Όταν δούλευα σε ανταλλακτήριο
συναλλάγματος, ζούσα επί δέκα ώρες πίσω από διπλό τζάμι και πόρτα ασφαλείας.
Οκτώ ώρες η εργασία, μισή ώρα το μέτρημα προετοιμασίας, μιάμιση ώρα το μέτρημα
πιθανού ελλείμματος. Οι πελάτες μου ήταν αυτοί που περιφέρονταν σε μία άλλη (υπο)πραγματικότητα, πίσω από το Εθνικό Θέατρο, απέναντι από Τα Κόκκινα
Γαρύφαλλα.
Ο ποιητής σέρβιρε καθημερινά στα
Κόκκινα Γαρύφαλλα. Είχε ένα πρόσωπο ωοειδές λευκό, τα μαλλιά του σκούρα καστανά,
αδύνατο πλάσμα με σκισμένα τζιν και άσπρο t-shirt, τυπάκος, ήταν
δηλαδή σαν κάτι σύγχρονα παιδαρέλια που έχουν ομορφιά και ελάχιστο ταλέντο, και
είναι και πολυπράγμονες, που κάνουν μουσική, θέατρο, αθλητισμό, έχουν δει όλα
τα ντοκιμαντέρ που δεν έχεις δει, βγαίνουν, πηγαίνουν σινεμά, φουμάρουν μπάφο
βορείων προαστίων, και φυσικά διαβάζουν ποίηση και γράφουν ποίηση. Εκείνου
βέβαια η ζωή δεν είχε καμία σχέση με τις ανωτέρω ασχολίες (αφού σέρβιρε στα
Κόκκινα Γαρύφαλλα), είχε μόνο το παρουσιαστικό και την ποίηση. Όσο για το
ταλέντο, επρόκειτο σύντομα να το ανακαλύψω.
Μια μέρα, λοιπόν, μου φέρνει τον
καθιερωμένο καφέ και με βρίσκει να διαβάζω τη βιογραφία του Βιζυηνού.
-Σου αρέσει το διάβασμα;
-Ναι.
-Και μένα. Διαβάζω πολλή ποίηση.
Πού να τον αφήσω;
-Αγαπημένος ποιητής; Εδώ, εδώ.
-Λειβαδίτης, μου λέει.
-Την περίμενα, νομίζω, αυτή την
απάντηση.
Ξαφνικά, έρχεται ο νταβατζής του
μπουρδέλου της Σατωβριάνδου και Γ’ Σεπτεμβρίου:
-200 δολάρια.
-Ορίστε.
-Μιλάς με τον ποιητή μας;
- (Έχω μείνει λίγο) Ε ναι.
-(Στον ποιητή) Γράφεις;
-Γράφω.
-Και που το ξέρει αυτός;
Πετάγεται ο νταβατζής:
-Όταν έρχεται να γαμήσει, στο
τέλος δίνει και ένα ποίημα στα κορίτσια. Δικό του! Το γράφει μετά, αφού…ξέρεις.
Τα κορίτσια τα έχουν κάνει συλλογή, και τα έχουν κολλήσει όλα κάτω στο ψυγείο.
Τα κάνουμε και χάζι, πάμε να πάρουμε ένα ποτήρι νερό, μια μπύρα και τα
διαβάζουμε κιόλας! Ξέρεις τώρα, απαγγελία! Μια φορά, η Μάρσα, η πιο καλή μας
πουτάνα, πήρε ένα και το διάβαζε την ώρα που την έπαιρνε ο Αχμάντ ο Τρύπας,
ξέρεις που έρχεται εδώ και αλλάζει μάρκα;
-Ναι τον ξέρω…
-Και το φώναζε και ακουγόταν σε
όλα τα δωμάτια…Πολύ γέλιο ε; Δεν νομίζω να σε πειράζει ποιητή μου;
-Καθόλου, τα ποιήματά μου είναι
χαρισμένα απλόχερα στα κορίτσια σου.
-Βρε παιδιά, έχω περιέργεια. Δεν
μου δίνεις ένα-δύο βρε ποιητή να διαβάσω;
-Ευχαρίστως! Τρέχω να σου φέρω!
Και ο ποιητής δεν γύρισε ποτέ.
Πλάκωσε δουλειά, λέει. Και την άλλη μέρα, τα ίδια. Όλο στο τρέξιμο. Τον έβλεπα
από το διπλό τζάμι που διέσχιζε το δρόμο με τον δίσκο του καφενέ στο χέρι, του
έκανα νόημα, αλλά τίποτε. Και πέρασαν μέρες πολλές και βαρέθηκα να περιμένω.
Και δεν του ξαναείπα τίποτε, γιατί κατάλαβα ότι δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί μου
τα ποιήματά του, ίσως γιατί δεν δούλευα σε μπουρδέλο. Δεν ξέρω, δεν χολόσκασα
κιόλας. Πάντως συνεχίσαμε τις ζωές μας όλοι κανονικά σαν να μην είχαμε
αναφερθεί ποτέ στην ποίηση.
Ένα πρωί ήρθε η Μάρσα. Η Μάρσα
ερχόταν μία φορά τη βδομάδα. Είχε έναν γιο στη Ρωσία και του έστελνε χρήματα.
Ερχόταν πάντα με ένα τριαντάφυλλο, γιατί ήταν ερωτευμένη μαζί μου (αυτή όμως
είναι άλλη ιστορία). Εκείνο το πρωινό μου έδωσε και ένα χαρτί να διαβάσω:
Κι αν έρθει κάποτε η
στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος
σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του
ανθρώπου, είναι να ‘χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα,
είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά
του.
-Εί-ναι του ποιη-τή μας, μου το κάρισε
χτες. Αυ-τός μας -πως το λέτε;- μας σέ-βεται. Και γκράφει τόσο ωραίγια!
Τέτοιους πελά-τες τέλουμε, να το ξέ-ρεις!
-Ναι γράφει πολύ ωραία, απάντησα.
Και έτσι κυλούσε η ζωή μας στον
υπόκοσμο. Πόρνες, νταβατζήδες, δολάρια και μάρκα, και ένα παλικάρι που ξεπατίκωνε τον Λειβαδίτη κάνοντας ευτυχισμένες τις πονεμένες ψυχές.
Θ.