Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012
Σάββατο 17 Μαρτίου 2012
Απόπειρες (2)
Μαριώ
Τα καλλίγραμμα πόδια της ανέβαιναν αργά την ανηφορική οδό της εκκλησίας του Αη Γιώργη. Παραδομένη στο νεοφερμένο αέρα της άνοιξης αψήφησε το τρίτο χτύπημα της καμπάνας, τη λειτουργία που είχε οπωσδήποτε αρχίσει και τους άσπλαχνους ψιθύρους των γυναικών που και αυτοί - το δίχως άλλο - θα είχαν αρχίσει. Όμως οι μυρωδιές από ίντσα και γιασεμί έδιωχναν τέτοιες συνηθισμένες ανησυχίες. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι σα να ήταν δήθεν περήφανη, έκλεισε τα μάτια τόσο σφιχτά, ώστε πια έβλεπε μόνο τη λάμψη που σχημάτισε ακανόνιστους κύκλους κάτω από τα βλέφαρά της, και περπατούσε τώρα σαν τη μέλισσα που άθελά της έπεσε στο τρυφερό μάγουλο ενός παιδιού και αποφάσισε να το γευτεί.
Ήταν πραγματικά όμορφο το χωριό εκείνη την εποχή. Τα σπίτια πνίγονταν από πολύχρωμους λουλουδιασμένους θάμνους και το μπλε του ουρανού απλωνόταν αχανές κάνοντας τα λιγοστά σύννεφα να περνούν απαρατήρητα από το μάτι του περαστικού. Πιο ψηλά πρασίνιζαν τα δέντρα και οι αμυγδαλιές ήταν πια ώριμες. Μα αυτό που δύσκολα ξεχνά κανείς την άνοιξη ανηφορίζοντας για την εκκλησία είναι να γυρίσει και να κοιτάξει για λίγο τον κάμπο που απλώνεται ως την άκρη του κόσμου. Πράσινο και χρυσαφί. Χρυσαφί φως που λαμπύριζε τώρα στα μισόκλειστα μάτια της.
Όσο αργό κι αν ήταν το βήμα της όμως, ο σκαλισμένος σταυρός της πόρτας που έπρεπε να διαβεί πλησίαζε. Και όσο πιο πολύ πλησίαζε τόσο οι καθημερινές ανησυχίες επέστρεφαν και έκαναν την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Χαμογέλασε αμήχανα, όταν σκέφτηκε πόσο βίαια ο λήθαργός της μετατράπηκε σε τούτη την άβολη αφύπνιση και αυτό της έδωσε ίσως θάρρος να προχωρήσει.
Τα καλλίγραμμα πόδια της στάθηκαν μπροστά στη μισάνοιχτη τζαμένια πόρτα με τον σκαλιστό σταυρό. Απο τη μια η φιγούρα του Ιησού, από την άλλη στο βάθος δεκάδες βλέμματα και ύστερα οι ψίθυροι...η καταραμένη. Και έπειτα τα βλέμματα παγώσανε για λίγο και οι ψίθυροι σταμάτησαν στη θέα της ομορφιά της. Ψηλή γυναίκα, μεστή, με πρόσωπο λευκό, μεγάλα καστανά μάτια και μαύρα μαλλιά που άγγιζαν το στήθος της. Η καταραμένη συνέχισαν με φθόνο τώρα με χαμηλές φωνές, τα βλέμματά τους όμως ολοκλήρωσαν αυτά την περιγραφή - μακριά αλαβάστρινα χέρια άγγιζαν το παγκάρι και μετά με περίσσεια χάρη το κερί. Την ώρα της ευχής τα κόκκινα χείλια δαγκώθηκαν μα δεν πλήγωσαν την εικόνα της όμορφης γυναίκας.
Προχώρησε λίγο ακόμη και στάθηκε σε μια γωνιά. Δυνάμωσε και η φωνή του ψάλτη και το ακροατήριο βυθίστηκε επιτέλους σε ησυχία. Καταραμένη, σκεφτόταν και εκείνη. Είχαν περάσει ακριβώς δέκα χρόνια από τότε που είχε σκοτώσει τον άντρα της. Ήταν καλή ώρα σε αυτό το ίδιο πανηγύρι, του Αη Γιώργη. Χαρές μεγάλες στο χωριό και πυρετώδεις προετοιμασίες. Οι άντρες έσφαζαν τα πιο καλά τους αρνιά και οι γυναίκες μαγείρευαν δυο μέρες. Έστρωναν ακόμη τραπέζια στην αυλή της εκκλησίας και ντόπιοι μουσικάντηδες ανάμεσα στα καλοψημένα κρέατα και το άφθονο κρασί παρέσυραν τους μίζερους χωριάτες σε χορό μέχρι το ξημέρωμα. Και εκείνη μεθούσε, και από το κρασί και από τη μουσική. Και πριν δέκα χρόνια μέθυσε και τράβηξε τον άντρα της από το χέρι, τον οδήγησε μπροστά στους μουσικάντηδες και έσυρε τον χορό. Αυτή μπροστά, πίσω αυτός. Ακόμη και αυτό δεν της συγχώρεσαν ποτέ. Άνοιξε τα βήματά της και σχημάτισε κύκλο, πίσω αυτός. Συνέχισε με γέλιο δυνατό τώρα, πίσω αυτός. Και όταν παραδόθηκε στον ξέφρενο ρυθμό και αφέθηκε στη χαρά, εκείνος δεν ήταν πια πίσω της. Είχε σωριαστεί καταγής, κόκκινος σαν ώριμο σταφύλι. Μάταια προσπαθούσε να ξεκουμπώσει το πουκάμισό του. Η μέθη έγινε ζάλη και η ζάλη πανικός, η μπάντα σίγησε και οι χωριάτες έγιναν οι αυτόπτες τούτου του κακού ριζικού που την έκανε χήρα.
Διπλά θρήνησε για το χαμό του. Γιατί την ίδια στιγμή που ξεψύχησε είπαν πως όποιος χορεύει με τη Μαριώ, πεθαίνει. Και κατά τη σοφή γερόντισσα, τούτη η κατάρα επιβεβαιώθηκε δύο ή τρία χρόνια αργότερα όταν η Μαριώ ντάντεψε στα χέρια της το νεογέννητο παιδί της αδερφής της, και αυτό κατάπιε τη γλώσσα του και πέθανε επιτόπου.
Τα καλλίγραμμα πόδια της βγήκαν από την εκκλησία όταν τελείωσε η λειτουργία και ένα ζευγάρι στραβοκάνικα πόδια έτρεξαν ξοπίσω τους. Ακούστηκε το όνομά της και αμέσως δύο δυνατά χέρια την άρπαξαν από τη μέση και την οδήγησαν βίαια κάτω από ένα μικρό γεφύρι, εκεί που δεν έφτανε ούτε του ανθρώπου το μάτι ούτε του ήλιου το φως. Ο ζόφος τυλίχτηκε γύρω της και για οδηγό είχε πια τα μάτια του άντρα που άστραφταν μπροστά στα δικά της, Τα χέρια της επίμονα, αλλά μάταια προσπαθούσαν να τον διώξουν και η στιγμή θα κρατούσε αιώνες αν δεν άρχιζαν σιγά - σιγά να κατηφορίζουν τα κακόγλωσσα τακουνάκια απ' την εκκλησία. Έτσι η Μαριώ βρήκε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει και από τη λαχτάρα της να ξεφύγει ούτε που κατάλαβε πως για πρώτη φορά μετά από χρόνια βάδιζε με το μπουλούκι των χωριανών.
Το σκοτάδι έπεφτε και οι καμπάνες ηχούσαν και πάλι. Το γλέντι θα άρχιζε από λεπτό σε λεπτό. Κάθε χρόνο το ίδιο. Έπρεπε να πάει, ήταν έθιμο. Δεν έπρεπε να χορέψει όμως, ήταν καταραμένη χήρα, πενθούσα δέκα χρόνια και λίγα ήταν. Με το μακρύ μαύρο φόρεμα που και αυτό μετρούσε τα ίδια έτη πάνω της κατευθύνθηκε ξανά προς την εκκλησία. Αυτή τη φορά ο φόβος της ήταν πιο μεγάλος από ποτέ, ήταν εκείνος ο άντρας που συντάραξε τη ψυχή και το κορμί της. Είχε πια τόσες σκοτούρες που δε μπορούσε τώρα πια να βάλει τον έρωτα στη ζωή της. Το νεκρό της σύζυγο τον αγαπούσε, δεν τον είχε ερωτευτεί, μα η αγάπη και η εκτίμηση ήταν αρκετά. Άλλωστε ποιος φονιάς ερωτεύεται το θύμα του; Οι σκέψεις χάθηκαν από τη μουσική που δυνάμωνε όσο πλησίαζε.
Το κρασί ήταν όλο δικό της και έτσι το άφηνε να ρέει μέσα της άφθονο, μήπως και κατάφερνε να ξεπλύνει όλες τις αμαρτίες της. Και εκεί πάνω στο κρασοπότηρο είδε ξαφνικά όλη της τη ζωή...πως παιδί ήρθε σ' αυτόν τον τόπο, δεκάξι χρονών, για να παντρευτεί και να φροντίσει το σύζυγο, για τον οποίο οι γονείς της συμφώνησαν. Πως δε θυμάται πια τα πρόσωπά τους, που ξαλάφρωσαν για τα καλά όταν την πάντρεψαν. Πως δεν είχε πια την ευτυχία να κρατήσει στα χέρια της δικό της παιδί, αφού στέρησε τη ζωή εκείνου που θα μπορούσε να είναι πατέρας του. Και όλα, αναμνήσεις, μουσικές, βλέμματα, ψίθυροι, ο σκαλιστός σταυρός και το κρασί ήρθαν και την έπνιξαν. Έπρεπε να κάνει κάτι, να ξεσπάσει.
Ξεχύθηκε τότε η Μαριώ μπροστά στους μουσικάντηδες, σήκωσε τα χέρια της ψηλά, έκλεισε τα μάτια της και χόρεψε με τη ψυχή της. Και τα χέρια έμειναν άδεια, μετέωρα, κανένα χέρι ούτε μαντήλι δεν πέρασε στα δάχτυλά της. Αντίθετα, έμεινε μόνη της εκεί να χορεύει, γιατί οι κακές γλώσσες φοβήθηκαν τον θάνατο.
Τα στραβοκάνικα πόδια πέρασαν επιδέξια τότε ανάμεσα από τα τραπέζια και τα σοκαρισμένα μάτια που κοιτούσαν την εξέλιξη με τρόμο. Κάποια χέρια έκαναν αδέξιες κινήσεις για να προλάβουν το κακό. Μάταια. Εκείνος την άρπαξε από το χέρι, που πάγωσε για λίγο, και την ακολούθησε στο χορό. Και οι δυο μαζί αψήφισαν τη δεισιδαιμονία. Η μέθη τούς τύλιξε ένα γύρο και ένιωθαν ολοένα πιο ελεύθεροι. Ο κοινοτάρχης είχε κοκκινίσει από τον θυμό του, ο δάσκαλος έκανα αέρα με ένα μαντήλι, μια μάνα έκλεινε τα μάτια του παιδιού της και ο παπάς έμεινε εκεί να σταυροκοπιέται. Εκείνη, για πρώτη φορά ευτυχισμένη μετά από καιρό, είχε ξεχάσει πια το θάνατο και όταν οι μουσικάντηδες χτύπησαν πια την τελευταία τους νότα, όλοι ήταν εκεί, όρθιοι και ζωντανοί.
Το επόμενο πρωινό αμαύρωσε μια για πάντα την καρδιά της Μαριώς. Τα στραβοκάνικα πόδια δεν βάσταξαν, τα αστραφτερά μάτια έκλεισαν. Είχαν ελαττωματική καρδιά, μα είπαν πως ήταν δικό της το φταίξιμο.
H εικόνα είναι του William Mortensen
Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011
Απόπειρες (1)
Λαιμαργία
‘Έτρεχε, λέει, σα πανέμορφη, λιπόσαρκη μανεκέν στους δρόμους της Φλωρεντίας. Έτρεχε και σταματούσε σα να την έβγαζε κάποιος φωτογραφία. Έτσι τα μαύρα μαλλιά κυμάτιζαν σχεδόν σε οριζόντια και σε παράλληλη με το έδαφος ευθεία και ανά τακτά διαστήματα ακινητοποιούνταν στον αέρα. Το κόκκινο βελούδινο φόρεμα κυμάτιζε κι αυτό, και όταν πάγωνε, ήταν αδύνατο πια να καταλάβεις το σχέδιό του, ωστόσο έμοιαζε εντυπωσιακό. Ξαφνικά, λέει, η κίνηση, πολλά υποσχόμενη τώρα, ξεκίνησε για τα καλά. Τότε προστέθηκε στην εικόνα ένας άντρας με μαύρο κοστούμι. Έτρεχε, λέει, ξωπίσω της, πίσω από το εντυπωσιακό κόκκινο φόρεμα και τα μακριά μαύρα μαλλιά, και αφού δρασκέλισαν πολλές φορές τα λαβυρινθώδη σοκάκια της πόλης, ο άντρας πρόφτασε τη γυναίκα σε μία από τις καμάρες του Πόντε Βέκιο. Και τότε η εικόνα έστειλε τον παρατηρητή ακριβώς απέναντί τους. Η γυναικεία φιγούρα παραδόθηκε με πάθος στην αγκαλιά του άντρα και, ενώ τα πρόσωπά τους ενώθηκαν κάπου στα χείλια, χάσανε ξαφνικά το χρώμα τους. Το κόκκινο και το μαύρο ήταν τώρα απλές σκιές.’
Ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια της αργά και αδιάφορα. Ο ήλιος είχε μπει από τις γρίλιες του παραθύρου φωτίζοντας ελάχιστα το σκοτεινό δωμάτιο, φανερώνοντας ταυτόχρονα τόνους σκόνης να κινούνται άτακτα στο χώρο. Σε λίγο ένα τροφαντό χέρι ξεπρόβαλλε από τα βαριά σκεπάσματα και πάτησε το διακόπτη που φώτισε καλύτερα το χώρο. Ήταν ένα απεριποίητο δωμάτιο, σχεδιασμένο σε τόνους σκούρου καφέ· το κάδρο με το κεντημένο λουλούδι, πάνω από το κεφαλάρι, το χαλί που μόλις φαινόταν από τα χθεσινά αποφάγια και μία τηλεόραση μπροστά από το κρεβάτι.
Το τροφαντό χέρι έκανε άλλη μία κίνηση. Προσπάθησε και τελικά κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να σηκώσει το πάπλωμα πάνω από το ογκώδες σώμα. Τώρα έπρεπε να σηκωθεί και να ξεκινήσει τη μέρα του, παρόλο που, όπως πάντα το ρολόι είχε δείξει 12. Σαν ανδρείκελο κινήθηκε νωχελικά προς την κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο και ξεκίνησε έτσι τη μέρα του.
Όρθια μπροστά στη μαγική συσκευή που κρατούσε για χάρη της φρέσκα τα λαχταριστά εδέσματα, κατέτρωγε μία - μία τις λιχουδιές τούτου του συνηθισμένου μεσημεριανού πρωινού και σκεφτόταν τι θα κάνει σήμερα. Έπρεπε να πάει στη δουλειά, στην αγγαρεία τούτη που επέλεξε για δουλειά, που την βοηθούσε κατά κάποιον τρόπο να εκπληρώσει τις ανάγκες της. Να ντυθεί και να ετοιμάσει το κολατσιό της και να γυρίσει αμέσως σπίτι για να μην χάσει το ρομάντζο των 9. Θα ετοίμαζε μάλιστα ένα σνακ για την περίσταση. Ύστερα ήταν και αυτή η μεταμεσονύχτια ταινία που ήθελε οπωσδήποτε να παρακολουθήσει. «Ευτυχώς που έχω βρει αυτή τη δουλειά» σκέφτηκε «και μπορώ να κάνω αυτά που θέλω». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη της και το τροφαντό της χέρι, σαν από δική του θέληση, έκλεισε, γεμάτο ενέργεια και δύναμη τώρα, το ψυγείο.
Στις 2 ακριβώς άνοιξε η μεγάλη πόρτα του τηλεφωνικού κέντρου. Με βαριά βήματα που έβρισκαν εμπόδιο το ένα στο άλλο, κινήθηκε προς το γραφείο της. Τα βλέμματα στην αίθουσα σηκώθηκαν και κοίταξαν με απέχθεια. Για άλλη μια φορά χαλούσε η αισθητική τους μπροστά σε τούτον τον ασυνάρτητο μπόγο που έκανε την πορεία προς τη θέση του να μοιάζει υπερατλαντικό ταξίδι. Εκείνη το κατάλαβε, αλλά δεν την ένοιαζε πια. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να ολοκληρώσει τη βάρδια της και να γυρίσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην τηλεόρασή της· στο ρομάντζο των 9. Όταν τελικά έφτασε στη θέση της , συγκέντρωσε την τηλεφωνική συσκευή και τα έγγραφά της σε μια γωνία και άπλωσε μπροστά της το πλούσιο κολατσιό που σίγουρα θα χρειαζόταν σε λίγο. Τα βλέμματα ήταν ακόμη καρφωμένα πάνω της και δεν στράφηκαν στα δικά τους έγγραφα παρά μόνο όταν εκείνη έκανε το πρώτο τηλεφώνημα, καθώς μάταια προσπαθούσε να χωρέσει τα χοντρά της δαχτυλάκια στα νούμερα του καντράν…
Η λήξη της βάρδιας πλησίαζε. Έξω είχε βραδιάσει και έριχνε ψιλόβροχο. Οι υπάλληλοι σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν γρήγορα προς την έξοδο. Έφευγε πάντα τελευταία, άλλωστε ποτέ δεν μπορούσε να τους προλάβει. Στάθηκε ύστερα στο πεζοδρόμιο χωρίς ομπρέλα και κάλεσε ταξί. Λίγο πριν τις 9 βρέθηκε αλαφιασμένη μπροστά στην εξώπορτα και σχεδόν κατάφερε να τρέξει και να βάλει το κλειδί όταν ακούστηκε πίσω της μια αντρική φωνή.
- Μπορείτε να με βοηθήσετε; ρώτησε επιτακτικά.
- Παρακαλώ; απόρησε εκείνη.
- Μπορείτε να με βοηθήσετε; Χρειάζομαι οπωσδήποτε τη βοήθειά σας. Φαίνεστε καλός άνθρωπος.
- Πως μπορώ να σας βοηθήσω; είπε και σκέφτηκε συνάμα πως είχαν περάσει τουλάχιστον τρεις μήνες από τότε που αντάλλαξε παραπάνω από δυο κουβέντες με άνθρωπο.
- Χρειάζομαι χρήματα, όσα μπορείτε να μου δώσετε. Και ένα πιάτο φαί, έχω μέρες να βάλω κάτι στο στομάχι μου...είπε και αυτός και κάθισε απελπισμένος στα σκαλοπάτια της εξώπορτας.
Η αλήθεια ήταν πως ο άντρας φαινόταν τρομερά εξαντλημένος, πως κοιμόταν στο δρόμο και πως είχε ανάγκη από φαγητό. Πίσω από το σκούρο του πρόσωπο φαινόταν η ηλικία του. Δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 30 – 35. Εκείνη τον φαντάστηκε καθαρό και λίγο πολιτισμένο, με πλυμένα ρούχα και μιαν ωραία κορμοστασιά. Όμορφος ήτανε.
- Λυπάμαι, βιάζομαι πολύ.
- Σας παρακαλώ! είπε τώρα ακόμα πιο επιτακτικά ο άντρας.
- Περάστε, ένα πιάτο φαγητό και θα φύγετε αμέσως!
- Αμέσως! επανέλαβε εκείνος με χαρά.
Τον είχε απέναντί της κάμποσα λεπτά να καταβροχθίζει τις λιχουδιές της. Μπόρεσε έτσι να σκεφτεί το πώς έφτασε σε αυτήν την κατάσταση, την ιστορία που τον οδήγησε στην εξαθλίωση: Ήταν σίγουρα λίγα τα χρόνια που βρισκόταν στον δρόμο. Φαίνεται πως είχε μια τεράστια επαγγελματική αποτυχία…όχι – όχι! Ήταν σίγουρα ερωτική απογοήτευση. Την αγάπησε μικρός και εκείνη μόλις είχε ενηλικιωθεί. Μόνο που δεν μπορούσε να την αποκαταστήσει άμεσα. Η κοινωνική του θέση δεν μπορούσε να εγγυηθεί κοινωνική και οικονομική αποκατάσταση. Έπειτα ακόμη δεν είχε υπηρετήσει καν την πατρίδα. Του υποσχέθηκε λοιπόν να περιμένει. Σε δύο χρόνια θα επέστρεφε πολίτης, θα αναζητούσε μια καλή δουλειά και ύστερα θα τη ζητούσε σε γάμο. Η θητεία πρέπει να ήταν πολύ δύσκολη. Σίγουρα κάποιος στρατηγός θα δυσκόλεψε τη ζωή του ή θα επιμήκυνε ακόμα τα στρατιωτικά του χρόνια. Αν δεν είχε τη θύμησή της θα τρελαινόταν. Αργοπορημένος επέστρεψε και βάλθηκε τώρα να χτίσει μια καλή καριέρα. Όλον αυτόν τον καιρό επικοινωνούσε με την καλή του δια αλληλογραφίας…μα τι λέω! Υπάρχουν τηλέφωνα. Τηλεφωνικώς. Σίγουρα θα επικοινωνούσαν τηλεφωνικώς. Οι κατ΄ ιδίαν συναντήσεις θα ήταν ανεπίτρεπτες, γιατί εντωμεταξύ θα πληροφορήθηκαν οι αυστηροί γονείς της το ειδύλλιο, που καθόλου δεν θα τους άρεσε για το μέλλον της όμορφης θυγατέρας.
- Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό; ρώτησε ξαφνικά ο άντρας.
Έκανε να σηκωθεί με τον συνήθη νωχελικό τρόπο. Άπλωσε τα χέρια με ανοιχτές τις παλάμες στο τραπέζι για να σηκώσει το βάρος της. Έπρεπε λοιπόν να βρει και αυτή την καλή δουλειά. Εκεί μάλλον πως έπεσε έξω στους υπολογισμούς του. Αφού κατάφερε να σηκωθεί, έστριψε το σώμα της και το βλέμμα της προς την αντίθετη κατεύθυνση, εκεί που ήταν ο νεροχύτης. Δύο χρόνια επιπλέον τράβηξε αυτή η ιστορία. Έψαχνε συνεχώς, αλλά τίποτε. Και οι κρυφές τους συναντήσεις είχαν αραιώσει πολύ και εκείνη ήταν πολύ απογοητευμένη από την κατάσταση. Σήκωσε το τροφαντό της χέρι και άνοιξε το ντουλάπι. Πήρε ένα ποτήρι και το έβαλε κάτω από τη βρύση. Το νερό άρχισε να τρέχει δροσερό. Όταν βρήκε επιτέλους την ονειρεμένη δουλειά σίγουρα θα στολίστηκε, θα αγόρασε λουλούδια και το δαχτυλίδι των αρραβώνων. Φτάνοντας έξω από το σπίτι της όμως αντίκρισε το παράλογο και άκαρδο θέαμα της παρουσίας της μαζί με κάποιον άλλο, που εκείνη τη στιγμή την σφιχταγκάλιαζε και την φιλούσε. Εκείνος παγωμένος, κινήθηκε προς το μέρος της όταν ο άλλος είχε πια φύγει. Δεν τον είχε δει ακόμη, ήταν στραμμένη προς την πόρτα.
Και καθώς έπεφτε γάργαρο το νερό στο ποτήρι, και καθώς το κλειδί είχε εφαρμόσει και ήταν έτοιμο να υπακούσει στη θέληση της κατόχου του και να κάνει τη στροφή του, ένιωσε ένα βαθύ τσούξιμο να διαπερνά το λαιμό της, από αριστερά προς τα δεξιά και ύστερα το μυαλό της μόνο μιαν εικόνα έφτιαξε· εκείνος να καταθέτει πως το έκανε όχι για να την κλέψει, αλλά για την αγάπη που προδόθηκε. Και πως τη μαχαίρωσε πολλές φορές όχι γιατί το υπέρβαρο σώμα της δεν τον άφησε να φτάσει στην καρδιά της, αλλά γιατί η ζήλεια θόλωσε το λογικό του.
Εκεί μπροστά στο νεροχύτη, άψυχη, θαρρείς πως απέκτησε μιαν ευκινησία και σωριάστηκε μεμιάς στο πάτωμα. Το νερό ξεχείλιζε από το ποτήρι και μόλις είχε ξεκινήσει το ρομάντζο των 9.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)