Δεν ξέρω αν το παρατήρησες,
αλλά όταν πέθανες
αλλάξανε τα μάτια σου,
μεγαλώσαν.
Πηγάδια με νερό,
γυαλίσανε στο φως και στο ημίφως
και ο σούκλος χάθηκε ή τον έκλεψε
η αλεπού που αναγνώρισες
όταν διέσχισε τη δημοσά στο δρόμο
για τις λεύκες.
Τότε που από ανάγκη εκίνησες να μεταφέρεις
φαρμάκι χημικό και μια στριφτή μελάγχροη από δικό σου δέντρο,
μα κουράστηκες από την απόσταση και είπες να δοκιμάσεις,
και αντί να νιώσεις σφρίγος, δύναμη,
απόκαμες τελείως.
Κρύφτηκες τότε στην κουφάλα της μαγεμένης βελανιδιάς,
και μέσα στον ύπνο γυρεύοντας ησυχία
έχασες το τρίχωμα και την οπλή,
λύγισες από την παγωνιά και ζήτησες
τσόλι κιλίμι πράσινο του χεριού της.
Η τύχη χαμογέλασε λίγο,
όταν τα μάτια σου πέσανε στην κόκκινη κουκούλα,
τη φόρεσες -άμοιρε- χωρίς να υπολογίσεις.
Στα δόντια του λύκου πιάστηκες,
μια και για πάντα αφήνοντας
απλήρωτο το χρέος της ζωής σου.
Φαρμάκια φυσικά, φτιαχτά σκορπίσανε στο δάσος
και ο λύκος τα οσφραίνεται,
ολημερίς και νύχτα,
ζαλίστηκε, έγινε σκιά,
βρέθηκε στα πηγάδια σου χωρίς ιδέα και γνώση,
νερό να πιει, λίγο να ξεδιψάσει.
Και η γυαλάδα η πολλή τον τύφλωσε
και σε ξερνάει μέσα,
Ξενούλα ανεπιθύμητη από γριά του φόνου
γιατί δεν έσπευσε κανείς ποτέ να σε γλιτώσει.
Αυτά είδαν τα μάτια σου λίγο
πριν να πεθάνεις,
ανθρώπους, ζώα και παιδιά,
την ίδια τη ψυχή σου,
να πνίγονται στα μάτια σου,
τα όμορφα πηγάδια,
γιατί πρώτη γραμμή στον θάνατο
δεν το μπορείς να είσαι.