Όταν δούλευα σε ανταλλακτήριο
συναλλάγματος, ζούσα επί δέκα ώρες πίσω από διπλό τζάμι και πόρτα ασφαλείας.
Οκτώ ώρες η εργασία, μισή ώρα το μέτρημα προετοιμασίας, μιάμιση ώρα το μέτρημα
πιθανού ελλείμματος. Οι πελάτες μου ήταν αυτοί που περιφέρονταν σε μία άλλη
υποπραγματικότητα, πίσω από το Εθνικό Θέατρο, απέναντι από Τα Κόκκινα
Γαρύφαλλα.
Σήμερα θα σας πω την ιστορία του
Βασίλη που βαρούσε ενέσεις στις γάμπες:
Ο Βασίλης ήταν πλούσιος. Δεν
ήξερε τι είχε. Κυριολεκτικά δεν ήξερε, γιατί ήταν μονίμως μαστουρωμένος και
ξεχνούσε τι φορούσε εκείνη τη στιγμή που σου μιλούσε. Δεν ήταν μόνος. Ήταν ο
Βασίλης και η Μάρθα. Αδέρφια, εκείνη μεγαλύτερη. Έρχονταν πάντα πρωί πρωί. Η
Μάρθα με ένα μαλλί γαριασμένο κοκκινωπό, το ίδιο ζακάρ πουλόβερ σε αποχρώσεις
το κόκκινου και μαύρου, ένα τζιν παντελόνι δυο νούμερα πάνω και ένα τζάκετ
ριχτό, γκρενά, άλλα δυο νούμερα πάνω.
Ο Βασίλης χάλι μαύρο. Η μαστούρα
φαινόταν από χιλιόμετρο. Είχε και αυτός μόνιμη περιβολή, καρό πουκάμισο του
αμερικανικού νότου, μπουφάν σκισμένο σε τρία σημεία (μανίκι, μανίκι, τσέπη) και
τζιν παντελόνι με το ένα μπατζάκι μονίμως σηκωμένο για τη φλέβα. Στο
ανταλλακτήριο ερχόταν με μια σακούλα ψιλά και του τα έκανα χοντρά. Μεγάλα ποσά,
εκατό, διακόσιες χιλιάδες.
Μια μέρα τον ρώτησα:
-Ρε Βασίλη, πού τα βρίσκεις τόσα
λεφτά;
-Επαιτεία και τσιμπούκια.
-Τι εννοείς;
-Με την επαιτεία ψιλά πράγματα.
Με τα τσιμπούκια βγάζω τα χοντρά, και ένα χιλιάρικο…
Ένα πρωί, σαν όλα τα άλλα, ο
Βασίλης ήταν μόνος και πιο χάλια από ποτέ. Μιλούσε και του τρέχανε πηχτά σάλια
από το στόμα, δεξιά και αριστερά, υπερχείλιζε χολή και ό,τι υγρό είχε μέσα του.
Τα μάτια του με κοιτούσαν, αλλά ήταν θολά σαν του τυφλού. Δεν τα ανοιγόκλεινε
σχεδόν καθόλου και έτρεμε ολόκληρος.
-Βασίλη είσαι καλά; Να καλέσω ένα
ασθενοφόρο;
-Όχι! Καλά είμαι, δεν έχω βαρέσει
ακόμη γι’ αυτό. Κάτσε λίγο να το λύσουμε αυτό.
-Τι να λύσουμε;
Σκύβει αυτός, δεν τον βλέπω καλά,
Σηκώνομαι από τον γκισέ, Κολλάω το κεφάλι μου στο τζάμι. Ο Βασίλης ξαπλώνει
μπροστά στην πόρτα ασφαλείας.
-Βασίλη, φωνάζω. Όχι βρε Βασίλη!
Πέφτει κάτω, βγάζει την ένεση και
δίνει μια στο πόδι, πόνεσε η καρδιά μου. Μετά λιποθύμησε. Άρχισα να χτυπάω το
τζάμι, δυνατά, να βγω έξω δεν μπορούσα. Ο Ποιητής περνά τρέχοντας τον δρόμο και
σκύβει πάνω του απλώνοντας το χέρι να πιάσει σφυγμό.
-Καλώ ασθενοφόρο! φώναξα, και έκλαιγα
ήδη με λυγμούς.
Πέρασαν σαράντα πέντε λεπτά. Μέχρι
εκείνη τη στιγμή, αναρωτιόμασταν με τον Ποιητή και άλλους περίεργους
περαστικούς αν ζει ο Βασίλης ή δε ζει με αμλετικούς συνειρμούς της αμηχανίας
και με τον παλμό του να αχνοακούγεται, ή μήπως δεν ήτανε δικός του και τα είχε
χαμένα; Εγώ μέσα στο λαγούμι, δεν μπορούσα να βγω έξω. Είχα γεμίσει την πόρτα
ασφαλείας με δάκρυα και μύξες, με δαχτυλιές και αίμα, γιατί άνοιξε η μύτη μου
και μέσα στον πανικό πήρα το ρολάκι από την ταμειακή μηχανή και προσπαθούσα με
το χαρτί να κάνω το αίμα να σταματήσει. Πάτησα κατά λάθος και δυο φορές το esc και έχασα και μία αίτηση
εκχώρησης παρωχημένου χρήματος που κανείς δεν το ήθελε, κανείς δεν το
χρειαζόταν, και όλα γι’ αυτό το κωλόχαρτο από υδατογράφημα και νεκρές κεφαλές
γίνονταν, γι’ αυτό το άψυχο πράγμα πέθαινε ο Βασίλης μπροστά στην πόρτα μου,
και τίποτε δεν μπορούσα να κάνω εγώ, παρά να πάρω επειγόντως ένα losecπου
είχε γίνει το στομάχι μου σαμπρέλα έκτου μήνα.
Ο Βασίλης σώθηκε. Μια ένεση ήταν
αρκετή για να τον συνεφέρει. Η Μάρθα είχε καταφθάσει εντωμεταξύ -δεν ξέρω πώς-
και μπήκε μαζί του στο ασθενοφόρο λέγοντας συνέχεια:
-Μαλάκας είσαι, ρε Βασίλη, μαλάκας!
Από την άλλη, εκείνη τη μέρα έκανα το πρώτο και
το τελευταίο μου έλλειμμα, αγόρασα φράγκα και τα πέρασα για μάρκα. Ο Φρασνουά
που είχε έλθει και την προηγούμενη μέρα, αλλά θα έφευγε την επόμενη για τη Νάντη, έφυγε όλος
χαρά και δεν καταλάβαινα γιατί. Εν τέλει, δούλεψα δύο εβδομάδες απλήρωτη για να
το ξοφλήσω.
Σήμερα στις 10 το πρωί έπεσα
νεκρή από πήλινη γλάστρα με αλεξανδρινό, απόκτημα των τελευταίων Χριστουγέννων
εικάζω, από μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας στην οδό Ναυπλίου,
αριθμός 84. Το αλεξανδρινό ή χριστολούλουδο είναι ένα ανθεκτικό φυτό κατ’
ορισμένες περιπτώσεις, εν γένει χάνει το πολύ το φύλλωμα και μένει με τα
χρωματιστά του πέταλα -ολίγον ξεθωριασμένα βέβαια- μπορεί και για τέσσερις, και
για οκτώ, για δεκαέξι μήνες. Την ώρα που με χτύπησε δεν κατάλαβα τι με χτύπησε.
Αλλά όπως έπεσα στο πεζοδρόμιο, ακριβώς απέναντι από το παλιό χασάπικο του
Παναγιώτη, παρόλο που οι κόρες μου στριφογύρισαν από τη ζαλάδα, κατάφεραν να
εστιάσουν στη σπασμένη γλάστρα και στο φυτό της γέννησης του Θεανθρώπου. Αμέσως
αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για το λουλούδι της Βηθλεέμ, ενώ κατάλαβα ότι η
νοικοκυρά που το αγόρασε έκανε και μεταφύτευση ακριβώς με την προσδοκία να
φροντίσει να επιζήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Και τα είχε καταφέρει. Ήταν
δροσερό, πρασινωπό, τα πέταλα ήταν και μοβ και ελάχιστα κόκκινα. Ευτυχώς δεν
έσταξα πολύ αίμα και οι πτώσεις μας κατέληξαν να μας απομακρύνουν ένα ή δύο
μέτρα, επομένως δεν μπορώ να πω ότι στραπατσαρίστηκε και πολύ το
χριστολούλουδο. Αν κάποιος περνούσε να το πάρει και έκανε μία νέα μεταφύτευση
θα το έσωζε, το δίχως άλλο.
Εμένα πάλι καμία μεταφύτευση δε
θα μπορούσε να με σώσει. Το ένιωθα πως αυτή δεν ήταν μια απλή ζαλάδα, ότι
δηλαδή θα με πάρει ταχέως το ασθενοφόρο, να με εναποθέσει στους ικανούς
γιατρούς να σωθώ αποφασίζοντας κατόπιν να πάρω τη ζωή στα χέρια μου λόγω του
παρολίγον θανάτου μου. Και τη στιγμή που αποδεχόμουν ότι θα τελειώσω άδοξα που
μου ‘ρθε ένας Χριστός στο κεφάλι, ρομφαία προ κρίσης, να με διατάζει εξ
αριστερών να κάτσω πριν από τα γεννοφάσκια του θανάτου μου, με θυμήθηκα παιδάκι
οκτώ χρονώ, πάλι άνοιξη ήτανε. Είχα ανέβει, λέει, στο ποδήλατο του μεγάλου μου
ξαδέρφου, στο χωριό. Και αποφάσισα να το οδηγήσω παρόλο που ήταν μεγάλο και
φοβόμουν. Κατευθύνθηκα στο κοτέτσι, δυο μεγάλοι χωματόδρομοι απόσταση,
κακοτράχαλοι με χόρτα στη μέση και πέτρες. Στα μισά πέρασα το σπίτι του τρελού,
του Λιά του Κοτσαδάμη του κοντού. Με χαιρέτησε με μία πορνοφυλλάδα στο χέρι και
με το ξεδοντιάρικο χαμόγελό του φωνάζοντας κάτι ακαταλαβίστικα, ενόσω έτρωγα
μυγάκια, αφού είχα πιάσει ταχύτητα καλή.
……………………………………………….
Πάνω στη σκηνή στο φτηνιάρικο
θέατρο του δήμου, τοποθετήσαμε τα όργανα, τα αναλόγια και τις παρτιτούρες. Είχα
πολύ άγχος. Πάντα είχα άγχος. Έβηχα να καθαρίσω τη φωνή μου, κούρδιζα με
ιδρωμένες παλάμες. Εκείνος ανέβηκε στη σκηνή τελευταίος. Δύο πουλάκια
ερωτοτροπούσαν στο περβάζι του παραθύρου στο πλάι της αίθουσας. Ευχήθηκα να
ήμασταν αυτά. Από κάτω είκοσι, ίσως τριάντα άνθρωποι.
……………………………………………….
Ο μπαμπάς με κρατούσε σφιχτά στην
αγκαλιά του -πώς θα αντέξει το χαμό;. Με κρατούσε σφιχτά και με καθησύχαζε πως
η μαμά θα έρθει σύντομα. Και ήρθε. Και μετά ήμουν πολύ χαρούμενη και
προκειμένου να αφήσουμε πίσω μας μια κακή μέρα, ο μπαμπάς μου υποσχέθηκε να
πάμε το βράδυ σινεμά. Και είδαμε το Άλιεν η Επιστροφή. Δεν κοιμήθηκα για
δεκατέσσερις μέρες.
……………………………………………….
Ο άντρας με γύρισε ανάποδα. Του
ζήτησα έρωτα με αγάπη, και φιλιά, και μάτια. Με είχε πιάσει η άνοιξη. Δεν μου
έδωσε σημασία. Χάιδευε εκστασιασμένος τα γυμνά μου οπίσθια. Κρατούσε τη μέση
μου και τη βόλευε όπως εκείνος ήθελε, περπατούσε βαριανασαίνοντας στο σώμα μου,
πάνω και κάτω, αναποφάσιστος πώς να μπει. Τελείωσα με την ανάσα του στη
ραχοκοκαλιά μου. Έτσι πιάσαμε τη Ρήνη.
……………………………………………….
Καταρρακτώδης βροχή στον έξω
κόσμο. Με οργή φεύγει ο Μάρτης. Έτσι έλεγαν οι γιατροί. Δεν ακούγαμε τίποτε
μέσα στο λαγούμι. Το δεξί χέρι κρεμόταν σαν χέρι φασουλή, το αριστερό δεμένο
και ο ορός συνδεδεμένος. Ένα πλαστικό μαραφέτι μετρούσε τους παλμούς. Τα μάτια
μου ανοιχτά τέρμα, πονούσαν σχεδόν, αλλά δεν έδινα σημασία. Δεν ένιωθα τίποτα.
Και μου τραβούσαν την κοιλιά και δεν ένιωθα. Ξαφνικά μέσα σε πέντε εκατοστά
βολέψανε όπως όπως το μωρό, ανάμεσα στο πρόσωπό μου και στο παραβάν. Το μωρό
μου έκλαιγε πολύ, χέρια δεν είχα να το αγκαλιάσω. Μόνο κοιτούσα. Και δεν
μπορούσα να αγκαλιάσω το μωρό μου. Δεν μπορούσα.
Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Άθλια
διαδικασία. Το πτώμα μου το μαζεύει ένα αργοπορημένο ασθενοφόρο. Μετά από δύο
μέρες με κηδεύουν. Το αλεξανδρινό το ποδοπατάει ο άντρας, το ξεσκίζει, το
βρίζει, το κλαίει. Για πέντε χρόνια δε στολίζει δέντρο στο σπίτι μας, αν και η
μικρή το ζητά. Τον έκτο χρόνο ο άντρας ερωτεύεται τη Μαρία Χ. Μαθαίνω πως της
κάνει έρωτα με αγάπη, και φιλιά, και μάτια. Και ζηλεύω πολύ.
Όταν δούλευα σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος, ζούσα επί δέκα
ώρες πίσω από διπλό τζάμι και πόρτα ασφαλείας. Οκτώ ώρες η εργασία, μισή ώρα το
μέτρημα προετοιμασίας, μιάμιση ώρα το μέτρημα πιθανού ελλείμματος. Οι πελάτες
μου ήταν αυτοί που περιφέρονταν σε μία άλλη υποπραγματικότητα, πίσω από το
Εθνικό Θέατρο, απέναντι από Τα Κόκκινα Γαρύφαλλα.
Σήμερα θα σας πω την ιστορία της Γαλλίδας που ξέμεινε από
λεφτά:
- -Παρλέ βου φρανσέ;
- -Νο, ινγκλις πλιζ.
- -Άι…γοντ του ρισίβ μάνει φρομ μάμα.
- -Αααα! Γουέστερν Γιούνιον!
- -Ουί!
- -Γκιβ μι γιορ κόουντ νάμπερ πλιζ.
- -ΟK,
χάου ματς ις ιτ!
- -ιτ ις 120 γιούρος.
- -Μεγντ! ΜΕΓΝΤ! ΜΕΓΝΤ!
- -Γοτ, καλέ;
- -Τσεκ ιτ εγκέν πλιζ!
- -120 γιούρος!
- -Φακ, Μεγντ! ΜΕΓΝΤ!
Βγάζει αριστερή ελβιέλα, πράσινη με μαύρες λεπτομέρειες, την
πετάει στο τζάμι.
- -Ντου γιου γοντ γιορ μάνει;;;
- -Ουί, ΜΕΓΝΤ!
Της εγκρίνω 120 γιούρος, ρολάρω την καρτέλα της, είχε και
μήνυμα από τη μάμα:
- -Γιου χαβ ε μεσατζ!φρομ μάμα!
- -ράιτ ντάουν πλιζ!
Το σημειώνω και το κολλάω στο τζάμι:
- -Φακ! Φακ! ΜΕΓΝΤ!!
Βγάζει και τη δεξιά ελβιέλα, την πετάει στο τζάμι, βρίζει
γαλλικά, δεν καταλαβαίνω τον Χριστό μου, ξέρω ότι βρίζει και εμένα. Μαζεύει τα
παπούτσια, τα φοράει, βάζει τα λεφτά στη τσέπη του παντελονιού της, φτύνει το
διπλό τζάμι, μου βγάζει τη γλώσσα, γλύφει το τζάμι, φεύγει.
*Μήνυματηςμάμα: Je ne vous
enverrai plus d'argent! tu te debrouille toi meme!
Όταν δούλευα σε ανταλλακτήριο
συναλλάγματος, ζούσα επί δέκα ώρες πίσω από διπλό τζάμι και πόρτα ασφαλείας.
Οκτώ ώρες η εργασία, μισή ώρα το μέτρημα προετοιμασίας, μιάμιση ώρα το μέτρημα
πιθανού ελλείμματος. Οι πελάτες μου ήταν αυτοί που περιφέρονταν σε μία άλλη (υπο)πραγματικότητα, πίσω από το Εθνικό Θέατρο, απέναντι από Τα Κόκκινα
Γαρύφαλλα.
Ο ποιητής σέρβιρε καθημερινά στα
Κόκκινα Γαρύφαλλα. Είχε ένα πρόσωπο ωοειδές λευκό, τα μαλλιά του σκούρα καστανά,
αδύνατο πλάσμα με σκισμένα τζιν και άσπρο t-shirt, τυπάκος, ήταν
δηλαδή σαν κάτι σύγχρονα παιδαρέλια που έχουν ομορφιά και ελάχιστο ταλέντο, και
είναι και πολυπράγμονες, που κάνουν μουσική, θέατρο, αθλητισμό, έχουν δει όλα
τα ντοκιμαντέρ που δεν έχεις δει, βγαίνουν, πηγαίνουν σινεμά, φουμάρουν μπάφο
βορείων προαστίων, και φυσικά διαβάζουν ποίηση και γράφουν ποίηση. Εκείνου
βέβαια η ζωή δεν είχε καμία σχέση με τις ανωτέρω ασχολίες (αφού σέρβιρε στα
Κόκκινα Γαρύφαλλα), είχε μόνο το παρουσιαστικό και την ποίηση. Όσο για το
ταλέντο, επρόκειτο σύντομα να το ανακαλύψω.
Μια μέρα, λοιπόν, μου φέρνει τον
καθιερωμένο καφέ και με βρίσκει να διαβάζω τη βιογραφία του Βιζυηνού.
-Σου αρέσει το διάβασμα;
-Ναι.
-Και μένα. Διαβάζω πολλή ποίηση.
Πού να τον αφήσω;
-Αγαπημένος ποιητής; Εδώ, εδώ.
-Λειβαδίτης, μου λέει.
-Την περίμενα, νομίζω, αυτή την
απάντηση.
Ξαφνικά, έρχεται ο νταβατζής του
μπουρδέλου της Σατωβριάνδου και Γ’ Σεπτεμβρίου:
-200 δολάρια.
-Ορίστε.
-Μιλάς με τον ποιητή μας;
- (Έχω μείνει λίγο) Ε ναι.
-(Στον ποιητή) Γράφεις;
-Γράφω.
-Και που το ξέρει αυτός;
Πετάγεται ο νταβατζής:
-Όταν έρχεται να γαμήσει, στο
τέλος δίνει και ένα ποίημα στα κορίτσια. Δικό του! Το γράφει μετά, αφού…ξέρεις.
Τα κορίτσια τα έχουν κάνει συλλογή, και τα έχουν κολλήσει όλα κάτω στο ψυγείο.
Τα κάνουμε και χάζι, πάμε να πάρουμε ένα ποτήρι νερό, μια μπύρα και τα
διαβάζουμε κιόλας! Ξέρεις τώρα, απαγγελία! Μια φορά, η Μάρσα, η πιο καλή μας
πουτάνα, πήρε ένα και το διάβαζε την ώρα που την έπαιρνε ο Αχμάντ ο Τρύπας,
ξέρεις που έρχεται εδώ και αλλάζει μάρκα;
-Ναι τον ξέρω…
-Και το φώναζε και ακουγόταν σε
όλα τα δωμάτια…Πολύ γέλιο ε; Δεν νομίζω να σε πειράζει ποιητή μου;
-Καθόλου, τα ποιήματά μου είναι
χαρισμένα απλόχερα στα κορίτσια σου.
-Βρε παιδιά, έχω περιέργεια. Δεν
μου δίνεις ένα-δύο βρε ποιητή να διαβάσω;
-Ευχαρίστως! Τρέχω να σου φέρω!
Και ο ποιητής δεν γύρισε ποτέ.
Πλάκωσε δουλειά, λέει. Και την άλλη μέρα, τα ίδια. Όλο στο τρέξιμο. Τον έβλεπα
από το διπλό τζάμι που διέσχιζε το δρόμο με τον δίσκο του καφενέ στο χέρι, του
έκανα νόημα, αλλά τίποτε. Και πέρασαν μέρες πολλές και βαρέθηκα να περιμένω.
Και δεν του ξαναείπα τίποτε, γιατί κατάλαβα ότι δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί μου
τα ποιήματά του, ίσως γιατί δεν δούλευα σε μπουρδέλο. Δεν ξέρω, δεν χολόσκασα
κιόλας. Πάντως συνεχίσαμε τις ζωές μας όλοι κανονικά σαν να μην είχαμε
αναφερθεί ποτέ στην ποίηση.
Ένα πρωί ήρθε η Μάρσα. Η Μάρσα
ερχόταν μία φορά τη βδομάδα. Είχε έναν γιο στη Ρωσία και του έστελνε χρήματα.
Ερχόταν πάντα με ένα τριαντάφυλλο, γιατί ήταν ερωτευμένη μαζί μου (αυτή όμως
είναι άλλη ιστορία). Εκείνο το πρωινό μου έδωσε και ένα χαρτί να διαβάσω:
Κι αν έρθει κάποτε η
στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος
σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του
ανθρώπου, είναι να ‘χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα,
είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά
του.
-Εί-ναι του ποιη-τή μας, μου το κάρισε
χτες. Αυ-τός μας -πως το λέτε;- μας σέ-βεται. Και γκράφει τόσο ωραίγια!
Τέτοιους πελά-τες τέλουμε, να το ξέ-ρεις!
-Ναι γράφει πολύ ωραία, απάντησα.
Και έτσι κυλούσε η ζωή μας στον
υπόκοσμο. Πόρνες, νταβατζήδες, δολάρια και μάρκα, και ένα παλικάρι που ξεπατίκωνε τον Λειβαδίτη κάνοντας ευτυχισμένες τις πονεμένες ψυχές.