Στον κάμπο τον χρυσό
της Κωπαΐδας
τα καλοκαίρια τα
ζεστά της άγριας νιότης
ακολουθούν μαύρα τα
μάτια φαντασίας
στων παιδικών ονείρων
της θυσίας
στα τρένα φίδια της
γραμμής της πρώτης.
Στην πέτρινη τη
γούρνα πέσαν μέσα
όλο με χάχανα, χαρές
που θησαυρίζουν
το παρελθόν χωρίς
αυλάκι πίκρα
με άγνοια στου
μέλλοντος τη μοίρα,
δεν κλάψανε στο νου
τους, παιδιαρίζουν.
Η δίψα της αγάπης
καμωμένη
από γλυκό κεράσι,
ζάχαρη και μέντα
φωλιάσανε τα χείλια
στην κουβέντα
αδιάφορα στο άγαλμα
που στέκει
το πένθος και ριζώνει
μέρα νύχτα.
Ανθός ψηλός σαν την
αυγή ωραίος
μοιάζει του πόνου του
γλυκού στο στήθος
πέταξε, έφυγε μακριά
σαν μύθος
της μάνας το σκασμένο
χείλι δέος
τη λύτρωση δεν χάρισε
ο κήπος.
Στον κήπο αυτό να
τρέχει η ψυχή μου
που δεν την κιότεψε η
μάνα που πενθεί,
στην πέτρινη τη
γούρνα η ευχή
που στροβιλίζει στης
μνήμης τη στροφή μου
στη χαρμολύπη ξανά ας
βυθιστεί.
Κλείνω τα μάτια στον
ήχο της σιωπής,
αργοπεθαίνω με
εικόνες σημασίας,
ας γεύτηκα το σύκο
της πικρής
ζωής· στης χωματένιας
διαδρομής
τον κάμπο τον χρυσό
της Κωπαΐδας.
Θ.