Τότε που ανέβηκα σε
ένα ψηλό βάθρο
να τραγουδήσω με φωνή
καμπάνα
μα ένα μικρό
μα ένα μικρό
κλεφτόπουλο,
δεν αναρωτήθηκα
πόσο κοστίζει το
θάρρος
ούτε το ζύγισα με τ’
άγουρα τα νιάτα.
Και όταν κατέβηκα από
το βάθρο
ήταν ήδη αργά να
μαθητεύσω.
Μέσα από ξερόχορτα
και
τσουκνίδες που μου
φάγαν τα πόδια
έφτασα στα μισά,
τις κλάδες τις ξερές
μπροστά μου θέριζε
πότε ο Θεός
πότε ο Διάβολος,
και εγώ βυθίστηκα
λουφάζοντας
σε παλτό δυο νούμερα
μεγαλύτερο.
Μα εδώ μυρίζει χτικιό
και πουρνάρι ξερό
λίγο πριν την πτώση
και είναι τόσο, μα
τόσο βαθύς ο καημός για περίσσεια αντοχή.
Ξάφνου,
αβάσταχτος πόνος στην
κεφαλή
δυο ξεπηδούν από μέσα
δυο περιστέρες λευκές
σαν το μπαμπάκι της
Κωπαΐδας,
ζέστα, ήλιο και τροφή
να μαζέψω στο δισάκι μου
και από τον ξαφνικό
μου κόπο ζεστάθηκα
και πέταξα το
πανωφόρι,
άπλωσα μόνη να ανοίξω
τον δρόμο.
Κι αν δεν τρώγω,
αν δεν τραγουδώ πια
στα ψηλά τα βάθρα
πιάνω το όπλο και το
φυλάω στο βρακί μου
να σκοτώσω τον λύκο,
τον κλέφτη και τον μάγο,
τον Ποιμένα που με
γέλασε πως ήταν καλός.
Δεν το ‘χω σε τίποτα
να σκοτωθώ
για να οδηγήσω με
ασφάλεια
τις περιστέρες μου
στη φωλιά που έχτισα
με ξέφωτα που ατένισα
στο διάβα της ζωής μου.
Θ.