε
αγκιστρωμένοι
στο αόρατο ξέφτι
τούτης της ακοίμητης
επιθυμίας
που στρώσαμε χαλί να
την πατούμε
στο δωμάτιο που
κρύβουμε
τα όνειρο μιας άλλης
εκδοχής μας
Θ.
Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020
4η Επιστολή
Αγαπημένε μου,
φωτίζουν τα στεφάνια
γύρω απ’ τα κεφάλια
όταν η αγάπη
αδιάσειστη
στρογγυλεύει την
αλήθεια
του θανάτου
Μα δεν είσαι τίποτε
άλλο πια
παρά ένα γερασμένο
τοπίο από οχληρές
αισθήσεις
που κάνουν τα μάτια
μου
να μισοκλείνουν στους
ορίζοντες
Πώς θα μπορούσε ο
κόσμος
να συνεχίσει όπως
πριν χαθείς,
αναρωτιέμαι
Μα τι είναι ο κόσμος
θαρρείς
μια τυπική γεωμετρία
ένα μέγεθος στα μέτρα
μας
Χαίρε, λοιπόν
γιατί τα οράματα ζουν
έξω από τα μέτρα
γιατί το φιλί μου
γλυκαίνει
όταν φτιάχνει ήρωες
θεούς για σένα
από αυτούς που γράφουν
στους τοίχους Κιχώτες
για να ονειρεύονται
και Πάντσας για να
σκουπίζουν
τον ιδρώτα του
προσώπου τους
Θ.
Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020
[Αρσενική Γραφή ΙΙΙ]
Το θηλυκό ερέθισμα καθίζει
τη πυγμή του
πάνω σε κάθε μόριο και ιστό
τη μυριοστή φορά
που περπατώ αδιάφορα
στο δρόμο καπνίζοντας
Μα δεν ονειρεύομαι όπως εκείνη,
τα όνειρα είναι για μένα
φτηνά ρολόγια στο χέρι του πλανόδιου
Μόνο ξυπνητός πια
κλείνω μια προσωπική ενατένιση
προς τα μέσα
ταχταρίζοντας στα γόνατα
την ευθύνη του έρωτα
Και το δικό της στήθος
θα δούλευε γρήγορα την ανάσα
του χεριού μου πάνω στο αιδοίο της
και το βλέμμα μου
θα κοίταζε τα χείλη της
κάθε που θα γινόμαστε ένα
μέχρι να στρίψω τη γόπα
κάτω από τη φθαρμένη μου σόλα
Θ.
Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019
Γεθσημανή
Γεθσημανή κουρασμένη
ξαποσταίνει στ’
απόνερα
μιας νεροποντής
Τα χέρια τυλίγουν
τους νοτισμένους
κορμούς
που ρίζωσαν στο χώμα
με τα όνειρα φωλιασμένα στα οστά
που σπάζουν και
πεθαίνουν
κλαυθμός και οδυρμός πολύς
και η μνήμη μια κλαίουσα μάνα
Ο πόνος καθίζει την
όψη του
πάνω στο πρόσωπο
στο μέτωπο και το
μάγουλο
το ένα καθαρό, το άλλο
φιλημένο
όπως εκείνου του
πλανόδιου Ιησού
που πουλούσε τον
εαυτό του
μαϊμού στο παζάρι
για ν’ αγοράζουν οι
παράλληλοι
κόσμοι εκδοχές
Γεθσημανή κουρασμένη
πατημένη από λόγχες
κρεβάτι που σκέπασε
τη συντροφιά από
σπορά,
λιοτρίβι και δάκρυ
πάντα θα φιλοξενεί
μια Βηθλεέμ και μια Κόλαση
την αρχή και το τέλος
του κόσμου
Θ.
Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019
Υψωμένα στον έρωτα
[...]
Κρυφά σκιρτήματα
υψωμένα στον έρωτα
χορεύουν σε ένα
ανόητο ρυθμό
απ' αυτούς που
παιδεύουν
κάτι αδαείς θεοί
για την τιμή του
ονόματος
και της αξίας που
κόλλησαν
στο μέτωπο ενός
πλανόδιου μουσικάντη
Όποια γνώση μέχρι
τώρα σε οδηγεί
σβήνει στα βήματα
που ακολουθείς
αριστερά και δεξιά
Ένας θεός κι αυτός
σαν όλους τους άλλους
μα είναι το θαύμα του
για σένα
φιλί στο στόμα
και ό,τι ζητάς
περισσότερο,
να βάλει φωτιά
στη γνώση σου με την
ανάσα του
μέσα στη δική σου
Τόσο ο έρωτας νικά
τον κόσμο που 'χτισες
με θεωρίες και
αποδείξεις
Θ., Αναθεώρηση, 2019
Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019
Τέταρτη Πράξη
Ο ποιητής γράφει τους
στίχους του
πίνοντας
με το χέρι και με το
στόμα
Η ποιήτρια γράφει το
θαύμα που ποτίζει
τη γαστέρα της
ρουφώντας την
επιθυμία
ανάμεσα στα δάχτυλά
της
Και οι δύο προσπαθούν
μάταια
ν’ αποτοξινωθούν
μέχρι που συναντιούνται
τυχαία στο προαύλιο
μιας κλινικής θεάτρου
για να δραπετεύσουν
χαράματα
με τις ζεστές πνοές
τους
Μα αφήνουν τα ίχνη
του τελευταίου οξυγόνου
ανάμεσα στα διαζώματα
σ’ ένα κοινό
που αποκοιμήθηκε στην
τέταρτη πράξη
Θ.
Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019
[Αρσενική Γραφή Ι]
Απότομα στον ήχο μιας
παλιάς μοτοσυκλέτας
Μιας μονοκύλινδρης
εποχής
Στο δρόμο με το χώμα
Στρέφω το βλέμμα μου
να πιάσω
Με δύναμη υπερφυσική
Που ευλόγησε κάποιος
ξεχασμένος θεός
Με τα τρία του
δάχτυλα
Τα βάιμπς του πιο
τιμημένου καλοκαιριού σε ερημικό νησί
Ήλιος και αστέρια
εναλλάσσονται τακτικά
Εφαρμόζοντας κανόνα
περιορισμού
Μα εγώ ξεχνιέμαι και
καβαλώ τη σέλα μου
Χωρίς να νιώθω τον
κτύπο στις φλέβες μου
Χωρίς το σώμα μου να
θυμάται την προσωρινότητά του
Και έτσι αθάνατος
-σαν να με μελετούν
μαζί οι νεκροί και ζωντανοί μου πρόγονοι-
Χίλια και άλλα χίλια
χρόνια κυριεύοντας
Τα αποθέματα του
αλκοόλ σε κάθε λεπτό της νύχτας
Βαστώντας για
ασφάλεια τα στρογγυλά της στήθη,
Όπως-όπως βολεύομαι
ανάμεσα
Στα δυο της κωλομέρια
Καθώς στριγκλίζει η
Σιμόν πάνω στην τελευταία νότα
Και άχρονος άντρας με
πυγμή
Σκίζω τους αιθέρες
που βουτήχτηκαν
Στη συναυλία που
έστησαν τα τριζόνια σ’ αλατισμένο δρόσο
Κάθε τόσο γλείφω τα
χείλια, το λαιμό της
Να πάρω αλμύρα
Προτού θωρακίσω
ζευγάρωμα ένα, ίσως και δύο
Μονιά μπερδεμένη από
χέρια και πόδια
Στην αιωνιότητα που
μου πλάνεψε το νου
Εκείνο το καλοκαίρι
Θ.
Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019
[Κοινόν Τύχη]
[Κοινόν Τύχη]
Στη σκέψη κατοικεί η
ανάμνηση της σφαγής
ιδωμένη χάραμα
κάτω ορθώς
από πανάγαθους και άκοντες,
επαχθής γνώση
που ρήμαξε τα όργανα
και τα οστά
της ψυχής
στρέφοντας το σπαθί
στο παιδί και το
άλογο
Και σου καμώνεται
ύστερα
ελευθερία
Και σου καμώνεται
ύστερα
πως η δικαίωση
είναι ταξίδι
πεζή, ενστόλως και
αχθοφέροντας
Τέλειος αυτός και εσύ
δυνάμει εντελεχής
στις όχθες του
Αχέροντα,
μα δίπλα σου πνίγεται
ο καλπασμός
και το παιδολόι αγοράζει
με έκπτωση
τα πρώτα του φτερά
Θ.
Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019
Μικρό Ερωτικό
Κάτι Σάββατα του
φεγγαρένιου βασιλέματος
στοιχίζουν ακριβά
μιαν αρμαθιά φλουριά
αιώνιας ζωής
ή το ξεκίνημά της
πάνω στον ώμο του
βράχου σου
και εγώ σαν
καταρράκτης να κυλάω στα ξέφτια σου
ολόδροσος έρωτας,
και γαντζώθηκα στ’ αρίφνητα
χρόνια της αιωνιότητας
Θ.
Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019
Το κόκκινο σφαγάρι
Σε τούτο τον κόσμο
Ζουν τα μάτια που σε
κοιτάξαν με απορία
Όταν βούτηξες τον
κέρινο ίσκιο τους
Στην άμμο τη νωπή που
έστρωσε μια νεωκόρισσα
Για τις ευχές σου
Σε τούτο τον κόσμο
Το ρυπαρό ρούχο
ζεσταίνει ως το θάνατο
Το τραύμα του Φιλοκτήτη
Η Ισμήνη δαυλίζει το
κιότεμα
Μπροστά στη
σφραγισμένη σπηλιά
Ο δήμιος σκοτώνει την
έμπνευση του ποιητή και
Το κεφάλι της Μήδειας
κυλάει στο πιάτο
Μα ο Ιωάννης -που
ξέρει από αυτά-
Τη βαπτίζει με πέρας
και ελπίδα,
Ο Σάιλοκ στέκει κάτω
από τον σταυρό
Πλούσιος και απειθής
Ο Φάουστ βάζει πάντα
την υπογραφή του
Στο διαβολόχαρτο
Και εσύ σαν τον Πέτρο
κοιμάσαι και ξυπνάς
Με κάθε άρνηση
μεταλαβιάς
Σε τούτο τον κόσμο
Τ’ άδικο φυλαχτό της πίστης του ξένου
-μα και δικό σου-
Μέχρι να ρίξει την
πέτρα στο λαιμό του στολίδι
Στις λίμνες με τα
νούφαρα
Ύστερα αερικό με
θόρυβο ξοπίσω σου
Μετράει την ελπίδα
Μετά από κάθε λύμη
Θ.
Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019
Πρόσκειμαι τω στρεβλώ ποιητή
Στροφή
πνεύματος
Απασχολημένου
με σήμαντρα φθόγγων
Οσάκις
ευρέθησαν οι γυμνοί μου οφθαλμοί
Πάνω
στο πρόσωπό σου το άγιο
Παραχαράκτης
της πιο αγαπημένης αλήθειας γίνεσαι
Λογαριάζοντας
να μου χαρίσεις
Υψηλή
θερμοκρασία απογοήτευσης
Μα
γνωρίζω,
Και
όποιος γνωρίζει
Θωπεύει
και θαυμάζει
Του
δίνει αυτός κρυφό συγχωροχάρτι
Ν’
αγιάσει ολότελα στους αιώνες
Μπροστά
στην απείθεια των κριτικάριων
Και
των πολύ διαβασμένων
Έτσι
και εγώ
Σου
δίνω τη δύναμη που διψάς
Να
πίνεις φωτοστέφανα
Να
σκάνε οι εχθροί σου
Θ.
Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019
Παλαρός
Για δε μ’ αφήνει η τύχη να σε δω
στην αγορά καθώς χτυπάς το καρπούζι
να ξεχωρίζεις το πιο καλό
όπως όλοι οι γνωστικοί
Για δε μ’ αφήνει η τύχη να σε δω
στην εκκλησιά
να σταυροκοπιέσαι με άλλους χριστιανούς
και να βάζεις σάλιο στο κερί της σωτηριάς σου
Για δε μ’ αφήνει η τύχη να σε δω
στο χορό
να σέρνεσαι πίσω από άντρα αμούστακο
και χαμηλοβλεπούσα
Μα να
φυσάω σαν τον Αίολο
τα βήματα κάτω από τη φούστα σου,
ψηλή μελαχρινή μου,
χοροπηδούμε φανερά και αφανέρωτα
εν-δυο και πίσω
και όπως σου χουφτώνω τον ώμο
είμαι ένας τόσο χαρούμενος παλαρός
που για σένα
κάθομαι να μου σπάσεις
στη γκλάβα μου τη ξερή καρπούζι κολοκύθα
και τον ίσκιο των γνωστικών
να σταυροκοπήσουμε μαζί
να σωθούν αυτοί,
κι εμείς ας χορέψουμε τον αγέρα
του θεού και του διαβόλου
τα αμαρτήματα
Θ.
Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019
Τα ρόδινα ταξίδια του ήλιου
Περσινά ηλιοβασιλέματα
με τις άκρες των
δαχτύλων της
η μέρα ρόδα σ’
απλώνει να μυρίσεις,
κάποτε έρχεται ξανά
με τα πρωινά λαλήματα
της
στο νεαρό σου βλέμμα
από άφοβα καμώματα
να τέρψει με την ίδια
μυρωδιά τ’ αχείλι σου
και κάπου ανάμεσα
στα στενά περάσματα της
νύχτας
η φωνή πιλαλεί προς
τις πεθυμιές σου
Κάθε φέτος
μια κόκκινη αναπόληση
που παραδίνεται στον
Μορφέα
όπως μια Κυριακή που
θα χτυπήσει στον
βράχο η φωνή σου
Αντίλαλος χωρίς επιστροφή
ανήμπορος στοχασμός
και τα ρόδινα ταξίδια
του ήλιου
μετρημένα στον άβακα
του πεσμένου σου λώρου
Θ.
Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019
Προσήλυτη
Με ξεκουφαίνει ο
ίσκιος σου
Όταν πέφτει βαρύς
Πάνω στο κρεβάτι μου
Με χαϊδεύει ο βρώμικος
λόγος
Που εκστομίζεις
Κάθε τόσο στ’ αυτιά
μου
Με πίνει η λαιμαργία
σου όταν
Με θες στα μάτια·
Ο έρωτας
Χαλασμένο αισθητήριο
Μηδέν αξιόπιστο,
Ολότελα έμψυχος ο
κορεσμός μου,
Τις άλλες ώρες δεν
έχω τον Θεό μου
Θ.
Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019
Ντανφέρ Ροσρώ
Με κοιτάς με απείθεια
Γιατί σου ταίριαξα
ένα διάτορο βουλεβάρτο Ντανφέρ Ροσρώ
Με ένα τόσο δα μικρό
τριανταφυλλάκι
Που φύτρωσε στο βράχο
πάνω από τη θάλασσα μου
Και το άφησα εκεί
Άκοπο
Στον αγέρα
Να σου ‘ρχεται η
μυρουδιά
Για να σε πονεί στα
σωθικά η θύμηση
Τότε που ο σοφός
έγραψε
Το τελευταίο του
ποίημα
Θ.
Κυριακή 18 Αυγούστου 2019
Μόρσιμον
Ι
Είδε το φως και
ανάπνευσε μια νύχτα του Σαββάτου
με μιαν καρδιά
ασθενική που χτύπαε ολοένα
χωρίς ρυθμό, χωρίς
θεό, χωρίς την ευλογιά του
κι ήρθαν γιατρέσσες
μάντισσες, μαντζούνια από τα ξένα
τα σύννεφα μιλήσανε,
τ’ ανάποδα φεγγάρια
και το νερό του
ποταμού που το ‘πινε ο Φανούρης
και ήταν πικρό το
πόρισμα σκέτος λυγμός η μάνα
πως τύχη μια -ίσως
και δυο- αν τα δεκαοχτώ περάσει
Και το κορίτσι έφτασε
στα πρώιμα τα νιάτα
με ροδαλά τα μάγουλα
και γελαστά τα μάτια
το ‘ξερε πως η τύχη
της ήτανε μοιρασμένη
πως χάρη ο Θεός δεν
έκανε ποτέ στην ειμαρμένη,
μα η ασθενική καρδιά
δεν ωφελεί να κλαίει
με το καλό να
χαίρεται, απ’ το κακό να φεύγει
και όσος απόμεινε
καιρός να τόνε διαφεντεύει
να κελαηδεί με τα
πουλιά, να τρέχει στα λαγκάδια
να προσδοκάει τον
έρωτα και τον κρυφό τον πόθο
ΙΙ
Στους περιπάτους
έβρισκε την ποθητή λαχτάρα
μαζεύοντας κρίνα και
ευωδιές της φύσης καμωμένες
μιλούσε με τις
μέλισσες και όλες τις λιβελούλες
μα άνθρωπος δεν τη
ζύγωνε ούτε οι θυγατέρες
μην ξεψυχήσει πάνω
τους κι η γρουσουζιά τους πάρει
και έτσι μονάχη μα
ευτυχής στου κόσμου το τομάρι
που είναι δέκα φορές
σκληρότερο από του άγριου χοίρου
φανέρωνε την ομορφάδα
της και τη μεγαλοσύνη
ποτέ κακία να μην
κρατεί, ποτέ να μη λογιάζει
τον φόβο τους τον μισερό
για αλόγιστη αμαρτία
Σε έναν περίπατο
μακρύ στο πέτρινο γεφύρι
που το νερό κελάρυζε κάτω
απ’ τις πεταλούδες
και τα λουλούδια
έγερναν γλυκά απ’ τον αέρα,
ξάπλωσε ανάσκελα
βουβή από την ομορφάδα
και αγνάντευε τον
ουρανό τον ροδοπορφυρένιο
μα ούτε που κατάλαβε
πως γέμισε όλο άστρα
και αμέσως ορθή
ευρέθηκε με ένα ματσάκι ίντσα
να πάρει πίσω το
στρατί για τη γλυκιά της μάνα
Μεμιάς και πάλι
ελύγισε στα τρυφερά τα χόρτα
χίλιες βελόνες
τρύπησαν τις κόρες των ματιών της
τα χέρια της
πετρώσανε, τα πόδια γονατίσαν
και ο αέρας
ελιγόστευε στο στόμα που σιωπούσε,
σιωπούσε το μαρτύριο
μηδέ παραπονιόταν
και η σκέψη έπιασε
δουλειά να φύγει μεστωμένη
με μιαν αγάπη
καθημερινή, πολύ συνηθισμένη
πως κάποιος
ενυμφεύτηκε κόρη πικρή του Άδη
πως κάποιος
λιγοψύχησε απ’ το χωρισμό τους
ΙΙΙ
«Αδύνατο σώμα που
‘σταζε άλλοτε τους χυμούς του
και μύριζε η γαστέρα
του κανέλλα και θυμάρι
μες το φουστάνι το
καλό με τους ανθούς του κάμπου
μαύρο πυκνό και ωραίο
μαλλί να κρύβει τον γιακά του
και δυο χειλάκια
κάτασπρα που στανικά σφαλίσαν
που δε φωνάζουνε
ορμηνιές, ουδέ θε ν’ απαιτούνε
το κακουλέ και το
κρασί, το ρύζι και το λάδι
γοργός να πάει στην
αγορά, γοργός και να γυρίσει
μα πριν απ’ όλα
ήσυχος να δώσει τα φιλιά του
ενέχυρα αγάπης σαν
ζητεί της νύχτας υποσχέσεις
Τίποτε δεν του
απόμεινε παρά πικρό τραγούδι
με τις παλάμες
τυλιχτές μπρος στο φτηνό το ξύλο,
Είναι η καρδιά μου
ποταμός, με δάκρυα καμωμένη
που δεν σε αντέχει
μέσα εκεί μονάχη να κοιμάσαι
χωρίς τη ζέστα του
φιλιού, χωρίς την αγκαλιά μου
να αλλάζει η γης τον
άνεμο, τη ζέστη με το κρύο
και τούτο το φουστάνι
σου είναι για καλοκαίρι
θα μου κρυώσεις,
μάτια μου, θα τρέμει και το χείλι
που μου ορμήνευε
ταχιά να φέρω τα καλούδια
τα δάχτυλα σου να
βουτάς μες τα φιλέματά σου
να με ταΐζεις δυνατός
να γίνομαι για σένα
ενέχυρα αγάπης να
τηρώ της νύχτας υποσχέσεις»
ΙV
Κι έφυγεν η ψυχούλα
της και επέταξε στ’ ουράνια
αγαπημένη του άντρα
της του χιλιοπροκομένου
που άκουγε τις
ορμήνιες της και όλες τις απαιτήσεις
ένας αόρατος θεός που
εγέννησε μονάχη
μη τύχει και
παραδοθεί ακάτεχη στην αγάπη
πως τάχα οι νύχτες
γιόμιζαν έρωτα και αγκάλη
και πως δεν ντύθηκε
πικρή με νυφικό στο ξόδι
Θ.
Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019
Ο θάνατος του πατέρα
Σκαρφάλωσε τη ζωή σου
από τον θάνατο στην
ελευθερία,
αυτά κάποτε έλεγες
και τώρα
φρίττεις στο
σιδερένιο κρεβάτι
που έγινε η ανέλιξη
φωτιά
ελαφρύτερη από τον
αέρα
και σου ‘καψε τα
σύννεφα τον ήλιο και τη βροχή,
σου ‘καψε τα τσίνορα ένα
απομεσήμερο
με τους μαύρους
αγγέλους να πιάνουν δουλειά
και τα ποτάμια των
ματιών σου να ρέουν κόκκινα
να στάζουν μέχρι το
στήθος και τις άκρες
των δαχτύλων σου
που γράπωσαν τη
τσόχινη κουβέρτα,
μα απέτυχαν και
γλίστρησαν στο χώμα
τρεις φτυαριές και
λίγο λάδι,
τελεσίδικα.
Μα μαθαίνω πως είσαι
πανταχού
καλός στα λόγια
έχεις πνοή και υπερδύναμη
που έκανες τους αγγέλους
γιους,
τον θάνατο εντέλει
ελευθερία.
Θ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)