The Poet by Jusepe de Ribera |
Στο παγκάκι της
μεγάλης πλατείας
ο ποιητής ρεμβάζει
μυρίζοντας φρέσκια αλμύρα
και ανθισμένες
νεραντζιές.
Κι όταν ο ήλιος τρυπά
το βλέμμα και το νου του
εκείνος -άλλη λύση
δεν έχει- παρά τη γραφή του.
Χαμογελά στο πέρασμα
του δόλιου πειρασμού,
Σάββατο, ώρα
μεσημβρινή στου
λιμανιού τις όχθες,
σκαλίζοντας πάνω στο χαρτί
τρυπώντας τον ώριμο
γλουτό με έναν γλυκύ
του πόνο. Και αν η
θύμηση βαριά
του πρέπει να
πονέσει, λιγοψυχάει στο πέρασμα
της πέτρας που κυλάει.
Που κυλάει από χέρι
παιδικό
που έριξε με πάθος,
να προσπεράσει τα
βήματα του άσπλαχνου
πατρός του,
τον άφησε -για δες-
για μια αρπαχτή στις
ξενιτιές και στις
φωλιές που γεννούν αποδημητικά πουλιά
τα κίτρινα αυγά τους.
Λύπες και χαρές δεν
έχουν μπόρεση στη
ψυχή του καθημερινού
του ανθρώπου.
Μα ο ποιητής κάτι
πρέπει να την κάνει
τη στιγμή του
πρόσκαιρου πάθους
για τ’ αλλότρια
μαντάτα·
Είναι για εκείνον ο
απόηχός του τόσο διαρκής,
τόσο μεγάλος,
που πρέπει οπωσδήποτε
να την κλείσει στο
χαρτί
για να ξορκίσει
το ξόδεμα της ψυχής
του.
Θ.