Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Ασύνειδη λεξιπλασία ενός ψυχορραγούντος νου


Άλφα.
Αριστερός παράμεσος,
αβέβαιος κτύπος.
Κάπα.
Μέσος δεξιός,
γερό χτύπημα.
Ρο,
ρόδι σπασμένο για καλή τύχη,
σε έτος πιο δίσεκτο από
την ίδια την ύπαρξη.
Βα,
βαστάζος του λιμανιού,
άγνωστος προορισμός
επιζητά πληρωμή
τρία νομίσματα χρυσά
από τη συλλογή των χαμένων αντικειμένων
του παιδιού που ήμουν.
Τη,
τηρούνται όλοι οι κανόνες.
Ανεξαιρέτως.
Κανείς δεν μπορεί να πράξει αλλιώς,
πρέπει να βιαστώ, 
το καράβι φεύγει.
Σίγμα,
τελικό.
Το σίγμα ταφόπλακα,
παραπάτησα από λάθος στο τεντωμένο σκοινί.
Πέφτω,
στο κατάστρωμα της Δώρας Π.,
το ταξίδι θα είναι μεγάλο,
το αποβόρι μου χαϊδεύει τα μάγουλα,
μα δεν το νιώθω.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Η πίστη


Ποτέ δεν πήγαινε στην εκκλησία.
Στον Επιτάφιο έπαιρνε το φως,
το ίδιο και στην Ανάσταση.
Από τους περαστικούς.
Έτρεχε μέσα να ανάψει το καντήλι της,
να σώσει από όλους τους αμαρτωλούς του κόσμου
μόνο τη μάνα του Φανούρη.
Κατά βάθος πίστευε,
Κατά βάθος δεν πίστευε.
Άπλωνε το αλεύρι,
έβαζε λευκό πανί,
το σταύρωνε,
και εστόλιζε τη γειτόνισσα που
της ζητούσε προζύμι.

Το στάρι το μισούσε,
επιδεικτικά το πετούσε στις κότες,
εκείνες το ποδοπατούσαν και
το κουτσουλούσαν,
το έτρωγαν και το έφτυναν,
το κλωσούσαν μαζί με τα αυγά τους,
το κακάριζαν
και το μακάριζαν.
Μα πριν το φευγιό της,
οδηγίες έδωσε σαφείς,
να γίνει το πιο νόστιμο του κόσμου,
να πληρώσει τον Πέτρο,
να πιάσει καλή θέση στον παράδεισο.

Θ.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Υποψία Έρωτος

Προτάσσεις τη θέλησή σου
γέρνοντας το κεφάλι
στον τοίχο,
το βλέμμα σου μισό
ολάκερη με τρώγει.
Μια υποψία έρωτος
αιφνίδιου,
καλπάζει πιο γρήγορα από το φως
καρδιά, στομάχι, νους.
Και ανακατεύομαι.

Θ.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Ίζολα Τιβερίνα


Πρώτη και τελευταία η νύχτα
στην ίζολα Τιβερίνα,
με τα κίτρινα φώτα
ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων,
πάνω στο άψυχο κορμί του Ταρκύνιου,
μοναδική και ανήλιαγη συνάντηση
με τη θλιβερή προσμονή
στο άδειο στομάχι.
Χέρι με χέρι περπατήσαμε από την πλώρη
ως την πρύμνη,
τρεις φορές σταθήκαμε
στο αυτοσχέδιο σινεμά που έπαιζε Φερναντέλ.
Πίσω από τους υπότιτλους
κυλούσε όπως όπως το περιστατικό,
η ομιλούσα γλώσσα,
η γραπτή γλώσσα,
καμία δε μας απεγκλώβισε
από την απείθεια του ξένου που δεν βιώνει τον τρόπο.
Και η θλίψη έγινε ανυπομονησία,
ανόητος ίδρως στις παλάμες,
που γύρεψαν να ξεκολλήσουν,
για τη δροσιά της μοναχικής ζωής.
Κανείς δεν ξέρει γιατί δεν βρήκαμε την ευτυχία
στην Τιβερίνα τη νύχτα.
Όμως τα χέρια μας ενώσαμε ξανά στην Κόρσο,
την Τριτόνε και την Μπαρμπερίνι,
να κάνουμε ψιλά
για τον παλιό σιδερένιο ανελκυστήρα
που θα μας οδηγούσε ψηλά
στο έκτο πάτωμα της απώθησης.


Θ.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Εσύ και ο έρωτας


Θέλω να γράψω για σένα και τον έρωτα.
Αν μιλήσω για σένα,
θα είναι πραγματικά ωραίο να εξομολογούμαι
πόση επιρροή μου ασκεί η μορφή σου,
μα αυτό δε θα είναι αρκετό.
Αν μιλήσω για τον έρωτα,
θα γράψω κατά κάποιον τρόπο
ιδεολογικά και στρατευμένα,
και ξέρεις
ότι αυτό δεν αρέσει καθόλου
σε κάτι απλησίαστους και δύστροπους γραφιάδες
που εξορίζουν από τύψεις
τη φωνή της ιδέας.

Αν παραδεχτώ όμως πως σε ερωτεύομαι,
θα ξεκλειδώσω την αρμονία του σύμπαντος
φωνάζοντας την απλή αλήθεια,
αφού θα γράψω με λόγια
ό,τι αισθάνεται το σώμα και η ψυχή
-κι όμως αυτή-
όταν πάλλομαι διακορευμένη
από τα πιο μύχια μυστικά σου.

Πως μοιάζεις δυνατός
αλλά τις νύχτες κλαις στην αγκαλιά μου,
πως καμώνεσαι τον σεβασμό και το ίσο,
σου αρέσει όμως να σκύβω περιποιητική
κάτω από το περήφανό σου ύψος,
πως θέλεις να κυνηγώ εγώ την τροφή
που προτιμάς πρωί και βράδυ,
πως ο θάνατός μου θα είναι το τέλος του κόσμου
για σένα και για όλους.
Γιατί εσύ και ο έρωτας
είστε συνδυασμός
που με εξυψώνει.


Θ.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Απόπειρα αποκήρυξης


Αυτά τα ποιήματα
που έχουν μέσα τους
στέπες ονείρου,
χειμάρρους απελπισίας,
αστρικές στίλβες και σεληνιακές χαρμολύπες,
ασυνήθιστα ξωτικά ζωγραφισμένα με ξυλομπογιά, 
διαμαντικά, ζαφείρια και αχάτες μοβ και πράσινους,
επίπλαστους της νόησης,
παντρολογήματα του ουρανού και της κόλασης, 
εκπεσόντες αγγέλους που ερωτεύθηκαν παράφορα
πανάγαθες μοιραίες αίγες,
μυστικά περάσματα σε αόρατες καστροπολιτείες, 
σχοινοτενείς αναλύσεις προσηλωμένες στη λεπτομέρεια των γραφικών,
μουσικές επενδύσεις κοντσέρτα για άχορδα βιολιά και πιάνο, 
υπερφυσικούς μέλανας ταράνδους
που κουδουνίζουν αγιοβασιλιάτικα 
μα κουβαλούν τον χάρο,
αδελφές νοσοκόμες που κρατούν πολυβόλα, 
καρέκλες κενές κάτω από λικνίζον ημίφως,
φωτιές του Αϊ - Γιαννιού που τις πηδούν ανόρεχτοι οι τελευταίοι εραστές, 
ρόδια, κουφέτα και στάρι που τρώνε στ' όνομά μου, 
στριφογυριστά μουστάκια,
σύννεφα ταξιδιάρικα, 
χαζά πουλιά που παρασύρονται από πτήσεις και ανέμους
αυτοκτονώντας στις τζαμαρίες του εικοστού πατώματος, 
αδιάκριτα βλέμματα που ηδονίζονται με τ' αφυδατωμένα χείλη,
συνθήματα και φέιγ βολάν θρησκευτικών παραδείσων, 
άροτρα που οργώνουν τη θλίψη,
κόκκινα κυπαρίσσια, 
και ιπτάμενους ελέφαντες πάνω από εργοστάσια παπουτσιών, 
αυτά τα ποιήματα, 
δεν τα καταλαβαίνω.

Θ.


Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Μια τυχαία συνάντηση


Την είδα να κάθεται σε μία από τις σιδερένιες καρέκλες. Βαμμένες πράσινες. Λίγο ξεθωριασμένες. Φορούσε περίπου τα ίδια ρούχα, όπως τότε. Άσπρο πουκάμισο κάτω από μαύρο γιλέκο. Στο πουκάμισο δαντελωτός γιακάς. Μακριά καρό φούστα. Ως τις γάμπες τουλάχιστον. Μοκασίνια που θύμιζαν δασκάλα πιάνου, τσάι με κανέλλα και πικρή σοκολάτα. Κρατούσε ένα βιβλίο και φορούσε γυαλιά που τα ακουμπούσε στην άκρη της γαλλικής της μυτούλας. Το κορίτσι μου. Είκοσι χρόνια πέρασαν από πάνω της, κι ούτε μια μέρα δεν άφησε σημάδια στο πρόσωπό της. Ένας κόμπος μου έσφιξε το στομάχι. Δεν περπατούσα πια. Την  κοιτούσα από μιαν ασφαλή απόσταση. Σε λίγο την πλησίασε το γκαρσόνι. Της ζήτησε να πληρώσει ή τουλάχιστον αυτό κατάλαβα, γιατί εκείνη αμέσως του έδωσε χρήματα. Έβαλε το βιβλίο στην τσάντα της. Σήκωσε το κεφάλι της. Κρύφτηκα πίσω από μία τριανταφυλλιά που δε με χωρούσε. Η ματιά της πέρασε αδιάφορα από μπροστά μου. Ο κόμπος έφτασε στο λαιμό και με έπνιξε.

_________________

Υπάρχει εδώ πιο κάτω μια πινακίδα με την ένδειξη «Το καφενείον». Έχει πολλές πινακίδες. «Παιδική χαρά», «Κτίριο Βοτανολογικής Συλλογής», «Παιδική Βιβλιοθήκη»...
-       -  Ποτέ δεν το βρίσκω το καφενείο!
Είμαι ηλίθιος, αυτό είμαι! Πώς βρέθηκα εδώ μέσα δεν ξέρω. Ή μάλλον ξέρω. Ας καταφέρω τουλάχιστον να το παραδεχτώ από μέσα μου: η μάνα μου στο νοσοκομείο, ετοιμοθάνατη και δε θέλω να τη δω. Η μάνα μου ετοιμοθάνατη. Θα πεθάνει. Μην νιώθεις άσχημα καλέ μου φίλε! Έχετε να βρεθείτε πέντε χρόνια. Ναι, αλλά εκείνη επιδίωξε να με συναντήσει κάμποσες φορές. Τι σημασία έχει τώρα πια;
-       - Συγγνώμη, κύριε! Μήπως γνωρίζετε που είναι εδώ μέσα το καφενεδάκι; Με τα δέντρα πάνω από το πλακόστρωτο; Όχι;
Ναι, θα πεθάνει. Ανακατεύομαι στο στομάχι από αυτή την τυχαία συγκυρία, που κι αν δεν βλέπω άμεση τη συμμετοχή μου, με κατατρώγει σαν βραχνάς, μόνο επειδή περιπλανιέται η ιδέα πάνω από το κεφάλι μου ότι τούτη τη στιγμή πεθαίνει στον Ευαγγελισμό και εγώ ψάχνω να πιω έναν καφέ πικρό, να ρουφήξω πέντε τσιγάρα και να πάω στην ευχή του Θεού. Αχ, πόσο ανόητο είναι να κάνει κανείς την παραμικρή κίνηση για να εκπληρώσει μια πράξη που δεν την θέλει! Προσωπικά όλη αυτή τη συμπεριφορά δεν μπορώ ούτε να την κατανοήσω ούτε να μην τη θεωρήσω καθαρή, ολοκάθαρη καταπίεση. Δεν την αγαπώ. Ή τουλάχιστον δεν την αγαπώ πια. Θυμάμαι κάποτε, όταν ήμουν οκτώ ή εννέα χρονών, ο κος Δημήτριος Δριβάκος, ο αξιότιμος δάσκαλος του 5ου δημοτικού σχολείου της Νεάπολης Εξαρχείων, με οδήγησε κλωτσηδόν στο γραφείο του διευθυντή, επειδή τον έβγαλα και κατούρησα μέσα στην τάξη. Δεν είχα, βέβαια, καμία ανάμειξη με την ακούσια συμπεριφορά μου που γύρευε να ξεσπάσει, αφού πολλάκις ζήτησα να πάω στην τουαλέτα και ο κος Δριβάκος επέμενε να μου το αρνείται. Εκείνη την ημέρα η μάνα ήρθε στο σχολείο. Όταν έφτασα στον διευθυντή, ήταν ήδη εκεί. Καθόταν σε μια καρέκλα και έκλαιγε με πνιχτούς λυγμούς. Και ήξερα γιατί έκλαιγε έτσι. Γιατί σκεφτόταν ποια δικαιολογία θα ξεφουρνίσει στον πατέρα και τί θα επακολουθούσε αν η δικαιολογία δεν ήταν αρκετά πιστευτή. Αυτή ήταν μία από τις φορές που τη μίσησα μέχρι το μεδούλι. Τον φοβόταν τον πατέρα, το βαρύ του χέρι και τη δερμάτινη ξεφλουδισμένη του ζώνη που χρησιμοποιούσε συχνά εις βαρος τόσο των δικών μου όσο και των δικών της οπισθίων. Αλλά για τα δικά της οπίσθια καιγόταν περισσότερο. Αλλιώς θα με έπαιρνε από ‘κει μέσα και θα φεύγαμε μακριά, και σήμερα θα πέθαινε αξιοπρεπώς στα χέρια μου, και θα την κοιτούσα δακρυσμένος, ενώ θα έγραφα στο όνομά της το επόμενο βιβλίο μου.
-        - Κυρία, καλημέρα σας. Γνωρίζετε που είναι το καφενεδάκι; Με τα δέντρα στο πλακόστρωτο;
-      - Βεβαίως, κύριε! Θα ανεβείτε τον μικρό λοφίσκο στα δεξιά σας, στη συνέχεια θα συναντήσετε ένα τρίστρατο με τρεις ταμπέλες. Μία από αυτές θα σας κατευθύνει στο καφενείο!
-         - Ευχαριστώ.
Είμαι παιδί της πόλης. Και κάπως έτσι μεγάλωσα. Όχι ελεύθερα, αλλά κλεισμένος στο κελί του δωματίου μου, έχοντας δίπλα από τους τοίχους μου άλλα πολλά, αναρίθμητα κελιά που μεγάλωναν άλλες παιδικές ψυχές, όπως εγώ. Έτσι νόμιζα βέβαια. Ήμουν πεπεισμένος ότι δεν χτυπούσε μόνο εμένα ο πατέρας. Και οι άλλοι πατεράδες το ίδιο θα έκαναν, φανταζόμουν. Για το καλό μας. Το σχολείο ήταν για μένα αποκάλυψη. Βρήκα τρόπους για να ξεσπάω την οργή μου. Στο γυμνάσιο αρκέστηκα να κατασκευάζω αυτοσχέδιες νερόμπαλες από καπότες, να τις κρεμάω από το καρφί που κρεμούσαν τον τζιούνορ απανταχού Παρόντα και να περιμένω πότε η βαρύτητα θα κάνει το θαύμα της. Στατιστικά το θαύμα λάμβανε χώρα στο κεφάλι του πιο αυστηρού καθηγητή του σχολείου και έτσι εγώ κατέληγα στο σπίτι τουλάχιστον για τρεις μέρες. Από το σχολείο κληρονόμησα περίπου έξι «διαγωγές κοσμίες», είκοσι πενθήμερες αποβολές, κάμποσες τριήμερες και αμέτρητα ραπίσματα, δια χειρός ή με χάρακα. Τους ξεγέλασα όλους, όμως, γιατί ήμουν έξυπνος. Μπήκα με άριστα στο πανεπιστήμιο να σπουδάσω Φιλοσοφία, και μάλιστα πίνοντας και καπνίζοντας, και ρουφώντας μπάφους,  και σνιφάροντας κόκα. Οι κακές συνήθειες μού κρατούσαν συντροφιά σε κάθε επιτυχημένο μου βήμα, ώσπου γνώρισα εκείνη.
-        - Με συγχωρείτε κύριε, είστε ο...;
-        - Ναι, είμαι....
-        - Έχετε την καλοσύνη να μου υπογράψετε το βιβλίο σας; Το έχω πάντα μαζί μου ξέρετε.
-        - Γιατί όχι;
            Η Μαριέτα ήταν μια συντηρητική πανέμορφη πιανίστρια. Παρθένα ετών 25. Φυσικά είχα την τύχη να της αφαιρέσω αυτόν τον τίτλο μόλις πέντε μέρες μετά τη γνωριμία μας. Πρέπει εγώ να ήμουν 32 ή 33 χρόνων τότε. Εκείνη την εποχή έμενα πια μόνος κάπου στην Πλάκα. Ήμουν ένας άντρας σχεδόν δημιουργημένος. Είχα τελειώσει το διδακτορικό μου στην Οξφόρδη απαιτώντας φυσικά τα έξοδα της διαμονής και της φοίτησής μου από τον πατέρα που είχε περάσει πλέον στη φάση που ταλανίζεται κανείς από τις τύψεις για τα σφάλματα του παρελθόντος και εγώ είχα αποφασίσει να εκμεταλλευτώ αυτή την ευκαιρία. Το πρώτο μου βιβλίο είχε ήδη τυπωθεί και επρόκειτο να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. Σημείωσε τέτοια επιτυχία που μέχρι σήμερα αποτελεί την κυριότερη πηγή των εσόδων μου.
        Έπεσα πάνω της αδέξια. Στην είσοδο της Αγγλικανικής Εκκλησίας του Αγίου Παύλου. Οι παρτιτούρες που κρατούσε στα χέρια σωριάστηκαν στην πλατεία του ναού. Τη βοήθησα να τις μαζέψει ζητώντας χιλιάδες φορές συγγνώμη.  Αμέσως κατάλαβα ότι έπασχε από αφοπλιστική ειλικρίνεια:
-        - Είστε πάντα τόσο αφηρημένος; με ρώτησε.
-        - Αδέξιος μόνο, ένεκα των συνθηκών.
-        - Πολύ θα ήθελα να μάθω ποιες συνθήκες με εξαναγκάζουν να ταξινομήσω εκ νέου τόσο υλικό.
-        - Είστε όμορφη.
Περπάτησε προς την είσοδο κρατώντας ένα κουβάρι τσαλακωμένα και μπερδεμένα χαρτιά και λίγο πριν μπει στην εκκλησία γύρισε και ευθαρσώς μου δήλωσε:
-       - Θα μπορούσα να σας ερωτευτώ τούτη τη στιγμή.
Με άφησε με ένα χαμόγελο που το κουβαλούσα σχεδόν όλη τη μέρα, και τις επόμενες. Την πέμπτη ημέρα βρέθηκα και πάλι στην είσοδο της εκκλησίας. Με συνοπτικές διαδικασίες βρεθήκαμε στην κρεβατοκάμαρά μου, τριακόσια μόλις μέτρα από το σημείο που συναντηθήκαμε. Αμίλητοι, τα περπατήσαμε σχεδόν αμίλητοι.
Είναι βέβαιο ότι κάθε φορά που τη σκέφτομαι ένα τραγούδι έρχεται αυτόματα στο μυαλό μου. «Που πάει ο έρωτας όταν πεθάνει; Σε ποιο αστέρι; Σε ποιον ουρανό;» Η Μαριέτα δεν είχε ζήσει τίποτε πριν με γνωρίσει. Διηύθυνε εκκλησιαστικές χορωδίες αισθανόμενη θρηκευτικό δέος σε έναν κόσμο που – στοιχηματίζω – δημιουργήθηκε από κάποια τυχαία συγκυρία και όχι από το παντοδύναμο χέρι ενός φανταστικού όντος. Ήμουν ο πρώτος άντρας που της έδωσε σημασία, ίσως και ο τελευταίος. Ήταν συντηρητική, ναι. Αλλά τόσο ειλικρινής. Δε θα κρατούσε ποτέ μέσα της κρυμμένο τον έρωτά της για μένα. Η καημένη. Θα βλέπει παντού το όνομά μου. Στα περιοδικά, στις εφημερίδες, στην τηλεόραση. Είμαι σίγουρος πως θα έχει παραμείνει μόνη, άτεκνη, δυστυχισμένη, να προσέχει τους γέρους γονείς της. Αν ζουν ακόμα. Τότε, μάλλον διάγει μια χειρότερη ζωή. Κανείς στον κόσμο δεν υπάρχει που να την αγαπάει. Και από μένα που τόσο το λαχταρούσε, δεν το άκουσε ποτέ. Έξι μήνες μετά τη γνωριμία μας βαρέθηκα. Δεν μπορούσε πλέον να μου χαρίσει καμία έμπνευση. Η ομορφιά της ξέφτισε. Το άρωμα που γευόμουν όταν τη φιλούσα με μανία στο λαιμό της με ζάλιζε πια στα όρια του εμετού. Έφυγα. Σκότωσα τον έρωτά μας και επέστρεψα στις παλιές μου συνήθειες.
Η μάνα επέμενε πως για εκείνο το διάστημα των έξι μηνών ήμουν ευτυχισμένος. Ανοησίες! Ερχόταν στο σπίτι μου συχνά, μαγείρευε και μου έπλενε τα ρούχα. Καθόταν με τη γνωστή της μιζέρια σε ένα ξύλινο σκαμπό που είχα στο σαλόνι μου, μάζευε τα πόδια της στραβώνοντάς τα πάντα προς τη μία ή την άλλη πλευρά, με κοιτούσε σαν νηστικό σκυλάκι και έλεγε:
-        - Τί σου συμβαίνει αγόρι μου; Γιατί δεν είσαι πια χαρούμενος; Θέλεις να το συζητήσουμε;
Ήταν ατύχημα εκείνη τη φορά που έπεσε από το σκαμπό και χτύπησε τα πλευρά της. Με εκνεύρισαν οι επίμονες ερωτήσεις της, την έσπρωξα από λάθος. Βέβαια, δεν έχει σημασία πια. Πλευρά, οστά, μύες, πνευμόνια, εγκέφαλος, καρδιά, σε λίγες ώρες ή ακόμη και σε λίγα λεπτά θα υποστούν τη σήψη μιας δυστυχισμένης και αδιάφορης ζωής. Και η σήψη είναι κληρονομική. Είμαι πεπεισμένος πως και εγώ είμαι αλλεργικός στην ευτυχία.

_________________________
           
Τα πόδια μου είχαν καρφωθεί στο έδαφος. Περίμενα. Εκεί στην αβέβαιη κρυψώνα μου. Λίγο παρακάτω ένα κορίτσι στους ώμους του πατέρα της γελούσε και κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι με ήλιον. Τα τριαντάφυλλα μύριζαν κάτω από τα ρουθούνια μου. Μια περαστική πρότεινε στον καλό της να ταξιδέψουν στην Ανδαλουσία. Εκείνη έβγαλε και πάλι το βιβλίο της. Διάβαζε Προυστ. Τον πρώτο τόμο από το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Άναψα ένα τσιγάρο. Την φαντάστηκα να ερωτεύεται τον Σουάν, φαντάστηκα ότι ήμουν ο Σουάν και εκείνη η Οντέτ. Ω, η καλή μου δεν είχε καμία σχέση με την Οντέτ! Η φαντασία μου με πρόδωσε. Έβλεπα, αλλά δεν κοιτούσα πια. Είχε ήδη σηκωθεί από την καρέκλα της, τη βαμμένη πράσινη, και ερχόταν προς το μέρος μου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ακούστηκε η φωνή του πατέρα: «Σε ζητάει». Την κοίταξα για μια μικρή στιγμούλα στα μάτια. Πέταξα το μισοτελειωμένο μου τσιγάρο, διέσχισα τρέχοντας το πλακόστρωτο με το καφενεδάκι. Την προσπέρασα. Το ένιωσα πως στάθηκε εκεί απογοητευμένη. Εγώ όμως ένα πράγμα ψέλλιζα:
-        - Να προλάβω! Να προλάβω!


    Θ.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Συνάντηση με έναν ποιητή


Ήρθε ο ποιητής και στάθηκε εμπρός μου.
Πολύ κοντά.
Σε μιαν απόσταση όπως αυτή που κοιτάς το πρόσωπό σου
στον καθρέφτη
καθαρά να δεις
τους πόρους, τα σημάδια.
Με διάβασες;
Και εγώ ήθελα να απαντήσω (δίστιγμο)
Βλέπω στα μάτια σου μιαν ατέλειωτη ξεκούραση,
αν είσαι λίγο τυχερός, 
θα ζήσεις μέχρι τα ενενήντα τέσσερα, 
ίσως και παραπάνω.
Βλέπω πως πόνεσες, 
όμως είσαι πιο τρυφηλός από τον πόνο, 
έκλαψες απ' έξω, 
αυτοστιγμεί γέλασες από μέσα, 
όπως ακούγεται το πηγαίο χάχανο που 
απόπνιξες σε μια καλοκαιρινή βουτιά από βιάση.
Μικρά τα μάτια σου, θολή η ματιά σου, 
σημάδι πως δε τόλμησες να τα ανοίξεις διάπλατα 
στην ομορφιά της φτωχής γυναίκας που πέρασε δίπλα σου.
Πλήττεις θανάσιμα,
μόνο το λευκό χαρτί και η γραφίδα σού χαρίζουν μία κάποια πλησμονή.
Και ύστερα παρασύρθηκα
-μα τι ανοησία-
και στοιχημάτισα πως θα μπορούσα
την πλήξη να απαλύνω
με ζεστό φιλί, 
λίγη από τη γεύση του καλοκαιρινού φρούτου
που δεν μοιραστήκαμε.
Ευτυχώς, 
λογικεύτηκα,
Ό,τι υπάρχει στην αρθρογραφία,
βιάστηκα να απαντήσω.
Μου έχουν πει και άλλοτε 
πως είναι πολύ γλυκό το φιλί μου,
μα δεν ήθελα να χάσεις την ανιαρή σου μακροζωΐα.

Θ.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Ερωτική Στιγμή



Κάθομαι πάνω σου,
αρπάζεις τους γλουτούς μου,
με ευγνωμονείς που πήρα ένα – δύο κιλά,
μου ψιθυρίζεις κάτι για τελειότητα.
Τα κορμιά γλιστρούν και κολλάνε,
σημάδι πως έξω καλοκαιριάζει.
Ίσως, τη στιγμή της κορύφωσης,
γίνουμε ένα,
ώσπου να ‘ρθει ο χειμώνας,
και έτσι να προστατευτούμε από την παγωνιά.

Θ.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

The Tales of Beedle the Bard by J.K.Rowling

Βρισκόταν στην τσάντα μου για δώδεκα ημέρες, μαζί με ένα Gryffindor και ένα Slytherin, έτοιμα να γεμίσουν ιστορίες. Δώρα που έμειναν για λίγο ξεχασμένα, επειδή τα γεγονότα είναι καμιά φορά πιο ισχυρά από τα μαγικά ραβδιά και τα ερωτικά φίλτρα. Μία στιγμή αναλαμπής (ότι δηλαδή είναι μέσα στην περιβόητη τσάντα) μου χάρισε την αισιοδοξία που αποζητούσα τον τελευταίο καιρό. Και επειδή ποτέ -μα ποτέ- δε θα καταπιέσω το παιδί που κρύβω μέσα μου, διάβασα σαν νεράκι το "εγκιβωτισμένο" βιβλίο της J.K.Rowling, που και ωραίο είναι, και παραμυθένιο, και σε ταξιδεύει, και σε παρασύρει και σου ενσταλάζει τη λαχτάρα που συνοδεύει την ευχή να υπήρχε τούτος ο φοβερός μαγικός κόσμος. Το βιβλιαράκι αυτό το ονομάζω "εγκιβωτισμένο" για τον εξής απλό λόγο: πρόκειται για το βιβλίο που συνήθως διαβάζουν οι μάγοι στα παιδιά τους στο σύμπαν του Harry Potter λίγο πριν κοιμηθούν. Πρόκειται δηλαδή για το βιβλίο με τα παραμύθια των μάγων. Η πανέξυπνη συγγραφέας μπήκε στον κόπο να το παραδώσει δίνοντάς μας την εντύπωση πως δημιούργησε το μυστικό μαγικό περιβάλλον μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Οι ιστορίες που το πλαισιώνουν είναι: The Wizard and the Hopping Pot, The Fountain of Fair Fortune, The Warlock's Hairy Heart, Babbity Rabbity and her Cackling Stump και φυσικά η πλέον γνωστή ιστορία που συναντάμε στο τελευταίο βιβλίο του Harry Potter, Deathly Hallows, The Tale of the Three Brothers. Ενώ οι περισσότεροι μάγοι τη θεωρούσαν διδακτική προς την κατεύθυνση της ηθικής των παιδιών, όπως η ταπεινοφροσύνη και η σοφία, άλλοι πίστευαν ότι η ιστορία αναφέρεται στους Κλήρους του Θανάτου, τρία εξαιρετικά ισχυρά μαγικά αντικείμενα που χρονολογούνται από γενιές οδηγών. Αυτό τουλάχιστον συμβαίνει και στο αντίστοιχο βιβλίο του Harry Potter.

"There were once three brothers who were travelling along a lonely, winding road at twilight. In time, the brothers reached a river too deep to wade through and too dangerous to swim across. However, these brothers were learned in the magical arts, and so they simply waved their wands and made a bridge appear across the treacherous water. They were halfway across it when they found their path blocked by a hooded figure.
And Death spoke to them..."

Η συγγραφέας καθηλώνει τον αναγνώστη. Πιο μαγικός από το περιεχόμενο του βιβλίου είναι ο τρόπος που αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον, κυρίως επειδή η τεχνική της βασίζεται στην αμετανόητη και αμετάκλητη προσποίηση πως ό,τι φαντάστηκε υπάρχει. Γι' αυτό, επί παραδείγματι, κάτω από τον τίτλο, δεσπόζει η φράση "translated from the original runes by Hermione Granger" ή παρατίθενται ολόκληρη ενότητα ανάλυσης του ίδιου του καθηγητή Dumbledore μετά από κάθε παραμύθι.

Το δικό μου αντίτυπο είναι σε αγγλική έκδοση, γνωρίζω όμως ότι έχει μεταφραστεί και έχει εκδοθεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Είναι απολαυστικό ανάγνωσμα για παιδιά, ελκυστικό ακόμη και για τους μεγάλους που μπορούν σαν παιδιά να σκέφτονται και να αγαπούν.

Στην ομώνυμη ταινία η Hermione διαβάζει την ιστορία των Τριών Αδερφών και το animation φιλμ που παρεμβάλλεται είναι εξαιρετικό:



Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Αποχαιρετισμός


Τοποθέτησαν το φέρετρο αυτοσχέδια πάνω σε δύο σαμάρια.
Αποβραδίς της έβαλαν ένα τετράγωνο μαντίλι στο πρόσωπο,
δέκα επί δέκα, λευκό, με δαντέλα.
Το έθιμο περιόρισε κάπως τον φόβο της όψης του θανάτου.
Θα έμενε εκεί ως την ανατολή του ηλίου.
Οι μοιρολογίστρες κουνιόντουσαν ρυθμικά,
κουπλέ, ρεφραίν,
διαπίστωση, κορύφωση,
και ξανά απ’ την αρχή.
Εντωμεταξύ, τον ετοίμασαν.
Του φόρεσαν το καλό του κοστούμι και τον έφεραν κοντά της.
Ούτε την έβρισε ούτε της πέταξε τον τούρκικο καφέ,
να καθαρίζει δυο μερόνυχτα από τους τοίχους το σκούρο κατακάθι,
ούτε της γύρισε την πλάτη στο κρεβάτι,
ούτε την έστειλε από τα χαράματα να μαζέψει το τριφύλλι.
Μόνο ακούμπησε το αριστερό του χέρι πάνω στην κάσα
κλαίγοντας σα μωρό,
όταν άρχισε κι αυτός να κουνιέται ρυθμικά.
Κουπλέ, ρεφραίν,
μόνο κορύφωση,
«Τα δυο σου μάτια σφάλισες, τα δυο μαργαριτάρια,
που με θωρούσαν τη νυχτιά και μ’ έβλεπαν καθάρια,
σήκω, τραγούδι να μου πεις, μαζί σου να με πάρεις,
γιατί απ’ αγάπη ζήτησα πότε μη μ’ αποπάρεις »,
ώσπου φωνή προσφιλούς συγγενή διέκοψε αδέξια το μοιρολόι,
- Σιγά, γέρο, θα το ρίξεις το φέρετρο.

Θ.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Η πρόβα


Τρία σκαλοπάτια, μια σιδερένια πόρτα
με πλέξη
και τζάμι,
όπως όλες οι πόρτες της οδού των αστεριών.
Πέρασα προχθές και είπα να χτυπήσω,
με το κλειδί, εκνευριστικά πάνω στο τζάμι.
Η πόρτα άνοιξε.
Κανείς μέσα στο σπίτι.
Ο εκνευρισμός και ο δισταγμός,
το βήμα μου άνοιξε μισό,
φοβήθηκε να πατήσει στο κενό
εκεί που ο ταξιδευτής χάνεται στροβιλίζοντας στον Βέγα
και οι άνεμοι είναι ανύπαρκτα όντα.
Μα η απόφαση πάρθηκε ακούσια,
σήμερα είναι η δική μου μέρα να ταξιδέψω,
με λίγη τύχη θα βρω συντροφιά για το ταξίδι.
Η είσοδος, ο διάδρομος, η κουζίνα,
να σταθώ εδώ να φτιάξω λίγο καφέ
προτού πιάσω την κιθάρα μου,
η πρόβα θα κρατήσει ώρες, μέρες, χρόνια.
Κοιτάζω την αφίσα με τα όργανα όλου του κόσμου.
Είναι τόσο παλιά.
Μου προκαλεί μιαν απροσδιόριστη θλίψη,
σαν να στροβιλίζεται τώρα το στομάχι μου.
Γυρνάω το βλέμμα μου αλλού,
το φως πληγώνει τα μάτια μου,
η δύναμη η αόρατη,
από απόσταση με κινεί.
Η κιθάρα μου στροβιλίζεται μαζί μου,
δεν αντέχει τη δίνη,
ξεχαρβαλώνεται, χάνει χορδές, τα τάσια της ξεκολλούν ένα ένα.
Μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου
έχει μείνει στο χέρι μου η Σι,
πώς θα τελειώσει έτσι η μελωδία;
Όπου και αν έφτασα
με εγκατέλειψε η γνώση,
η προδοσία των αισθήσεων έπιασε τόπο,
οι αναμνήσεις μου έμειναν έξω από τη σιδερένια πόρτα.
Μόνο η ίδια νότα ακούγεται εκκωφαντικά,
παρακαλώ τη συντροφιά μου να έλθει επιτέλους,
ώσπου ένα χέρι ισχνό με μαβιές φλέβες 
αγγίζει το δικό μου,
μου παίρνει βιαστικά ό,τι απόμεινε από την κιθάρα μου,
τη στριφογυρίζει γύρω από το δείκτη,
τη δένει,
και αρχίζει το τραγούδι,
μία τρίτη πάνω.
Ολόγυρα το κενό γεμίζει ολότητα,
διακρίνω όλα τα μέρη πια,
ο,τι έπαψε να είναι, 
εδώ δε σταμάτησε ποτέ,
το τραγούδι μας τελειώνει στην τονική του.

Θ.