Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Η ζωή μετά

                        Το κρύο διαπερνά τα ρούχα
και τις επτά στρώσεις από τα κουφάρια που
βράζουν το σκληραγωγημένο θυμικό της νιότης.

Τα δάχτυλα εξέχουν
από το κομμένο συνθετικό ύφασμα που
ηλεκτρίζεται πάνω στο άλλο χέρι. Μόνο
οι λεπτές ίνες στανικά προς ανοδική
 <μάταιη> πορεία και η σιωπή.

Ο περίπατος μάς στοιχίζει
μιαν ώρα. Ώρα για τη φρέσκια πνοή που βροντοφωνάζει
τον έρωτα στις γωνίες, στα σκοτεινά πλακόστρωτα,
στα κατεβασμένα ρολά των μαγαζιών με τα
σουβενίρ, των μουσείων με τα κιλίμια και τα πλεκτά.

Το ψιλό χιόνι
ξάπλωσε απαλά στις τούφες
καθώς κοιτάξαμε γιατί νιώσαμε το ίδιο,
ανήμποροι ν’ αντισταθούμε στη στιγμή
που αλαλιάζει τα μυαλά και τις καρδιές
όταν το βέλος ολόχρυσο στοχεύει.

Πριν μας καρφώσει,
μόνη λύση η ζεστασιά. Με τα πόδια
σταυρωμένα, ανήσυχα στις ρυθμικές παλινδρομήσεις,
παίρνω το χαρτί στα χέρια, τα δάχτυλα λησμονούν
το ψεύτικο ύφασμα, η βούληση τα
ορμηνεύει να ανοίξουν τους φθόγγους
που ήχησαν στο νου όλο νοήματα και πειρασμούς.

Το ναι δεν είναι παρά
το τέλος του άλλοτε διατρανωμένου εγώ,
όλα, αποφάσεις και διαστάσεις, συναποφάσεις
και μηδέν, εγγίζονται επτά συν επτά στρώσεις,
νυστέρι δεν μπαίνει τόσο βαθιά.

Τίποτε άλλο ο έρωτας παρά ένας μεγάλος μπελάς.

Θ.




Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Το παντούμ της τελευταίας ελπίδας

Τα χέρια σου γράφουν μιαν άλλη ιστορία
απρόσμενη μοίρα θανάτου μορφή
γραμμένη σε νότες φριχτή συμφωνία
γυρεύουν σωτήρα την ίδια στιγμή

Απρόσμενη μοίρα θανάτου μορφή
κοιτάς τα όνειρά σου, σπασμένο γυαλί
γυρεύουν σωτήρα την ίδια στιγμή
στ’ αστύλωτα κάστρα σε άδεια ακτή

Κοιτάς τα όνειρά σου, σπασμένο γυαλί
αγέννητου βρέφους το κλάμα απορεί
στ’ αστύλωτα κάστρα σε άδεια ακτή
που αγάπη αβασίλευτη στη λύπη θωρεί

Αγέννητου βρέφους το κλάμα απορεί
πώς βρήκες να χτίσεις μια νέα θρησκεία
που αγάπη αβασίλευτη στη λύπη θωρεί
τα χέρια σου γράφουν μιαν άλλη ιστορία.



Θ.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Ερωτικός λόγος, ο ομφαλός του κόσμου


Στο δωμάτιο με τη δίφυλλη πόρτα
η μορφή σου ξεπροβάλλει,
η απρόσιτη αύρα,
τα μάτια του απύθμενου μαύρου,
το ψέλλισμα του κάτι που αιωρείται
<κανείς δεν κατάλαβε τι είπες>
Πόσο σ’ αγάπησα,
όπως η κάμπια τη μεταμόρφωσή της
στην εφήμερη όλο χρώμα ζωή της,
τόσο άπειρα
σε μια στιγμή στον αιώνιο χρόνο.
Άνοιξα μια μαύρη τρύπα στο σύμπαν
και έκρυψα μέσα την καρδιά μου,
αποζητώντας ταξιδευτής να γίνεις,
να πιέσεις με το μεγάλο σου δάχτυλο
τον παλμό μου
μέχρι να ματώσει.
Δεν είναι από δεύτερο χέρι η αλήθεια μου,
δεν είναι σύννεφο ανοιξιάτικο
μπροστά από το ξαπλωμένο φεγγάρι.
Είναι δική σου η αλήθεια μου,
τόσο δρόμο έκαμες για να τη δεις,
εξαϋλώθηκε η τύχη σου
πάνω στ’ απομεινάρια του έρωτα,
για να τη συναντήσεις.
Τι περιμένεις λοιπόν;
Ας ζήσουμε μαζί στον αιώνιο κόσμο,
αστέρια όπως σώματα που δε σβήσανε ποτέ,
παρά μόνο μετά από δέκα εκατομμύρια χρόνια,
σε μιαν επέτειο συμπαντική από χρυσάφι,
ας ξαναγεννηθούμε νέοι,
σκληροί και αλαζόνες,
πίσω από τη δίφυλλη πόρτα
να συναντηθούμε,
κάτι να ψελλίσεις και κανείς να μην καταλάβει.
Να σ’ αγαπήσω ξανά από την αρχή.

Θ.



Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Στο σκοτάδι



τι στίχους να σου γράψω
τώρα που νύχτωσε, με το
ζόρι διακρίνω τα 
σκαλίσματα από μελάνι
στο χαρτί, άραγε σου
αρκεί που έφτιαξα
ένα λουλούδι
ή
ζητάς
να 
έχει
κάποια σημασία
για 
σένα;

Θ.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Χίλια εννιακόσια ογδόντα οκτώ



Στο κενό φύλλο που από λάθος προσπέρασα
άφησαν ίχνη
οι θλίψεις της κυριακάτικης νύχτας,
της τύχης μου που μίσεψε
σε μέρη άγνωρα.
Ίσως να τα είδα κάποτε στα παιδικά μου όνειρα
μα τώρα πια δε τα θυμούμαι.
Είναι λύπη καθαρή
η άδεια μνήμη,
είναι μάταιος ουραγός της γενναίας εκδοχής μου.
Κι αυτή ακόμη, κουλουριάζει
και μαζεύει τα γόνατα στα χέρια,
έμβρυο μέσα σε παγωμένη μήτρα,
την ώρα του ύπνου,
την ώρα της αναζήτησης του ίδιου ονείρου,
με την αμέλεια αδιάλειπτα
που διαφεντεύει το θυμικό,
να με καλύψει ένα αόρατο χέρι με βαριά τσόχινη κουβέρτα,
να ζεσταθώ παιδί δέκα χρονώ,
να κοιμηθώ μέχρι το γιόμα
και να ξυπνήσω στη χώρα με τα παραμύθια.



Θ.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Χρησμός Ι


Μια μέρα θα με χτυπήσει ηλεκτρισμός τσιμπώντας με μανία
την αορτή μου, θα με διαλύσει μια σύγχρονη ταχεία σε αφύλακτη διάβαση,
θα με σπρώξει ο διάβολος πέρα από την κόκκινη γραμμή και από το σοκ θα
μαδήσουν τα φτερά μου, στο κεφάλι μου θα πέσει γλάστρα πήλινη με αυστραλέζικο
βασιλικό από μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου, θα με καταδικάσει σε θάνατο ένας
αρειμάνιος Ιαβέρης για την αμαρτία της τραγωδίας που έπαιξα δύο και έναν ρόλους,
θα με ρουφήξει το στόμιο του Άδη πριν προλάβω την ανάσα μου ν’ αφήσω,
και όταν η βία ξεριζώσει τη συνείδηση από τις φλέβες μου,
και με αναγκάσει όρκους απάτητους να δώσω στα νερά της Στύγας,
θα ρίξω το στήθος μου γυμνό μέσα στην πηγή
μα θα ‘ναι αργά αθανασία ν’ αποκτήσω, παραμυθιάζοντας το χέρι
της μοίρας μου πάλι θα γυρίσω νέα ζωή να διαλέξω, και στην ανθρώπινη αράδα
θα σταθώ λαχνούς από τα πόδια της να διαλέξω,
και θα είσαι εκεί αιώνια αγαπημένος από όλους τους αγαπημένους,
να μαραζώνει και να κλαίει το πρόσωπό σου, να στάζει πίκρα το χείλι και η γλώσσα,
ν’ ακουμπάς το κεφάλι στη χούφτα που άλλοτε παλλόταν μουσκεμένη
από έρωτα χιλιόχρονο που χάθηκε στο θάνατο της σάρκας
και δε θα με θυμάσαι ούτε και εγώ εσένα
σαν γεννηθούμε πάλι απ’ την αρχή με κλάμα που πονέσαμε τη λήθη να γευτούμε.


Θ.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Σαν σήμερα



Πλήθος κοιτά τη γύρω πραγματικότητα,
τα πρόσωπα σφηνωμένα ανάμεσα στα κάγκελα
με τα χέρια να κρατούν
και να αγγίζονται,
μέσα στον βόμβο του σμήνους
στα βλέμματα των περαστικών,
των περίεργων,
που κουκούλωσαν κάτω από όστρακο
τα πρόσωπα.
Τα άκρα της σιωπής τους να ψαχουλεύουν τις τσέπες
περιμένοντας λύτρωση
από φύλακες επικούρους.
Μα και στις ψυχές των φυλάκων η τόλμη
είναι φόβος γυμνός
που πάει μέχρι το τέρμα
χωρίς όστρακα,
ομπρέλες,
μαύρα γυαλιά νυκτός
και ζώνες ασφαλείας.
Περιμένουν μετά βεβαιότητος
το τέλος,
άοπλοι
σαν τις φωνές που ερωτοτροπούν ασταμάτητα
στο μικρόφωνο.
Φωνασκούν, στριγγλίζουν, εκστομίζουν
τυχαία τις εφηβικές τους ιαχές,
παιδιά
που μπόρεσαν
όπως οι ήρωες.

Θ.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Αντιστροφή (ή Αρχίλοχος)



Ο ποιητής δεν τυφλώθηκε από τη μεγαλοσύνη
της ειμαρμένης τύχης
σαν το ραβδί του χτύπησε ραγίζοντας μαρμάρινες βασιλικές αυλές.
Δεν όρισε τον θάνατο
ν’ αρμόζει στο άγουρο το σώμα, γιατί τάχα η γύμνια του θα ‘ναι
ωραία όταν σέρνεται δεμένη στα τέθριππα 
της περιλάλητης νίκης.
Δεν φιλοτέχνησε θεούς χειρώνακτες,
θεούς σοφούς,
να κρύβουν πίσω από  την ασπίδα τους
της βίας το μαχαίρι.
Δεν ύμνησε πιότερο τον θάνατο από τη ζωή,
τη δόξα από το γλυκό κρασί,
το θηλυκό το λάφυρο από τον έρωτα
 στα μάτια
και τα στήθη της,
θηλές τροφοί του κόσμου.
Ο ποιητής την άφησε τη θαρραλέα ασπίδα,
αμάχητος εναπόθεσε το βιος του πολεμιστή
στην κρήνη,
καθώς σκόρπισε την καθαρή της δρόσο
μια νύχτα με φεγγάρι
ταράζοντας την υδάτινη λάμψη του μέχρι να ξημερώσει.
Πολεμιστής κοιμήθηκε,
ξύπνησε δίχως μένος,
την ιλαρή την ομορφιά μυρίζοντας μιας μελαμψής παιδίσκης,
όταν περισκιρτώντας
έφερε πέπλους λευκούς για πλύση.

Θ.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

«Καὶ τὴν καρδιά του μάλωνε τὰ στήθια του χτυπώντας»*



Αναγνωρίζω την ενσάρκωση του θανάτου μου
στην τρίτη δύναμη που επιστρατεύω για
να φάω,
να πιω,
να ερωτευτώ.
Εκεί πάνω μαθαίνω και βρίσκω το θάρρος της έντρομης κίνησης εμπρός,
στο πάθος που περιδιαβαίνουν
οι επτά θανάσιμες αμαρτίες μου.
Τις αντίκρισα
και τις έκλεισα σε φυσαλίδα,
τις φώλιασα σε ένα φύσημα καρδιάς.
Και πάει καιρός που όταν ασθμαίνω
από τον κάματο της ζωής
χάνω λίγη ακόμη από την τρίτη δύναμη,
μα χλευάζω τις άλλες δύο
<τι κι αν ο ποιητής τη μάλωσε
την οδύσσεια καρδιά που αλυχτούσε>
στην ανυπαρξία τους.
Με χλευάζουν κι αυτές, εκεί στο βαθύ σκοτάδι που στέκουν,
αχνό συσπειρωμένο φως,
κουνούν τα κοφτερά τους άκρα,
βγάζουν τη γλώσσα τους, με εμπαίζουν.
Γνωρίζουν τάχα πως έχω κλείσει
θέση παράθυρο
για το τίποτα του κόσμου.

Θ.

*Οδύσσεια, υ17, μτφρ. Α. Εφταλιώτη

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Ατέρμονος



Δεν ξέρω αν το παρατήρησες,
αλλά όταν πέθανες
αλλάξανε τα μάτια σου,
μεγαλώσαν.
Πηγάδια με νερό,
γυαλίσανε στο φως και στο ημίφως
και ο σούκλος χάθηκε ή τον έκλεψε
η αλεπού που αναγνώρισες
όταν διέσχισε τη δημοσά στο δρόμο
για τις λεύκες.
Τότε που από ανάγκη εκίνησες να μεταφέρεις
φαρμάκι χημικό και μια στριφτή μελάγχροη από δικό σου δέντρο,
μα κουράστηκες από την απόσταση και είπες να δοκιμάσεις,
και αντί να νιώσεις σφρίγος, δύναμη,
απόκαμες τελείως.
Κρύφτηκες τότε στην κουφάλα της μαγεμένης βελανιδιάς,
και μέσα στον ύπνο γυρεύοντας ησυχία
έχασες το τρίχωμα και την οπλή,
λύγισες από την παγωνιά και ζήτησες
τσόλι κιλίμι πράσινο του χεριού της.
Η τύχη χαμογέλασε λίγο,
όταν τα μάτια σου πέσανε στην κόκκινη κουκούλα,
τη φόρεσες -άμοιρε- χωρίς να υπολογίσεις.
Στα δόντια του λύκου πιάστηκες,
μια και για πάντα αφήνοντας
απλήρωτο το χρέος της ζωής σου.
Φαρμάκια φυσικά, φτιαχτά σκορπίσανε στο δάσος
και ο λύκος τα οσφραίνεται,
ολημερίς και νύχτα,
ζαλίστηκε, έγινε σκιά,
βρέθηκε στα πηγάδια σου χωρίς ιδέα και γνώση,
νερό να πιει, λίγο να ξεδιψάσει.
Και η γυαλάδα η πολλή τον τύφλωσε
και σε ξερνάει μέσα,
Ξενούλα ανεπιθύμητη από γριά του φόνου
γιατί δεν έσπευσε κανείς ποτέ να σε γλιτώσει.
Αυτά είδαν τα μάτια σου λίγο
πριν να πεθάνεις,
ανθρώπους, ζώα και παιδιά,
την ίδια τη ψυχή σου,
να πνίγονται στα μάτια σου,
τα όμορφα πηγάδια,
γιατί πρώτη γραμμή στον θάνατο
δεν το μπορείς να είσαι.



Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Μεταξουργείο (1)



Στις ράγες των τρένων του Μεταξουργείου
κρύο μέταλλο και σκουριά
κάτω από
τα βήματα των περαστικών.
Μέρες θορύβου και οι νύχτες βουβές
πληγώνονται
από αναίτια ουρλιαχτά,
από το αχ
της πόρνης που προσποιείται
τον έρωτα,
από τον κρότο του παράνομου
όπλου
που ηχεί την έναρξη της χαμένης μάχης.

Στις ράγες των τρένων του Μεταξουργείου
τρέχω παιδί να περάσω,
μπροστά
στα σαστισμένα βλέμματα
των μηχανουργών.
Ο αέρας της απρόσκοπτης φούριας
του συρμού
παρασύρει τα ρούχα μου
στ’ απελπισμένα
μποφόρ του φθινοπώρου.
Γυναίκα γλίτωσα,
ουρλιάζοντας σαν θύμα, λυπήθηκα
το ξεπούλημα της σάρκας
κρατώντας την αχίλλεια ασπίδα
μπροστά στις αδέσποτες σφαίρες.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Ο άνθρωπος ορχήστρα


Είμαι εγώ ο άνθρωπος ορχήστρα,
παίζω ρε,  λα μπεμόλ, παίζω ντο και φα,
και θα παίζω
όσο γύρω μου γεννιέσαι,
ανασαίνεις
και πεθαίνεις.
Όσο ταλανίζεσαι από το χέρι της μάνας
που αιχμαλωτίζει το μάγουλό σου
με εκπαιδευτικούς τάχα αικισμούς.
Όσο βουτάς το κεφάλι σου
στη ψαρόσουπα που σιχαίνονται τα σωθικά σου.
Όσο λυπάσαι που παραγκωνίστηκες
από τους δασκάλους στο πάνθεον
των κομπάρσων μαθητών.
Όσο γεύεσαι την πικρή γεύση της αποτυχίας,
δεκάκις, και με δέος σηκώνεις τα χέρια
να ευχαριστήσεις τον άφαντο Θεό,
να τιμήσεις την άπιαστη επιτυχία.
Όσο απασχολείς
<εσύ το παράταιρο>
τους απασχολημένους με
την ρυπαρή πολυπραγμοσύνη.
Όσο αρνούνται οι εραστές σου
να διαβάσουν το εράν στη δική σου γλώσσα.
Όσο συναινείς,
όσο βουτάς στα νερά,
τα ματωμένα,
εκεί που σκότωσαν οι λαθροκυνηγοί
τον σπάνιο αλιγάτορα.
Όσο αγκαλιάζεις τον Όνειρο,
γιατί πέφτεις στο πάτωμα γυμνός
από ακριβό ναρκωτικό.
Όσο αλητεύεις στους δρόμους,
για να κλέψεις
την αλήθεια που κρύβεις μέσα σου.
Όσο βαδίζεις στο τέρμα,
εκεί που ο φάκελος με τις γνωματεύσεις
ανοίγει ανεπιστρεπτί.
Όσο βάζεις τελεία
-πριν την τελεία-
σκαρφαλώνοντας στο πέρας του καταστρώματος
<ταξίδι αναψυχής>
να πέσεις μέσα στα παγωμένα νερά.
Όσο θα πέφτεις,
θα παίζω,
ρε, λα μπεμόλ, ντο και φα,
να σου θυμίσω τότε που
πρώτη φορά
πιπίλισες το δάχτυλό σου.
Ω νύχτα  άναστρη, μαύρη!
Ω αγάπη που εγκλωβίστηκες μέσα
στη στιγμή,
στο αιώνια τελεσίδικο ταξίδι!
Για σένα θρηνώ.

Θ.

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Το ποίημα


Πάρτε με,
μελετήστε με,
βρείτε τους τόνους, τους τονισμούς,
τα μέτρα,
εντάξτε κάπου το ανένταχτο,
κλείστε με σε κεφάλαιο,
σε υποκεφάλαιο,
σε μια αράδα δίτομης πραγματείας.
Γράψτε φιλοσοφίες,
κάμετε ερμηνείες,
διορθώστε με,
σταυρώστε με,
τσαλακώστε με
και πετάχτε με στον διάτρητο κάδο ανακύκλωσης
κάτω από το βαρύ έπιπλο
που θρονίζετε την αυθεντία σας.
Πάρτε μολύβι,
τραβήξτε γραμμή,
διαγράψτε,
μουτζουρώστε,
ζωγραφίστε καρδιές και φρικιά
από την ανία σας.
Κάντε με σαΐτα,
πάρτε φόρα και εκτοξεύστε με
έξω από το παράθυρο,
να προσγειωθώ στα σκουπίδια,
στα πεσμένα φύλλα των δέντρων,
στις αμάρες των δρόμων,
στο κεφάλι του αντιπαθητικού γείτονα,
στα λασπόνερα
που άφησε η πρωινή βροχή,
να με διαγράψει για σας η φύση,
να χαθώ,
να γίνω κάτι όμορφο επιτέλους,
το δακρυσμένο από μελάνι μήνυμα
που κανείς πια δε θα μπορεί να διαβάσει.

Θ.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Πριν φύγεις (1)


Στην υπόγεια τάξη κούρνιασε το τιμωρημένο παιδί
μετρώντας κόκκους σκόνης στις ηλιαχτίδες των φεγγιτών.
Η δίφυλλη πόρτα άνοιξε απότομα,
ανακατεύοντας τα αιωρούμενα σωματίδια ,
χάλασε το μέτρημα,
πρόβα της άγραφης τιμωρίας.
Και ο στόχος επετεύχθη όπως όριζε
η τύχη (η αδιαπραγμάτευτη),
που σπέρνει στις θύμησες υλικό,
εντυπώσεις μακρινές του μέλλοντος
στο νεκρικό κρεβάτι.
Άσαρκη μορφή σαν άλλος Κιχώτης
χωρίς άλογο,
καφέ κοστούμι,
φούρια και ιδέα, αποστομωτικός κόλαφος
στο μάγουλο της μάταιης συντήρησης,
διέγραψε πάσα ποινή,
αυτοδιοριζόμενος προστάτης της χαμένης αθωότητας.
Πλήγμα στην αθέατη πλευρά της
γνώσης,
σπάζει τις βαριές κολώνες
που στέκουν αμείλικτες στη μέση
κόβοντας τη θέα του πελάγους.



Θ.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Πέρα από τον ανάχτιδο ήλιο

Το δάκρυ πάγωσε πάνω στο μάγουλο,
σαν να βρήκε εμπόδιο
πάνω στην απαρχή της λήθης.
Ένα κουτί εγγλέζικο,
τριάντα επί σαράντα
γέμισε την καρδιά σου με έναν εξαίσιο παλιμπαιδισμό,
παρακαταθήκη του ρόλου που σου απέδωσε
κατά συνθήκη το πατρικό σου σπίτι.
Σε αυτόν ανατρέχεις
όταν οι λύπες ξεχειλίζουν
στα ποτάμια της όασης
και δε σε αφήνουν να ξεδιψάσεις.
Σε αυτόν ανατρέχεις όταν οι ερωτογενείς
ζώνες θωπεύουν επιτακτικά
τις δυνατότητες των αντικειμένων.
Σε αυτόν ανατρέχεις, όταν
ερωτεύεσαι για πρώτη φορά
ξανά και ξανά
τη γυναίκα που σε βούτηξε στα
παγωμένα νερά της Πτυχίας.
Σε αυτόν ανατρέχεις όταν
τα μάτια των παιδιών σε κοιτάζουν
περιμένοντας ευτελή ανταλλάγματα
για το φιλί τους,
ένα ζαχαρωτό σε ροζ ή μπλε περιτύλιγμα,
λίγο μαλλί της γριάς, σοκολάτα.
Όταν η ματιά σου εγκλωβίζεται και πάλι
στον πτυσσόμενο καθρέπτη,
η απώλεια κλωθογυρίζει στη σκέψη σου,
αυτά που έγιναν,
αυτά που θα ήθελες να γίνουν.
Μια μέρα όμως ο χρόνος σταματά
να κυλά στανικά στην αυλή σου.
Μαζεύεις τα πεσμένα πέταλα
των ρόδων του φθινοπώρου,
ένα προς ένα,
τα φωλιάζεις στις χούφτες σου,
τα ελευθερώνεις
από το ροζ ή μπλε τους περιτύλιγμα,
τρως ένα ζαχαρωτό και γλυκαίνεσαι.

Θ.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Ο μπαμπάς


Μισός ηλιοκαμένος,
μισός λευκός,
κρατά το λαστιχένιο όπλο με περηφάνεια
βαδίζοντας σα μυθικός θεός
με τα οκτάποδα ακόμη να σαλεύουν
στη διάτρητη τσέπη,
νέκταρ και αμβροσία αποζητά
από τον κάματο
να αντιπαλέψει την πείνα και τη δίψα
να ρεμβάσει στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου
να γευτεί λευκόσαρκους γιαρμάδες, μυδοπίλαφα
μια παγωμένη Φιξ.
Χορτασμένος λέει πάντα
ένα αστείο σαχλό,
προτού ριχτεί στα δεύτερα των διακοπών
σεντόνια,
στη μεσημεριανή σιέστα.

Μισός ξύπνιος,
μισός κοιμισμένος
τρίζει τα δόντια
ξεσηκώνοντας τη χλωρίδα της μαμάς.
Ξυπνά με το όνομά της στα χείλη του,
αποσπώντας αγενώς την
απογευματινή της υπηρεσία,
να ψήσει καφέ,
να το βάλει στο ποτήρι του κρασιού.
Και αφού ρουφάει θορυβωδώς
σκέτο βαρύ
και δύο τσιγάρα,
marlboro σκληρό,
ετοιμάζει με αυστηρότητα
αρνητική απάντηση
σε καθεμία από τις αξιώσεις
της νυχτερινής μου ελευθερίας.
Το σούρουπο χαρτζιλικώνει
την εφηβική μου τσάντα,
μάταια ελπίζοντας
προσήλωση σε όλες τις παραινέσεις.

Αυτός είναι ο μπαμπάς.


Θ.





Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Άτιτλο


Apertura.
Λεωφορείο της γραμμής,
ώρα 8.00 π.μ.,
Αρμονία.
Το μπουλούκι κινείται άναρχα
στη μπροστινή είσοδο.
Τα πόδια αιωρούνται,
ακόμη και η απείθεια για καλημέρα αιωρείται,
στα βλέμματα, στις σκέψεις.
Στάση Κίκιζα,
ο τρελός της γειτονιάς,
βγάζω τα ακουστικά,
μιλά χωρίς να κοιτά,
μια ιδέα αθέατου κόσμου
πως όλοι εμείς οι γνωστικοί
απαρνηθήκαμε την παράνοια
από φόβο και αποκοτιά,
πως εκείνος την καλωσόρισε,
τη φιλοξενεί,
στο σαλόνι, στο κρεβάτι,
στο μπάνιο και στο παγκάκι.
Μα τούτη η συμφιλίωση είναι είτε μακροζωία
είτε αθανασία είτε απύθμενη ακατάπαυστη ευτυχία.
"Δεν ξέρω πως να τον ευχαριστήσω,
(βλέμμα στην έξοδο κινδύνου),
γιατί αγόρασα αυτό το χτενάκι
(βγάζει από τη μισοσκισμένη τσέπη ροζ φούξια παιδικό),
και με αυτό τραβάς κουπί πολλές ώρες
(χτενίζεται),
κι αν είσαι λίγο τυχερός
θα συναντήσεις λογιών λογιών ανθρώπους,
όλους να τους πάρεις από το χέρι,
και εγώ στο φεγγαρόφωτο έκανα μπάνιο,
με το μυστικό μου φράκο,
βρωμιάρηδες, σιχάματα, τι με κοιτάτε μωρέ;
Σκατά! (Φωνάζει),
ξέχασα το όπλο μου,
δε θα πολεμήσω με το φράκο,
όχι σήμερα.
ΣΣΣΣΣΣ! (Δυνατά)
(Βλέμμα στο βλέμμα μου, ψιθυρίζει),
είναι ο Μουσολίνι πίσω σου,
και οι τοίχοι έχουν αυτιά".
(Χτενίζεται).
Στάση Μεταξουργείο.
Φορώ τα ακουστικά.
Amor.


Θ.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Ασύνειδη λεξιπλασία ενός ψυχορραγούντος νου


Άλφα.
Αριστερός παράμεσος,
αβέβαιος κτύπος.
Κάπα.
Μέσος δεξιός,
γερό χτύπημα.
Ρο,
ρόδι σπασμένο για καλή τύχη,
σε έτος πιο δίσεκτο από
την ίδια την ύπαρξη.
Βα,
βαστάζος του λιμανιού,
άγνωστος προορισμός
επιζητά πληρωμή
τρία νομίσματα χρυσά
από τη συλλογή των χαμένων αντικειμένων
του παιδιού που ήμουν.
Τη,
τηρούνται όλοι οι κανόνες.
Ανεξαιρέτως.
Κανείς δεν μπορεί να πράξει αλλιώς,
πρέπει να βιαστώ, 
το καράβι φεύγει.
Σίγμα,
τελικό.
Το σίγμα ταφόπλακα,
παραπάτησα από λάθος στο τεντωμένο σκοινί.
Πέφτω,
στο κατάστρωμα της Δώρας Π.,
το ταξίδι θα είναι μεγάλο,
το αποβόρι μου χαϊδεύει τα μάγουλα,
μα δεν το νιώθω.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Η πίστη


Ποτέ δεν πήγαινε στην εκκλησία.
Στον Επιτάφιο έπαιρνε το φως,
το ίδιο και στην Ανάσταση.
Από τους περαστικούς.
Έτρεχε μέσα να ανάψει το καντήλι της,
να σώσει από όλους τους αμαρτωλούς του κόσμου
μόνο τη μάνα του Φανούρη.
Κατά βάθος πίστευε,
Κατά βάθος δεν πίστευε.
Άπλωνε το αλεύρι,
έβαζε λευκό πανί,
το σταύρωνε,
και εστόλιζε τη γειτόνισσα που
της ζητούσε προζύμι.

Το στάρι το μισούσε,
επιδεικτικά το πετούσε στις κότες,
εκείνες το ποδοπατούσαν και
το κουτσουλούσαν,
το έτρωγαν και το έφτυναν,
το κλωσούσαν μαζί με τα αυγά τους,
το κακάριζαν
και το μακάριζαν.
Μα πριν το φευγιό της,
οδηγίες έδωσε σαφείς,
να γίνει το πιο νόστιμο του κόσμου,
να πληρώσει τον Πέτρο,
να πιάσει καλή θέση στον παράδεισο.

Θ.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Υποψία Έρωτος

Προτάσσεις τη θέλησή σου
γέρνοντας το κεφάλι
στον τοίχο,
το βλέμμα σου μισό
ολάκερη με τρώγει.
Μια υποψία έρωτος
αιφνίδιου,
καλπάζει πιο γρήγορα από το φως
καρδιά, στομάχι, νους.
Και ανακατεύομαι.

Θ.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Ίζολα Τιβερίνα


Πρώτη και τελευταία η νύχτα
στην ίζολα Τιβερίνα,
με τα κίτρινα φώτα
ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων,
πάνω στο άψυχο κορμί του Ταρκύνιου,
μοναδική και ανήλιαγη συνάντηση
με τη θλιβερή προσμονή
στο άδειο στομάχι.
Χέρι με χέρι περπατήσαμε από την πλώρη
ως την πρύμνη,
τρεις φορές σταθήκαμε
στο αυτοσχέδιο σινεμά που έπαιζε Φερναντέλ.
Πίσω από τους υπότιτλους
κυλούσε όπως όπως το περιστατικό,
η ομιλούσα γλώσσα,
η γραπτή γλώσσα,
καμία δε μας απεγκλώβισε
από την απείθεια του ξένου που δεν βιώνει τον τρόπο.
Και η θλίψη έγινε ανυπομονησία,
ανόητος ίδρως στις παλάμες,
που γύρεψαν να ξεκολλήσουν,
για τη δροσιά της μοναχικής ζωής.
Κανείς δεν ξέρει γιατί δεν βρήκαμε την ευτυχία
στην Τιβερίνα τη νύχτα.
Όμως τα χέρια μας ενώσαμε ξανά στην Κόρσο,
την Τριτόνε και την Μπαρμπερίνι,
να κάνουμε ψιλά
για τον παλιό σιδερένιο ανελκυστήρα
που θα μας οδηγούσε ψηλά
στο έκτο πάτωμα της απώθησης.


Θ.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Εσύ και ο έρωτας


Θέλω να γράψω για σένα και τον έρωτα.
Αν μιλήσω για σένα,
θα είναι πραγματικά ωραίο να εξομολογούμαι
πόση επιρροή μου ασκεί η μορφή σου,
μα αυτό δε θα είναι αρκετό.
Αν μιλήσω για τον έρωτα,
θα γράψω κατά κάποιον τρόπο
ιδεολογικά και στρατευμένα,
και ξέρεις
ότι αυτό δεν αρέσει καθόλου
σε κάτι απλησίαστους και δύστροπους γραφιάδες
που εξορίζουν από τύψεις
τη φωνή της ιδέας.

Αν παραδεχτώ όμως πως σε ερωτεύομαι,
θα ξεκλειδώσω την αρμονία του σύμπαντος
φωνάζοντας την απλή αλήθεια,
αφού θα γράψω με λόγια
ό,τι αισθάνεται το σώμα και η ψυχή
-κι όμως αυτή-
όταν πάλλομαι διακορευμένη
από τα πιο μύχια μυστικά σου.

Πως μοιάζεις δυνατός
αλλά τις νύχτες κλαις στην αγκαλιά μου,
πως καμώνεσαι τον σεβασμό και το ίσο,
σου αρέσει όμως να σκύβω περιποιητική
κάτω από το περήφανό σου ύψος,
πως θέλεις να κυνηγώ εγώ την τροφή
που προτιμάς πρωί και βράδυ,
πως ο θάνατός μου θα είναι το τέλος του κόσμου
για σένα και για όλους.
Γιατί εσύ και ο έρωτας
είστε συνδυασμός
που με εξυψώνει.


Θ.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Απόπειρα αποκήρυξης


Αυτά τα ποιήματα
που έχουν μέσα τους
στέπες ονείρου,
χειμάρρους απελπισίας,
αστρικές στίλβες και σεληνιακές χαρμολύπες,
ασυνήθιστα ξωτικά ζωγραφισμένα με ξυλομπογιά, 
διαμαντικά, ζαφείρια και αχάτες μοβ και πράσινους,
επίπλαστους της νόησης,
παντρολογήματα του ουρανού και της κόλασης, 
εκπεσόντες αγγέλους που ερωτεύθηκαν παράφορα
πανάγαθες μοιραίες αίγες,
μυστικά περάσματα σε αόρατες καστροπολιτείες, 
σχοινοτενείς αναλύσεις προσηλωμένες στη λεπτομέρεια των γραφικών,
μουσικές επενδύσεις κοντσέρτα για άχορδα βιολιά και πιάνο, 
υπερφυσικούς μέλανας ταράνδους
που κουδουνίζουν αγιοβασιλιάτικα 
μα κουβαλούν τον χάρο,
αδελφές νοσοκόμες που κρατούν πολυβόλα, 
καρέκλες κενές κάτω από λικνίζον ημίφως,
φωτιές του Αϊ - Γιαννιού που τις πηδούν ανόρεχτοι οι τελευταίοι εραστές, 
ρόδια, κουφέτα και στάρι που τρώνε στ' όνομά μου, 
στριφογυριστά μουστάκια,
σύννεφα ταξιδιάρικα, 
χαζά πουλιά που παρασύρονται από πτήσεις και ανέμους
αυτοκτονώντας στις τζαμαρίες του εικοστού πατώματος, 
αδιάκριτα βλέμματα που ηδονίζονται με τ' αφυδατωμένα χείλη,
συνθήματα και φέιγ βολάν θρησκευτικών παραδείσων, 
άροτρα που οργώνουν τη θλίψη,
κόκκινα κυπαρίσσια, 
και ιπτάμενους ελέφαντες πάνω από εργοστάσια παπουτσιών, 
αυτά τα ποιήματα, 
δεν τα καταλαβαίνω.

Θ.


Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Μια τυχαία συνάντηση


Την είδα να κάθεται σε μία από τις σιδερένιες καρέκλες. Βαμμένες πράσινες. Λίγο ξεθωριασμένες. Φορούσε περίπου τα ίδια ρούχα, όπως τότε. Άσπρο πουκάμισο κάτω από μαύρο γιλέκο. Στο πουκάμισο δαντελωτός γιακάς. Μακριά καρό φούστα. Ως τις γάμπες τουλάχιστον. Μοκασίνια που θύμιζαν δασκάλα πιάνου, τσάι με κανέλλα και πικρή σοκολάτα. Κρατούσε ένα βιβλίο και φορούσε γυαλιά που τα ακουμπούσε στην άκρη της γαλλικής της μυτούλας. Το κορίτσι μου. Είκοσι χρόνια πέρασαν από πάνω της, κι ούτε μια μέρα δεν άφησε σημάδια στο πρόσωπό της. Ένας κόμπος μου έσφιξε το στομάχι. Δεν περπατούσα πια. Την  κοιτούσα από μιαν ασφαλή απόσταση. Σε λίγο την πλησίασε το γκαρσόνι. Της ζήτησε να πληρώσει ή τουλάχιστον αυτό κατάλαβα, γιατί εκείνη αμέσως του έδωσε χρήματα. Έβαλε το βιβλίο στην τσάντα της. Σήκωσε το κεφάλι της. Κρύφτηκα πίσω από μία τριανταφυλλιά που δε με χωρούσε. Η ματιά της πέρασε αδιάφορα από μπροστά μου. Ο κόμπος έφτασε στο λαιμό και με έπνιξε.

_________________

Υπάρχει εδώ πιο κάτω μια πινακίδα με την ένδειξη «Το καφενείον». Έχει πολλές πινακίδες. «Παιδική χαρά», «Κτίριο Βοτανολογικής Συλλογής», «Παιδική Βιβλιοθήκη»...
-       -  Ποτέ δεν το βρίσκω το καφενείο!
Είμαι ηλίθιος, αυτό είμαι! Πώς βρέθηκα εδώ μέσα δεν ξέρω. Ή μάλλον ξέρω. Ας καταφέρω τουλάχιστον να το παραδεχτώ από μέσα μου: η μάνα μου στο νοσοκομείο, ετοιμοθάνατη και δε θέλω να τη δω. Η μάνα μου ετοιμοθάνατη. Θα πεθάνει. Μην νιώθεις άσχημα καλέ μου φίλε! Έχετε να βρεθείτε πέντε χρόνια. Ναι, αλλά εκείνη επιδίωξε να με συναντήσει κάμποσες φορές. Τι σημασία έχει τώρα πια;
-       - Συγγνώμη, κύριε! Μήπως γνωρίζετε που είναι εδώ μέσα το καφενεδάκι; Με τα δέντρα πάνω από το πλακόστρωτο; Όχι;
Ναι, θα πεθάνει. Ανακατεύομαι στο στομάχι από αυτή την τυχαία συγκυρία, που κι αν δεν βλέπω άμεση τη συμμετοχή μου, με κατατρώγει σαν βραχνάς, μόνο επειδή περιπλανιέται η ιδέα πάνω από το κεφάλι μου ότι τούτη τη στιγμή πεθαίνει στον Ευαγγελισμό και εγώ ψάχνω να πιω έναν καφέ πικρό, να ρουφήξω πέντε τσιγάρα και να πάω στην ευχή του Θεού. Αχ, πόσο ανόητο είναι να κάνει κανείς την παραμικρή κίνηση για να εκπληρώσει μια πράξη που δεν την θέλει! Προσωπικά όλη αυτή τη συμπεριφορά δεν μπορώ ούτε να την κατανοήσω ούτε να μην τη θεωρήσω καθαρή, ολοκάθαρη καταπίεση. Δεν την αγαπώ. Ή τουλάχιστον δεν την αγαπώ πια. Θυμάμαι κάποτε, όταν ήμουν οκτώ ή εννέα χρονών, ο κος Δημήτριος Δριβάκος, ο αξιότιμος δάσκαλος του 5ου δημοτικού σχολείου της Νεάπολης Εξαρχείων, με οδήγησε κλωτσηδόν στο γραφείο του διευθυντή, επειδή τον έβγαλα και κατούρησα μέσα στην τάξη. Δεν είχα, βέβαια, καμία ανάμειξη με την ακούσια συμπεριφορά μου που γύρευε να ξεσπάσει, αφού πολλάκις ζήτησα να πάω στην τουαλέτα και ο κος Δριβάκος επέμενε να μου το αρνείται. Εκείνη την ημέρα η μάνα ήρθε στο σχολείο. Όταν έφτασα στον διευθυντή, ήταν ήδη εκεί. Καθόταν σε μια καρέκλα και έκλαιγε με πνιχτούς λυγμούς. Και ήξερα γιατί έκλαιγε έτσι. Γιατί σκεφτόταν ποια δικαιολογία θα ξεφουρνίσει στον πατέρα και τί θα επακολουθούσε αν η δικαιολογία δεν ήταν αρκετά πιστευτή. Αυτή ήταν μία από τις φορές που τη μίσησα μέχρι το μεδούλι. Τον φοβόταν τον πατέρα, το βαρύ του χέρι και τη δερμάτινη ξεφλουδισμένη του ζώνη που χρησιμοποιούσε συχνά εις βαρος τόσο των δικών μου όσο και των δικών της οπισθίων. Αλλά για τα δικά της οπίσθια καιγόταν περισσότερο. Αλλιώς θα με έπαιρνε από ‘κει μέσα και θα φεύγαμε μακριά, και σήμερα θα πέθαινε αξιοπρεπώς στα χέρια μου, και θα την κοιτούσα δακρυσμένος, ενώ θα έγραφα στο όνομά της το επόμενο βιβλίο μου.
-        - Κυρία, καλημέρα σας. Γνωρίζετε που είναι το καφενεδάκι; Με τα δέντρα στο πλακόστρωτο;
-      - Βεβαίως, κύριε! Θα ανεβείτε τον μικρό λοφίσκο στα δεξιά σας, στη συνέχεια θα συναντήσετε ένα τρίστρατο με τρεις ταμπέλες. Μία από αυτές θα σας κατευθύνει στο καφενείο!
-         - Ευχαριστώ.
Είμαι παιδί της πόλης. Και κάπως έτσι μεγάλωσα. Όχι ελεύθερα, αλλά κλεισμένος στο κελί του δωματίου μου, έχοντας δίπλα από τους τοίχους μου άλλα πολλά, αναρίθμητα κελιά που μεγάλωναν άλλες παιδικές ψυχές, όπως εγώ. Έτσι νόμιζα βέβαια. Ήμουν πεπεισμένος ότι δεν χτυπούσε μόνο εμένα ο πατέρας. Και οι άλλοι πατεράδες το ίδιο θα έκαναν, φανταζόμουν. Για το καλό μας. Το σχολείο ήταν για μένα αποκάλυψη. Βρήκα τρόπους για να ξεσπάω την οργή μου. Στο γυμνάσιο αρκέστηκα να κατασκευάζω αυτοσχέδιες νερόμπαλες από καπότες, να τις κρεμάω από το καρφί που κρεμούσαν τον τζιούνορ απανταχού Παρόντα και να περιμένω πότε η βαρύτητα θα κάνει το θαύμα της. Στατιστικά το θαύμα λάμβανε χώρα στο κεφάλι του πιο αυστηρού καθηγητή του σχολείου και έτσι εγώ κατέληγα στο σπίτι τουλάχιστον για τρεις μέρες. Από το σχολείο κληρονόμησα περίπου έξι «διαγωγές κοσμίες», είκοσι πενθήμερες αποβολές, κάμποσες τριήμερες και αμέτρητα ραπίσματα, δια χειρός ή με χάρακα. Τους ξεγέλασα όλους, όμως, γιατί ήμουν έξυπνος. Μπήκα με άριστα στο πανεπιστήμιο να σπουδάσω Φιλοσοφία, και μάλιστα πίνοντας και καπνίζοντας, και ρουφώντας μπάφους,  και σνιφάροντας κόκα. Οι κακές συνήθειες μού κρατούσαν συντροφιά σε κάθε επιτυχημένο μου βήμα, ώσπου γνώρισα εκείνη.
-        - Με συγχωρείτε κύριε, είστε ο...;
-        - Ναι, είμαι....
-        - Έχετε την καλοσύνη να μου υπογράψετε το βιβλίο σας; Το έχω πάντα μαζί μου ξέρετε.
-        - Γιατί όχι;
            Η Μαριέτα ήταν μια συντηρητική πανέμορφη πιανίστρια. Παρθένα ετών 25. Φυσικά είχα την τύχη να της αφαιρέσω αυτόν τον τίτλο μόλις πέντε μέρες μετά τη γνωριμία μας. Πρέπει εγώ να ήμουν 32 ή 33 χρόνων τότε. Εκείνη την εποχή έμενα πια μόνος κάπου στην Πλάκα. Ήμουν ένας άντρας σχεδόν δημιουργημένος. Είχα τελειώσει το διδακτορικό μου στην Οξφόρδη απαιτώντας φυσικά τα έξοδα της διαμονής και της φοίτησής μου από τον πατέρα που είχε περάσει πλέον στη φάση που ταλανίζεται κανείς από τις τύψεις για τα σφάλματα του παρελθόντος και εγώ είχα αποφασίσει να εκμεταλλευτώ αυτή την ευκαιρία. Το πρώτο μου βιβλίο είχε ήδη τυπωθεί και επρόκειτο να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. Σημείωσε τέτοια επιτυχία που μέχρι σήμερα αποτελεί την κυριότερη πηγή των εσόδων μου.
        Έπεσα πάνω της αδέξια. Στην είσοδο της Αγγλικανικής Εκκλησίας του Αγίου Παύλου. Οι παρτιτούρες που κρατούσε στα χέρια σωριάστηκαν στην πλατεία του ναού. Τη βοήθησα να τις μαζέψει ζητώντας χιλιάδες φορές συγγνώμη.  Αμέσως κατάλαβα ότι έπασχε από αφοπλιστική ειλικρίνεια:
-        - Είστε πάντα τόσο αφηρημένος; με ρώτησε.
-        - Αδέξιος μόνο, ένεκα των συνθηκών.
-        - Πολύ θα ήθελα να μάθω ποιες συνθήκες με εξαναγκάζουν να ταξινομήσω εκ νέου τόσο υλικό.
-        - Είστε όμορφη.
Περπάτησε προς την είσοδο κρατώντας ένα κουβάρι τσαλακωμένα και μπερδεμένα χαρτιά και λίγο πριν μπει στην εκκλησία γύρισε και ευθαρσώς μου δήλωσε:
-       - Θα μπορούσα να σας ερωτευτώ τούτη τη στιγμή.
Με άφησε με ένα χαμόγελο που το κουβαλούσα σχεδόν όλη τη μέρα, και τις επόμενες. Την πέμπτη ημέρα βρέθηκα και πάλι στην είσοδο της εκκλησίας. Με συνοπτικές διαδικασίες βρεθήκαμε στην κρεβατοκάμαρά μου, τριακόσια μόλις μέτρα από το σημείο που συναντηθήκαμε. Αμίλητοι, τα περπατήσαμε σχεδόν αμίλητοι.
Είναι βέβαιο ότι κάθε φορά που τη σκέφτομαι ένα τραγούδι έρχεται αυτόματα στο μυαλό μου. «Που πάει ο έρωτας όταν πεθάνει; Σε ποιο αστέρι; Σε ποιον ουρανό;» Η Μαριέτα δεν είχε ζήσει τίποτε πριν με γνωρίσει. Διηύθυνε εκκλησιαστικές χορωδίες αισθανόμενη θρηκευτικό δέος σε έναν κόσμο που – στοιχηματίζω – δημιουργήθηκε από κάποια τυχαία συγκυρία και όχι από το παντοδύναμο χέρι ενός φανταστικού όντος. Ήμουν ο πρώτος άντρας που της έδωσε σημασία, ίσως και ο τελευταίος. Ήταν συντηρητική, ναι. Αλλά τόσο ειλικρινής. Δε θα κρατούσε ποτέ μέσα της κρυμμένο τον έρωτά της για μένα. Η καημένη. Θα βλέπει παντού το όνομά μου. Στα περιοδικά, στις εφημερίδες, στην τηλεόραση. Είμαι σίγουρος πως θα έχει παραμείνει μόνη, άτεκνη, δυστυχισμένη, να προσέχει τους γέρους γονείς της. Αν ζουν ακόμα. Τότε, μάλλον διάγει μια χειρότερη ζωή. Κανείς στον κόσμο δεν υπάρχει που να την αγαπάει. Και από μένα που τόσο το λαχταρούσε, δεν το άκουσε ποτέ. Έξι μήνες μετά τη γνωριμία μας βαρέθηκα. Δεν μπορούσε πλέον να μου χαρίσει καμία έμπνευση. Η ομορφιά της ξέφτισε. Το άρωμα που γευόμουν όταν τη φιλούσα με μανία στο λαιμό της με ζάλιζε πια στα όρια του εμετού. Έφυγα. Σκότωσα τον έρωτά μας και επέστρεψα στις παλιές μου συνήθειες.
Η μάνα επέμενε πως για εκείνο το διάστημα των έξι μηνών ήμουν ευτυχισμένος. Ανοησίες! Ερχόταν στο σπίτι μου συχνά, μαγείρευε και μου έπλενε τα ρούχα. Καθόταν με τη γνωστή της μιζέρια σε ένα ξύλινο σκαμπό που είχα στο σαλόνι μου, μάζευε τα πόδια της στραβώνοντάς τα πάντα προς τη μία ή την άλλη πλευρά, με κοιτούσε σαν νηστικό σκυλάκι και έλεγε:
-        - Τί σου συμβαίνει αγόρι μου; Γιατί δεν είσαι πια χαρούμενος; Θέλεις να το συζητήσουμε;
Ήταν ατύχημα εκείνη τη φορά που έπεσε από το σκαμπό και χτύπησε τα πλευρά της. Με εκνεύρισαν οι επίμονες ερωτήσεις της, την έσπρωξα από λάθος. Βέβαια, δεν έχει σημασία πια. Πλευρά, οστά, μύες, πνευμόνια, εγκέφαλος, καρδιά, σε λίγες ώρες ή ακόμη και σε λίγα λεπτά θα υποστούν τη σήψη μιας δυστυχισμένης και αδιάφορης ζωής. Και η σήψη είναι κληρονομική. Είμαι πεπεισμένος πως και εγώ είμαι αλλεργικός στην ευτυχία.

_________________________
           
Τα πόδια μου είχαν καρφωθεί στο έδαφος. Περίμενα. Εκεί στην αβέβαιη κρυψώνα μου. Λίγο παρακάτω ένα κορίτσι στους ώμους του πατέρα της γελούσε και κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι με ήλιον. Τα τριαντάφυλλα μύριζαν κάτω από τα ρουθούνια μου. Μια περαστική πρότεινε στον καλό της να ταξιδέψουν στην Ανδαλουσία. Εκείνη έβγαλε και πάλι το βιβλίο της. Διάβαζε Προυστ. Τον πρώτο τόμο από το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Άναψα ένα τσιγάρο. Την φαντάστηκα να ερωτεύεται τον Σουάν, φαντάστηκα ότι ήμουν ο Σουάν και εκείνη η Οντέτ. Ω, η καλή μου δεν είχε καμία σχέση με την Οντέτ! Η φαντασία μου με πρόδωσε. Έβλεπα, αλλά δεν κοιτούσα πια. Είχε ήδη σηκωθεί από την καρέκλα της, τη βαμμένη πράσινη, και ερχόταν προς το μέρος μου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ακούστηκε η φωνή του πατέρα: «Σε ζητάει». Την κοίταξα για μια μικρή στιγμούλα στα μάτια. Πέταξα το μισοτελειωμένο μου τσιγάρο, διέσχισα τρέχοντας το πλακόστρωτο με το καφενεδάκι. Την προσπέρασα. Το ένιωσα πως στάθηκε εκεί απογοητευμένη. Εγώ όμως ένα πράγμα ψέλλιζα:
-        - Να προλάβω! Να προλάβω!


    Θ.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Συνάντηση με έναν ποιητή


Ήρθε ο ποιητής και στάθηκε εμπρός μου.
Πολύ κοντά.
Σε μιαν απόσταση όπως αυτή που κοιτάς το πρόσωπό σου
στον καθρέφτη
καθαρά να δεις
τους πόρους, τα σημάδια.
Με διάβασες;
Και εγώ ήθελα να απαντήσω (δίστιγμο)
Βλέπω στα μάτια σου μιαν ατέλειωτη ξεκούραση,
αν είσαι λίγο τυχερός, 
θα ζήσεις μέχρι τα ενενήντα τέσσερα, 
ίσως και παραπάνω.
Βλέπω πως πόνεσες, 
όμως είσαι πιο τρυφηλός από τον πόνο, 
έκλαψες απ' έξω, 
αυτοστιγμεί γέλασες από μέσα, 
όπως ακούγεται το πηγαίο χάχανο που 
απόπνιξες σε μια καλοκαιρινή βουτιά από βιάση.
Μικρά τα μάτια σου, θολή η ματιά σου, 
σημάδι πως δε τόλμησες να τα ανοίξεις διάπλατα 
στην ομορφιά της φτωχής γυναίκας που πέρασε δίπλα σου.
Πλήττεις θανάσιμα,
μόνο το λευκό χαρτί και η γραφίδα σού χαρίζουν μία κάποια πλησμονή.
Και ύστερα παρασύρθηκα
-μα τι ανοησία-
και στοιχημάτισα πως θα μπορούσα
την πλήξη να απαλύνω
με ζεστό φιλί, 
λίγη από τη γεύση του καλοκαιρινού φρούτου
που δεν μοιραστήκαμε.
Ευτυχώς, 
λογικεύτηκα,
Ό,τι υπάρχει στην αρθρογραφία,
βιάστηκα να απαντήσω.
Μου έχουν πει και άλλοτε 
πως είναι πολύ γλυκό το φιλί μου,
μα δεν ήθελα να χάσεις την ανιαρή σου μακροζωΐα.

Θ.