Την είδα να κάθεται σε μία από τις σιδερένιες καρέκλες. Βαμμένες πράσινες. Λίγο ξεθωριασμένες.
Φορούσε περίπου τα ίδια ρούχα, όπως τότε. Άσπρο πουκάμισο κάτω από μαύρο
γιλέκο. Στο πουκάμισο δαντελωτός γιακάς. Μακριά καρό φούστα. Ως τις γάμπες
τουλάχιστον. Μοκασίνια που θύμιζαν δασκάλα πιάνου, τσάι με κανέλλα και πικρή
σοκολάτα. Κρατούσε ένα βιβλίο και φορούσε γυαλιά που τα ακουμπούσε στην άκρη
της γαλλικής της μυτούλας. Το κορίτσι μου. Είκοσι
χρόνια πέρασαν από πάνω της, κι ούτε μια μέρα δεν άφησε σημάδια στο πρόσωπό
της. Ένας κόμπος μου έσφιξε το στομάχι. Δεν περπατούσα πια. Την κοιτούσα από μιαν ασφαλή απόσταση. Σε λίγο
την πλησίασε το γκαρσόνι. Της ζήτησε να πληρώσει ή τουλάχιστον αυτό κατάλαβα,
γιατί εκείνη αμέσως του έδωσε χρήματα. Έβαλε το βιβλίο στην τσάντα της. Σήκωσε
το κεφάλι της. Κρύφτηκα πίσω από μία τριανταφυλλιά που δε με χωρούσε. Η ματιά
της πέρασε αδιάφορα από μπροστά μου. Ο κόμπος έφτασε στο λαιμό και με έπνιξε.
_________________
Υπάρχει εδώ πιο κάτω μια πινακίδα με
την ένδειξη «Το καφενείον». Έχει πολλές πινακίδες. «Παιδική χαρά», «Κτίριο Βοτανολογικής Συλλογής», «Παιδική Βιβλιοθήκη»...
- - Ποτέ δεν το βρίσκω το καφενείο!
Είμαι ηλίθιος, αυτό είμαι! Πώς βρέθηκα εδώ
μέσα δεν ξέρω. Ή μάλλον ξέρω. Ας καταφέρω τουλάχιστον να το παραδεχτώ από μέσα
μου: η μάνα μου στο νοσοκομείο, ετοιμοθάνατη και δε θέλω να τη δω. Η μάνα μου
ετοιμοθάνατη. Θα πεθάνει. Μην νιώθεις άσχημα καλέ μου φίλε! Έχετε να βρεθείτε
πέντε χρόνια. Ναι, αλλά εκείνη επιδίωξε να με συναντήσει κάμποσες φορές. Τι
σημασία έχει τώρα πια;
- - Συγγνώμη, κύριε! Μήπως γνωρίζετε που είναι εδώ
μέσα το καφενεδάκι; Με τα δέντρα πάνω από το πλακόστρωτο; Όχι;
Ναι, θα πεθάνει. Ανακατεύομαι στο
στομάχι από αυτή την τυχαία συγκυρία, που κι αν δεν βλέπω άμεση τη συμμετοχή
μου, με κατατρώγει σαν βραχνάς, μόνο
επειδή περιπλανιέται η ιδέα πάνω από το κεφάλι μου ότι τούτη τη στιγμή πεθαίνει
στον Ευαγγελισμό και εγώ ψάχνω να πιω έναν καφέ πικρό, να ρουφήξω πέντε τσιγάρα
και να πάω στην ευχή του Θεού. Αχ, πόσο ανόητο είναι να κάνει κανείς την
παραμικρή κίνηση για να εκπληρώσει μια πράξη που δεν την θέλει! Προσωπικά όλη
αυτή τη συμπεριφορά δεν μπορώ ούτε να την κατανοήσω ούτε να μην τη θεωρήσω
καθαρή, ολοκάθαρη καταπίεση. Δεν την αγαπώ. Ή τουλάχιστον δεν την αγαπώ πια.
Θυμάμαι κάποτε, όταν ήμουν οκτώ ή εννέα χρονών, ο κος Δημήτριος Δριβάκος, ο
αξιότιμος δάσκαλος του 5ου δημοτικού σχολείου της Νεάπολης
Εξαρχείων, με οδήγησε κλωτσηδόν στο γραφείο του διευθυντή, επειδή τον έβγαλα
και κατούρησα μέσα στην τάξη. Δεν είχα, βέβαια, καμία ανάμειξη με την ακούσια
συμπεριφορά μου που γύρευε να ξεσπάσει, αφού πολλάκις ζήτησα να πάω στην
τουαλέτα και ο κος Δριβάκος επέμενε να μου το αρνείται. Εκείνη την ημέρα η μάνα
ήρθε στο σχολείο. Όταν έφτασα στον διευθυντή, ήταν ήδη εκεί. Καθόταν σε μια
καρέκλα και έκλαιγε με πνιχτούς λυγμούς. Και ήξερα γιατί έκλαιγε έτσι. Γιατί
σκεφτόταν ποια δικαιολογία θα ξεφουρνίσει στον πατέρα και τί θα επακολουθούσε
αν η δικαιολογία δεν ήταν αρκετά πιστευτή. Αυτή ήταν μία από τις φορές που τη
μίσησα μέχρι το μεδούλι. Τον φοβόταν τον πατέρα, το βαρύ του χέρι και τη
δερμάτινη ξεφλουδισμένη του ζώνη που χρησιμοποιούσε συχνά εις βαρος τόσο των
δικών μου όσο και των δικών της οπισθίων. Αλλά για τα δικά της οπίσθια καιγόταν
περισσότερο. Αλλιώς θα με έπαιρνε από ‘κει μέσα και θα φεύγαμε μακριά, και
σήμερα θα πέθαινε αξιοπρεπώς στα χέρια μου, και θα την κοιτούσα δακρυσμένος,
ενώ θα έγραφα στο όνομά της το επόμενο βιβλίο μου.
- - Κυρία, καλημέρα σας. Γνωρίζετε που είναι το
καφενεδάκι; Με τα δέντρα στο πλακόστρωτο;
- - Βεβαίως, κύριε! Θα ανεβείτε τον μικρό λοφίσκο
στα δεξιά σας, στη συνέχεια θα συναντήσετε ένα τρίστρατο με τρεις ταμπέλες. Μία
από αυτές θα σας κατευθύνει στο καφενείο!
- - Ευχαριστώ.
Είμαι παιδί της πόλης. Και κάπως
έτσι μεγάλωσα. Όχι ελεύθερα, αλλά
κλεισμένος στο κελί του δωματίου μου, έχοντας δίπλα από τους τοίχους μου
άλλα πολλά, αναρίθμητα κελιά που μεγάλωναν άλλες παιδικές ψυχές, όπως εγώ. Έτσι
νόμιζα βέβαια. Ήμουν πεπεισμένος ότι δεν χτυπούσε μόνο εμένα ο πατέρας. Και οι
άλλοι πατεράδες το ίδιο θα έκαναν, φανταζόμουν. Για το καλό μας. Το σχολείο
ήταν για μένα αποκάλυψη. Βρήκα τρόπους για να ξεσπάω την οργή μου. Στο γυμνάσιο
αρκέστηκα να κατασκευάζω αυτοσχέδιες νερόμπαλες από καπότες, να τις κρεμάω από
το καρφί που κρεμούσαν τον τζιούνορ
απανταχού Παρόντα και να περιμένω πότε η βαρύτητα θα κάνει το θαύμα της.
Στατιστικά το θαύμα λάμβανε χώρα στο κεφάλι του πιο αυστηρού καθηγητή του
σχολείου και έτσι εγώ κατέληγα στο σπίτι τουλάχιστον για τρεις μέρες. Από το
σχολείο κληρονόμησα περίπου έξι «διαγωγές κοσμίες», είκοσι πενθήμερες αποβολές,
κάμποσες τριήμερες και αμέτρητα ραπίσματα, δια χειρός ή με χάρακα. Τους
ξεγέλασα όλους, όμως, γιατί ήμουν έξυπνος. Μπήκα με άριστα στο πανεπιστήμιο να
σπουδάσω Φιλοσοφία, και μάλιστα πίνοντας
και καπνίζοντας, και ρουφώντας μπάφους, και σνιφάροντας κόκα. Οι κακές συνήθειες
μού κρατούσαν συντροφιά σε κάθε επιτυχημένο μου βήμα, ώσπου γνώρισα εκείνη.
- - Με συγχωρείτε κύριε, είστε ο...;
- - Ναι, είμαι....
- - Έχετε την καλοσύνη να μου υπογράψετε το βιβλίο
σας; Το έχω πάντα μαζί μου ξέρετε.
- - Γιατί όχι;
Η
Μαριέτα ήταν μια συντηρητική πανέμορφη πιανίστρια. Παρθένα ετών 25. Φυσικά είχα
την τύχη να της αφαιρέσω αυτόν τον τίτλο μόλις πέντε μέρες μετά τη γνωριμία
μας. Πρέπει εγώ να ήμουν 32 ή 33 χρόνων τότε. Εκείνη την εποχή έμενα πια μόνος
κάπου στην Πλάκα. Ήμουν ένας άντρας σχεδόν δημιουργημένος. Είχα τελειώσει το
διδακτορικό μου στην Οξφόρδη απαιτώντας φυσικά τα έξοδα της διαμονής και της
φοίτησής μου από τον πατέρα που είχε περάσει πλέον στη φάση που ταλανίζεται
κανείς από τις τύψεις για τα σφάλματα του παρελθόντος και εγώ είχα αποφασίσει
να εκμεταλλευτώ αυτή την ευκαιρία. Το πρώτο μου βιβλίο είχε ήδη τυπωθεί και
επρόκειτο να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. Σημείωσε τέτοια επιτυχία που μέχρι
σήμερα αποτελεί την κυριότερη πηγή των εσόδων μου.
Έπεσα
πάνω της αδέξια. Στην είσοδο της Αγγλικανικής Εκκλησίας του Αγίου Παύλου. Οι
παρτιτούρες που κρατούσε στα χέρια σωριάστηκαν στην πλατεία του ναού. Τη
βοήθησα να τις μαζέψει ζητώντας χιλιάδες φορές συγγνώμη. Αμέσως κατάλαβα ότι έπασχε από αφοπλιστική
ειλικρίνεια:
- - Είστε
πάντα τόσο αφηρημένος; με ρώτησε.
- - Αδέξιος
μόνο, ένεκα των συνθηκών.
- - Πολύ θα
ήθελα να μάθω ποιες συνθήκες με εξαναγκάζουν να ταξινομήσω εκ νέου τόσο υλικό.
- - Είστε
όμορφη.
Περπάτησε προς την είσοδο κρατώντας ένα
κουβάρι τσαλακωμένα και μπερδεμένα χαρτιά και λίγο πριν μπει στην εκκλησία
γύρισε και ευθαρσώς μου δήλωσε:
- - Θα
μπορούσα να σας ερωτευτώ τούτη τη στιγμή.
Με άφησε με ένα χαμόγελο που το κουβαλούσα
σχεδόν όλη τη μέρα, και τις επόμενες. Την πέμπτη ημέρα βρέθηκα και πάλι στην
είσοδο της εκκλησίας. Με συνοπτικές διαδικασίες βρεθήκαμε στην κρεβατοκάμαρά
μου, τριακόσια μόλις μέτρα από το σημείο που συναντηθήκαμε. Αμίλητοι, τα περπατήσαμε σχεδόν αμίλητοι.
Είναι βέβαιο ότι κάθε φορά που τη
σκέφτομαι ένα τραγούδι έρχεται αυτόματα στο μυαλό μου. «Που πάει ο έρωτας όταν
πεθάνει; Σε ποιο αστέρι; Σε ποιον ουρανό;» Η Μαριέτα δεν είχε ζήσει τίποτε πριν
με γνωρίσει. Διηύθυνε εκκλησιαστικές χορωδίες αισθανόμενη θρηκευτικό δέος σε
έναν κόσμο που – στοιχηματίζω – δημιουργήθηκε από κάποια τυχαία συγκυρία και όχι
από το παντοδύναμο χέρι ενός φανταστικού όντος. Ήμουν ο πρώτος άντρας που της
έδωσε σημασία, ίσως και ο τελευταίος. Ήταν συντηρητική, ναι. Αλλά τόσο
ειλικρινής. Δε θα κρατούσε ποτέ μέσα της κρυμμένο τον έρωτά της για μένα. Η
καημένη. Θα βλέπει παντού το όνομά μου. Στα περιοδικά, στις εφημερίδες, στην
τηλεόραση. Είμαι σίγουρος πως θα έχει παραμείνει μόνη, άτεκνη, δυστυχισμένη, να
προσέχει τους γέρους γονείς της. Αν ζουν ακόμα. Τότε, μάλλον διάγει μια
χειρότερη ζωή. Κανείς στον κόσμο δεν υπάρχει που να την αγαπάει. Και από μένα
που τόσο το λαχταρούσε, δεν το άκουσε ποτέ. Έξι μήνες μετά τη γνωριμία μας
βαρέθηκα. Δεν μπορούσε πλέον να μου χαρίσει καμία έμπνευση. Η ομορφιά της
ξέφτισε. Το άρωμα που γευόμουν όταν τη φιλούσα με μανία στο λαιμό της με ζάλιζε
πια στα όρια του εμετού. Έφυγα. Σκότωσα τον έρωτά μας και επέστρεψα στις παλιές
μου συνήθειες.
Η μάνα επέμενε πως για εκείνο το
διάστημα των έξι μηνών ήμουν ευτυχισμένος. Ανοησίες! Ερχόταν στο σπίτι μου
συχνά, μαγείρευε και μου έπλενε τα ρούχα. Καθόταν με τη γνωστή της μιζέρια σε
ένα ξύλινο σκαμπό που είχα στο σαλόνι μου, μάζευε τα πόδια της στραβώνοντάς τα
πάντα προς τη μία ή την άλλη πλευρά, με κοιτούσε σαν νηστικό σκυλάκι και έλεγε:
- - Τί σου
συμβαίνει αγόρι μου; Γιατί δεν είσαι πια χαρούμενος; Θέλεις να το συζητήσουμε;
Ήταν ατύχημα εκείνη τη φορά που έπεσε από το
σκαμπό και χτύπησε τα πλευρά της. Με εκνεύρισαν οι επίμονες ερωτήσεις της, την
έσπρωξα από λάθος. Βέβαια, δεν έχει σημασία πια. Πλευρά, οστά, μύες, πνευμόνια,
εγκέφαλος, καρδιά, σε λίγες ώρες ή ακόμη και σε λίγα λεπτά θα υποστούν τη σήψη
μιας δυστυχισμένης και αδιάφορης ζωής. Και η σήψη είναι κληρονομική. Είμαι
πεπεισμένος πως και εγώ είμαι αλλεργικός στην ευτυχία.
_________________________
Τα πόδια μου είχαν καρφωθεί στο έδαφος. Περίμενα. Εκεί στην αβέβαιη
κρυψώνα μου. Λίγο παρακάτω ένα κορίτσι στους ώμους του πατέρα της γελούσε και
κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι με ήλιον. Τα τριαντάφυλλα μύριζαν κάτω από τα
ρουθούνια μου. Μια περαστική πρότεινε στον καλό της να ταξιδέψουν στην
Ανδαλουσία. Εκείνη έβγαλε και πάλι το βιβλίο της. Διάβαζε Προυστ. Τον πρώτο τόμο από το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο.
Άναψα ένα τσιγάρο. Την φαντάστηκα να ερωτεύεται τον Σουάν, φαντάστηκα ότι ήμουν
ο Σουάν και εκείνη η Οντέτ. Ω, η καλή μου δεν είχε καμία σχέση με την Οντέτ! Η
φαντασία μου με πρόδωσε. Έβλεπα, αλλά δεν κοιτούσα πια. Είχε ήδη σηκωθεί από
την καρέκλα της, τη βαμμένη πράσινη, και ερχόταν προς το μέρος μου. Χτύπησε το
τηλέφωνο. Ακούστηκε η φωνή του πατέρα: «Σε ζητάει». Την κοίταξα για μια μικρή
στιγμούλα στα μάτια. Πέταξα το μισοτελειωμένο μου τσιγάρο, διέσχισα τρέχοντας
το πλακόστρωτο με το καφενεδάκι. Την προσπέρασα. Το ένιωσα πως στάθηκε εκεί
απογοητευμένη. Εγώ όμως ένα πράγμα ψέλλιζα:
- - Να προλάβω! Να προλάβω!
Θ.