Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Ο κλέφτης



Ο κλέφτης δραπετεύει. Παίρνει μαζί του φτερά και σπόρους
να πετά και να χορταίνει. Γιατί από ένστικτο καταλαβαίνει
πως η ζωή στη φυλακή  θα είναι γι’ αυτόν μοιραία.
Εσύ ποσώς μη τον λυπάσαι. Δόλιο σκοπό να μπει στο σπίτι σου
στα κρυφά, να ξέρεις, έχει, με συνεργό τον αόρατο θεό,
τον Απηλιώτη, τον Βορρά, τον Νότο και τον Λίβα.

Στ’ Ανάπλι, αν τύχει και κολυμβητής αμέριμνος γυρίζεις
στα δροσερά νερά του Αργολικού,
παραμονή Δεκαπενταύγουστου, μόλις φανεί ο ήλιος
και δεις τον κλέφτη να πετά πάνω από το γαλήνιο νερό,
ζήτα το τίμημα της ελεύθερης ζωής του·
ν’ απλώσεις χέρι, εμπόδιο να βάλεις,
κουκούλι να κάνεις τη χούφτα σου, ευχή να ομολογήσεις,
με την αγαπημένη κόρη χορός αντικριστός στο πανηγύρι να σου τύχει.

Κι αν σπάσουν ένα – δυο φτερά, ύστερα άλλα δύο,
και ο κλέφτης μεσ’ τη θάλασσα χαθεί μια και για πάντα,
μην λυπηθείς, μην κλάψεις.
Κλέφτες ελεύθεροι πολλοί, χοροί και ωραίες κόρες,
βουτιά στα κρύα τα νερά, τον παφλασμό να κάνεις,
να δεις τον αχανή βυθό, το κυανό το χρώμα,
τα μάτια να πληγώνονται απ’ τη γλυκιά αλμύρα,
γιατί όλες οι ελευθερίες το ‘χουνε στο πρώτο ριζικό τους
να φέρουν ένα τίμημα που κάποιος θα πληρώσει.

Θ.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Η Αλαφροΐσκιωτη



Απόσωσε ο θερινός ο ήλιος ο λαμπρός,
το μακρινό πρωτόβροχο μια ιδέα μυρωδιάς.
Ο ουρανός σκοτείνιαζε και άπλωνε το θάμπος,
του λιμανιού οι όχθες χάθηκαν στο γκρίζο το νερό.
Φόρεσε ρούχο κίτρινο, γαλαζωπό φουστάνι,
τσάντα στον ώμο καστανή με δυο πελώρια μάτια
μπήκε στο πλοίο αποβραδίς, κινώντας από χρέος
γάμου συγγενικού την πρόσκληση γοργά να την τιμήσει.

Κοιτούσε αριστερά και δεξιά μήπως και συναντήσει
κάποιον ταξιδευτή γνώριμο για το νησί της Πάτμου.
Συγγενολόι ολόκληρο απλώθηκε στην πρύμνη,
που μάταια προσπάθησε με τρόπο να αποφύγει.
Χάχανα, γέλια και χαρές για την αντάμωσή τους,
μοιράστηκαν τα νέα τους, φίλησαν με φιλί τους.
Και όλα θα ήταν όμορφα, νοσταλγικά και ωραία
αν δεν ρωτούσε ο ξάδερφος ο πρώτος, θαρρώ, τυχαία:

«Αν βρούμε χρόνο και όρεξη το σπήλαιο να επισκεφτούμε,
του Ιωάννη ευαγγελιστή, χώρος ιερός και άγιος.
Λέγεται πως εκείσε μίλησε με τον Θεό τον μέγα,
πως του ‘δωσε όραμα φοβερό του μέλλοντος, του τέλους».
Και κάποιος είπε ασέβαστα με αιχμηρά τα λόγια,
ίσως ο άντρας της Μελιώς που είχε στήθη τρία,
«ο άγιος -το ξέρετε- τρελός θα ήταν, ασθενής,
εσώκλειστος σε κάμαρα με του μυαλού φωνές του»

Τα μάτια τα πελώρια τα ‘χάσανε για λίγο,
μα γρήγορα κοιτάξανε στα πρόσωπα με θάρρος.
«Ούτε και εμέ πιστέψατε ποτέ μες τη ψυχή σας,
πως λάβαινα παραγγελιές από τους πεθαμένους·
μα σπεύδοντας πάντα ερχόσαστε για να σας πω μαντάτα,
καραδοκούσατε κρυφά μη τύχει και τ’ ακούσω,
μη τύχει και ξεμπρόστιασε το λάβρο μυστικό σας,
ο άντρας, ο πατέρας σας, το άρρωστο παιδί σας».

Θ.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Μέρες Νηστείας του Αντώνη Χαριστού

Ο Αντώνης Χαριστός είναι συμφοιτητής από τη Θεσσαλονίκη. Γνωριστήκαμε στο παντοδύναμο διαδίκτυο, στις ιδιωτικές μας ομάδες, όπου συναντιόμαστε και με άλλους συμφοιτητές για να συζητήσουμε, να ανταλλάξουμε απόψεις, να λύσουμε τα προβλήματα που τυχόν προκύπτουν κατά τη διάρκεια της φοίτησής μας στη δημιουργική γραφή. Και ο Αντώνης είναι η κορωνίδα της θετικής αποτίμησης που προκύπτει από αυτό το μεταπτυχιακό, γιατί συγκεντρώνει στο πρόσωπό του πολλά χαρίσματα που κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει εύκολα: ευγενέστατος, δημιουργικός, αεικίνητος, περίεργος, ευαίσθητος και αισθαντικός, ιδεολόγος, κοινωνικά ευαισθητοποιημένος, φιλοσοφημένος γραφιάς, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης. Οι Μέρες Νηστείας είναι το δεύτερο βιβλίο του. Κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Ρώμη (το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεις Άλλωστε και φέρει τον τίτλο Τέσσερις Ανάσες Ελευθερίας).

Λίγα λόγια για την υπόθεση: Ο ήρωας της ιστορίας του Αντώνη, ο Αλέξανδρος, είναι ένας άντρας που βαίνει προς την ολοκλήρωση της ακαδημαϊκής του καριέρας, αφού είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης. Είναι συνάμα και λογοτέχνης, γράφει μυθιστορήματα, φιλοσοφικά  και κοινωνικά δοκίμια. Στην πραγματικότητα, παρακολουθούμε μόνο μερικές μέρες πριν από τη συνταξιοδότησή του, αλλά και τη συμμετοχή του στην τελετή βράβευσης πανελλήνιου λογοτεχνικού διαγωνισμού, όπου είναι κοινώς το φαβορί. Σε αυτό το χρονικό διάστημα τα γεγονότα εκτυλίσσονται γραμμικά στο παρόν, αλλά και με αναδρομές στο παρελθόν που συμπληρώνουν σταδιακά την προσωπικότητά του. Έτσι, εκ του παρελθόντος μαθαίνουμε πως ο Αλέξανδρος είναι ορφανός, όταν ήταν παιδί κακοποιήθηκε στο ίδρυμα που έμενε, ωστόσο υιοθετήθηκε και μεγάλωσε με αρκετή άνεση που του παρείχαν οι θετοί γονείς του. Είχε την τύχη να σπουδάσει και στο Βερολίνο μαζί με τη γυναίκα της ζωής του την Έλενα, με την οποία γέννησαν μια κόρη. Με την κόρη του ο Αλέξανδρος δεν έχει καλές σχέσεις, ειδικότερα από τότε που πέθανε η Έλενα, γυναίκα του και μητέρα της, με τον πλέον τραγικό τρόπο, αφού ο Αλέξανδρος καθιστά εαυτόν ουσιαστικά υπεύθυνο γι' αυτή την εξέλιξη (ο ήρωάς μας απιστεί εις βάρος της συζύγου του, της αποκαλύπτει το μυστικό του και εκείνη φεύγει τρέχοντας για να παρασυρθεί στο δρόμο από ένα φορτηγό και να σκοτωθεί). Στο παρόν τα πράγματα χαρακτηρίζονται από καταιγιστικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τις ανωτέρω αποκαλύψεις: η είδηση μιας φοιτήτριας που αυτοπυρπολείται στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών προς ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική κυρίως σε ό,τι αφορά το προσφυγικό συγκλονίζει τον Αλέξανδρο. Από εκείνη τη στιγμή (που είναι η αρχή του βιβλίου) δεν μπορεί να ησυχάσει. Στρέφεται στον φίλο του και βραβευμένο συγγραφέα Θεόδωρο (τον οποίο αποκαλεί μπάρμπα), η ανησυχία του όμως, η πρόθεσή του να εκδηλώσει τη συμπαράστασή του στη φοιτήτρια βρίσκει σταδιακά τοίχο, όχι μόνο από το φίλο του, αλλά και από τη σύμπασα ακαδημαϊκή και λογοτεχνική κοινότητα. Το ψυχολογικό άγχος θα τον καταρρακώσει, η συνείδησή του θα αποκτήσει μορφή και φωνή στο πρόσωπο της πεθαμένης του γυναίκας. Εν τέλει θα βρει την κατανόηση που ζητά σε μία πόρνη, τη Λίνα, που επιθυμεί να αλλάξει τη ζωή της. Θα της προσφέρει λύτρωση "λυτρώνοντας" παράλληλα και τον εαυτό του, με όποιο κόστος, δεδομένου ότι κουβαλά μια ζωή με οδυνηρές αναμνήσεις και ακόμη πιο οδυνηρές επιλογές, τις οποίες ο αγαπητός Αντώνης διαγράφει μέσα  από ανατροπές.


Οι σκέψεις μου: Κατά τη γνώμη μου ο Αντώνης είναι ένα πλάσμα πιο αισθαντικό και πιο συναισθηματικό από αυτό που παρουσιάζει. Αυτό που παρουσιάζει είναι μία κάθετη στάση ζωής, που σε κάθε περίπτωση διέπεται από την εξύψωση της Ιδέας του για τη ζωή και της Δικαιοσύνης ως βασικό συστατικό της δυνατότητας να ομονοήσουν επιτέλους μεταξύ τους οι άνθρωποι. Ως εκ τούτου, σε μία τέτοια στάση δεν χωρούν Θεοί, δεν χωρούν εξωκοσμικές αιτίες για το άδικο. Το άδικο είναι ανθρώπινη επινόηση και κατ΄ επέκταση οι άνθρωποι πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί. Ο ρόλος της εκκλησίας στα κοινωνικά ζητήματα της πόλης, αλλά και τα λοιπά πολιτισμικά στιγματίζεται. Στις Μέρες Νηστείας βλέπουμε το καθαρό πρόσωπο της αδικίας στους χώρους της εκκλησίας, και ορθώς το βλέπουμε, γιατί έτσι είναι. Ως εδώ καλά. Ωστόσο, το κείμενο του Αντώνη δεν μένει μόνο σε κοινωνικό επίπεδο, προχωρά στο προσωπικό, στο ενδογενές, σε αυτό που προκύπτει αναλογικά με την κάθε προσωπικότητα, με τις ψυχολογικές εκφάνσεις που τη χαρακτηρίζουν. Ο ήρωάς του είναι στην αρχή θύμα, επιδιώκει να αγωνιστεί όμως και δεν το κάνει ποτέ στην ουσία, η θυματοποίησή του αποσύρεται σταδιακά και από θύμα γίνεται θύτης. Από ήρωας αντιήρωας. Ένα σακί από λάθη. Τα πρώτα σημάδια αντιηρωισμού έρχονται με την απιστία του ή ακόμη και με τον θάνατο της γυναίκας του (αν και το σημείο αυτό μου φάνηκε κάπως μελό). Όπως και να 'χει, αυτό που τελικά συμπεραίνω είναι ότι η κοινωνική αδικία εγκλωβίστηκε στην αδικία μιας μεμονωμένης ψυχογενούς αιτίας. Ο Αλέξανδρος οδεύει προς την προσωπική του καταστροφή, γιατί είναι μία ψυχή πάσχουσα. Τι σημαίνει αυτό όμως για την ιδεολογία του; Τι είναι αυτό που τον τάραξε στην αυτοπυρπόληση της φοιτήτριας; Το ότι βρήκε "γενναία" την πράξη ενός κοριτσιού και μάλιστα για τους σωστούς λόγους; Ο Αλέξανδρος αντιπαρατέθηκε με το γεγονός αυτό και βγήκε ηττημένος. Ο Αλέξανδρος δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει κάτι παρόμοιο για τους σωστούς λόγους. Ή μήπως πρόκειται για μια πράξη που είναι λανθασμένη άσχετα από τις αιτίες που τη συνοδεύει;

Τα θετικά: 1) Αν και ο Αντώνης ασχολήθηκε με πολλά σε αυτό το βιβλίο (φιλοσοφία, κοινωνία, πολιτική, ψυχολογία) κατάφερε να τα δομήσει καλά ώστε ο αναγνώστης να μην μπερδεύεται 2) Οι επιρροές από τους φιλοσοφικούς διαλόγους και τα αρχαία μυθικά κείμενα (π.χ. διέκρινα τη χρήση της προοικονομίας) 3) Η μεστότητα του λόγου, παρά το νεαρόν της ηλικίας του συγγραφέα 4) Παρασύρει τον αναγνώστη σε μύριες σκέψεις, εμβαθύνει στα μέσα και στα έξω του.

Τα αρνητικά: 1) Η αποδυνάμωση του κοινωνικού φαινομένου από το προσωπικό ψυχογενές συναίσθημα που καθορίζει τελικά τις εξελίξεις. Αν αυτό ήθελε να παρουσιάσει ο Αντώνης μπορεί να το εξελίξει και να το παρουσιάσει στο μέλλον με την παρακαταθήκη της καθημερινής και λογοτεχνικής του εμπειρίας που αυξάνονται αμφότερες.

*Το βιβλίο δεν είναι επιμελημένο. Όταν παραπονέθηκα γι' αυτό στον Αντώνη, μου είπε πως είναι κατά της παρέμβασης στο κείμενο του συγγραφέα, γιατί το θεωρεί τροχοπέδη στην προσωπική αυθόρμητη έκφραση του καθενός. Σεβαστό. 

Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Εκτός ύλης (ή ο τηλεβόας)


Ήξερα κάποτε έναν δάσκαλο σοφό,
που δεν του άρεσε την ύλη να διδάσκει,
σελίδες ένα ως διακόσια, σελίδες δύο ως τριακόσα και ογδόντα οκτώ.
H ειδικότης του οι αριθμοί, στους νέους πολύ αγαπητός
γιατί δε μιλούσε μόνο για ολοκληρώματα, αξιώματα,
ταυτότητες, ανισώσεις, συστήματα και εφαπτομένες.
Για το ηλιοβασίλεμα ποθούσε περισσότερο να μιλά,
το ζευγάρωμα της κότας, του αλόγου και της περιστέρας,
για το ρυθμό, τη μελωδία, τη συγχορδία και τη συμφωνία,
για τη Γκερνίκα, τον Αποχαιρετισμό στα Όπλα, τη Θεία Κωμωδία.

Και έτσι μια μέρα γροθιά στο κατεστημένο εθέλησε να δώσει,
πήρε έναν τηλεβόα άσπρο με κόκκινη λαβή,
έξω από το σχολείο του,
πάνω και κάτω περπατούσε,
φωνάζοντας το α και το β, το συν και το επί,
την ώρα που τα δεκαοχτάρικα ορίζανε τις τύχες τους
επάνω στο χαρτί.
Μεγάλη αναστάτωση και ταραχή ακολούθησε
σε μαθητάδες, διευθυντάδες και αρμόδιους υπουργούς,
τα θέματα αποσύρανε και τον σοφό τον δάσκαλο δέσμιο πήραν αστυνομικοί.

Ο δάσκαλος δεν ήταν πια αγαπητός, θα έλεγα μάλιστα πως ήταν τώρα μισητός,
αφού και η πρώτη των πρώτων σίγουρη εδήλωσε τα εξής:
«πρόκειται για περίπτωση ανίκανου δασκάλου,
που δεν ασχολήθηκε όσο θα έπρεπε με τη διδακτέα την ύλη,
σελίδες ένα ως διακόσια, σελίδες δύο ως τριακόσια και ογδόντα οκτώ,
μόνο νοιαζόταν για άλλα πράγματα,
ανιαρά και ανούσια,
πώς ακούγεται το διάστημα τετάρτης το καθαρό,
ποια είναι η Λάουρα ποια είναι η Βεατρική,
πώς ζευγαρώνει τ’ άλογο,
πόσο κρατά και ο χρόνος πάνω στην Αφροδίτη».


Θ.

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Μ(η) Φ(ας)


Δε μου αρμόζει η κουβέντα. Επιδόθηκα για πολύ καιρό στην ανάπτυξη τεχνικής. Επιδιώκω την τελειότητα που ολοφάνερα δε διαθέτεις, ούτε την προσεγγίζεις φυσικά. Μη διανοηθείς να μπεις στη διαδικασία να με μιμηθείς, δε θα τα καταφέρεις. Χιλιάδες φορές σου είπα ότι σχολιάζεις πέραν του δέοντος. Σχολιάζεις τα πάντα. Σχολιάζεις τα δέντρα. Σχολιάζεις τα δέντρα και τα χρώματα. Σχολιάζεις τα δέντρα, τα χρώματα και το ουράνιο τόξο. Σχολιάζεις τα δέντρα, τα χρώματα και το ουράνιο τόξο που καταλήγει μέσα στο στόμα μου. Και μέσα στο στόμα μου δεν μπορείς να μπεις. Αφενός το ανοίγω κατ’ επιλογήν, σε αυτούς που τους πρέπει ένα ωραιότατο φτύσιμο με μπόλικο τάλαντο αρχεγόνου προελεύσεως, αφετέρου κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να βρει την ουρά του ουράνιου τόξου. Κι αν είμαι άδικος απέναντί σου, αν δηλαδή υπάρχει η πιθανότητα, η απειροελάχιστη πιθανότητα να είμαι άδικος απέναντί σου, δε θα το παραδεχθώ. Γιατί έχω αναπτύξει απαράμιλλη τεχνική. Για όλα τα πράγματα. Δε θα την αφήσω να καταρρεύσει επειδή θέλεις να μάθεις ή ακόμη χειρότερα επειδή θέλεις να έχεις φωνή. Ας γελάσω (θαυμαστικό). Να μείνεις για πάντα κουτορνίθι, κούτσουρο, τούβλο μπατικό, μωρή και ανόητη, αβέλτερη, αλαφροκούκουλη και αργόστροφη, ένας καθυστερημένος καπλαμάς, ένας τυφλόνους μπουμπούνας, που νομίζει ότι μπορώ να χαρίσω αγάπη, λες και υπάρχει αυτό το πράγμα. Κι αν αισθανθώ συμπάθεια για σένα, αν δηλαδή υπάρχει η πιθανότητα, η απειροελάχιστη πιθανότητα να αισθανθώ συμπάθεια για σένα, δε θα το παραδεχθώ. Μη φας (θαυμαστικό). Θα σου κάνω τη χάρη μόνο να σε κοιτώ, από μιαν ασφαλή απόσταση. Πώς θα παίζεις με μεγάλη επιτυχία την τυφλόμυγα. Μάνα θα κάνω και δε θα με πιάσεις ποτέ.

Θ.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Στην Ωγυγία



Βλέπεις τι μπορώ να του προσφέρω;
Πουθενά αλλού παρά μόνο εδώ η φύση τραγουδά εκκωφαντικά
και χαρμόσυνα: το κυπαρίσσι οσφραίνομαι, τον κέδρο και τη θούγια.
Ακούω το κελάρυσμα του ποταμού κάτω από τον βράχο στον οποίο κατοικώ,
κοιμάμαι με τα αυτιά μου κολλημένα σε αρμονικές υφέσεις.
Η θράκα μου πάντα μυρωδάτη,
να γεύεται ολημερίς μοσχαράκια και αρνάκια του γάλακτος,
να γλύφω το λίπος από τα δάχτυλά του,
καθώς το σώμα του χαίρεται υγεία και ευρωστία.
Θεά εγώ, θνητός αυτός.
Μα αν μείνει κοντά μου, ζωή όμοια με θεού θα ζήσει,
και σε λίγο, καθώς ο καιρός θα κυλά, η θύμησή του θα εξασθενίσει,
το όνομά της και ο τόπος του θα λησμονηθούν
από το τραγούδι της κουρούνας και της κουκουβάγιας,
από το γλυκό κρασί που θα στάζει λίγο λίγο στα χείλη του,
νέκταρ που έστιψα τσαμπί το σταφύλι από το κλήμα μου,
μέχρι αθάνατος να γίνει σαν εμένα.
Σε εκλιπαρώ, μη με πιέζεις να πράξω αλλιώς!
Στο κάτω κάτω εσύ -ένα φερέφωνο, ένα κουφάρι αδειανό- ποτέ σου δεν ερωτεύτηκες.
Πότε δεν έζησες μόνο για το άλλο σου μισό.
Να μολογήσεις, λοιπόν, στο αφεντικό σου πως
δεν κρύβω μες στα στήθη μου καρδιά από σίδερο,
το μόνο που μπορώ να του δώσω είναι ένα κάποιο περιθώριο επιλογής.
Είμαι σίγουρη πως θα νικήσει η θεϊκή ομορφιά μου.

Θ.

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Μήνυμα στο μπουκάλι - Ιστορία εκατό λέξεων



Έσπασε το μπουκάλι στην πέτρα. Κόπηκε λίγο στον αριστερό αντίχειρα. Κοκκίνησε το χαρτί καθώς ξεκίνησε να διαβάζει: «Σε έναν πανύψηλο βράχο μέσα στο πέλαγο βρίσκεται χτισμένο το κάστρο. Ο νέος θέλει να σκαρφαλώσει, να φτάσει στο πιο ψηλό παραθύρι, να δει για λίγο την πανέμορφη κόρη του βασιλιά. Μάταια προσπαθεί. Σωριάζεται στο κύμα. Η μάγισσα του προσφέρει βοήθεια.

-Θα σου χαρίσω φτερωτά σανδάλια. Με όποιο τίμημα;
-Να μου χαρίσεις.

Θαυμάσιος πετά ψηλά. Δίνει φιλί στην κόρη και υπόσχεται γάμο στη βασιλική οικογένεια. Μεμιάς η κόρη αποκαλύπτεται. Σειρήνα μυθική το νου του θολώνει, κρατούμενος σε κοιτάζει από το πιο ψηλό παραθύρι».

Θ.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Η Εξομολόγηση





Ήρθε η ώρα να γράψω για σένα.
Οκτώ και δέκα χρόνια,
στη σκέψη φωλιάζεις
κάθε που ο λογισμός εκφυλίζεται
σε μια κρίση ή στην αλήθεια.
Δύο φύσεις πάνω στο κρεβάτι μου.
Η μία κοιμάται και ονειρεύεται,
η άλλη κλαίει γιατί λυπάται.
Είναι δηλαδή εκείνη η στιγμή
που μόνο απλώνεις το χέρι
να αγγίξεις,
αλλά η αίσθηση νεκρώνεται
γιατί πείσμωσε,
γιατί κουράστηκε.
Και η μία φύση πανίσχυρη περιγελά την άλλη.
Και ο κόσμος μοιάζει άδειος χωρίς τη μουσική που ακούς στο μυαλό σου.
Οκτώ και δέκα, έχω να σε δω.
Ούτε από τύχη ούτε από ανάγκη.
Σε θυμούμαι όμως,
κάθε που ο λογισμός εκφυλίζεται
σε μια κρίση ή στην αλήθεια.

Θ.

Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Εδώ στην πόλη


Ένα καλοκαιρινό πρωινό.
Απασφαλίζω τα παράθυρα των παιδιών μου,
να μπει φως στο δωμάτιο.
Η μικρή αυλή με τα ξεχασμένα ξερόχορτα
και το ογκώδες ντεπόζιτο πετρελαίου
δεν είναι μια θλιβερή εικόνα.
Οι χειμωνιάτικες βροχές περιβάλλουν
με αυτή τη θλίψη το τοπίο,
που δεν του πρέπει.
Το ντεπόζιτο θέλει πάντα βάψιμο,
τα ξερόχορτα πρέπει πάντα να μαζευτούν.
Είναι που τώρα στο απέναντι σκοινί
αερίζονται κάτω από σφιχτά μανταλάκια
τρία σακ βουαγιάζ
και ένα σακίδιο πλάτης.
"Για κάπου ετοιμάζονται οι απέναντι",
μονολογώ.
Ένα ταξίδι αποσκευές τα όνειρά μου,
ο ιριώτικος γιαλός με τις ξερές κλάδες
και τον χρυσό ήλιο,
έρχεται και φεύγει από το τίναγμα μιας λευκής κουρτίνας
φως και θάμπος εναλλάσσονται κάτω από τα βλέφαρά μου,
παίρνω μια ανάσα και κάνω μακροβούτι.
Η γειτόνισσα βγαίνει στο μπαλκόνι,
"εσείς θα πάτε πουθενά;"
"Όχι, όχι! Εμείς εδώ στην πόλη."

Θ.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Ο δεινός Θεός

Το κεφάλι του έβραζε. Ένιωθε τα πόδια του βαριά. Έτρεχε όμως. Έτρεχε γρήγορα, χωρίς σχέδιο, προς όποια κατεύθυνση έμοιαζε ενστικτωδώς ασφαλής. Δεν προλάβαινε να πάρει αποφάσεις, ούτε να υπακούσει στον σωματικό του πόνο. Το αίμα έτρεχε στο κεφάλι του, θόλωνε την όρασή του.  Κάποια στιγμή έπεσε πάνω σε μία γυναίκα που έσπρωχνε όπως όπως ένα καρότσι με το μωρό της. Το σώμα του αφέθηκε πάνω στη σύγκρουση. Η μητέρα σωριάστηκε κάτω. Το καρότσι έκανε πέντε ή έξι περιστροφές και χτύπησε σε ένα τζάμι. Δεν έσπασε. Το κλάμα του μωρού όμως ήταν πιο δυνατό από τις κραυγές των ανθρώπων, πιο δυνατό από τις εκρήξεις. Δεν δίστασε παρά μόνο μια ανεπαίσθητα μικρή στιγμούλα σε έναν χρόνο που του φαινόταν αιώνιος. Τη στιγμή που γύριζε το κεφάλι του ξανά προς τον δρόμο της άγνωστης φυγής του, έπιασε με την άκρη του ματιού του τη φιγούρα ενός άντρα που άρπαξε το καρότσι και άρχισε να τρέχει μακριά, μακριά από τη μητέρα.
Βρέθηκε έξω στο δρόμο. Έψαχνε το αυτοκίνητό του. Δε θυμόταν που το είχε αφήσει. Χώρος Στάθμευσης Α. Χώρος Στάθμευσης Β. Γ, Δ, Ε, Ζ κλπ. Αν η έκταση του χώρου κάλυπτε όλη την αλφαβήτα, ήταν χαμένος από χέρι. Πίσω του οι εκρήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Ήταν πεπεισμένος πως μάνα, μωρό και απαγωγέας δεν επέζησαν. Δεν υπήρχε λόγος να πνιγεί από τις τύψεις. Έτσι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Όταν έχεις τη ζωή σου, το σπίτι σου, τα καλά σου τα ρούχα, μια επιτυχημένη δουλειά, μία ή περισσότερες γυναίκες, είναι δύσκολο να χειριστείς την ενδεχόμενη απώλειά σου. Γιατί έχεις μία σημαντική θέση στον κόσμο. Το μωρό έκλαιγε πιο δυνατά και από τις εκρήξεις. Ούρλιαζε μέσα στα σωθικά του, και έκανε την καρδιά του να πάλλεται αλλόκοτα, κάτω από το ακριβοπληρωμένο σακάκι του.
            Χώρος Στάθμευσης Α. Φυσικά. στο Α. Τα μάτια του έψαχναν δεξιά κι αριστερά. Έβαλε τα κλειδιά του πάνω σε ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Δεν ταίριαζαν. Σε ένα άλλο παρακάτω. Ούτε. Σε τρίτο. Σε τέταρτο. Το πέμπτο ήταν το δικό του. Βρέθηκε σε μία συνωστισμένη έξοδο, συνωστισμένη από ανθρώπους που είχαν την ίδια ιδέα με τη δική του. Άνοιξε την πόρτα και το έβαλε στα πόδια. Οι δρόμοι και τα σπίτια χάνονταν στο διάβα του, ο κόσμος όλος ένα μπούγιο άτσαλο και ακανόνιστο και ήταν και εκείνος μέσα σε αυτό. Σειρήνες σφύριζαν αδιάκοπα, ασθενοφόρα, περιπολικά, πυροσβεστικά, συναγερμοί, το βουητό στα αυτιά του έγινε μια εκνευριστική νότα. Το αίμα ανακατεύτηκε με τον ιδρώτα όταν η νότα άρχισε να γίνεται ένα μακρινό βουητό, τα πρόσωπα και τα φώτα ανακατεύτηκαν, το στομάχι του ανακατεύτηκε. Άφησε τα γόνατά του να λυγίσουν και έκανε εμετό στο τέρμα της μεγάλης λεωφόρου. Όταν σήκωσε το κεφάλι του ξεχώρισε μια φιγούρα που είχε απλώσει το χέρι της στο μέτωπό του και του σκούπιζε τα αίματα. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά της. Άκουγε μόνο το κλάμα του μωρού που εγκατέλειψε πίσω του.

Ο Ταρέκ, που έφτιαχνε κοσμήματα στον δρόμο της Βαγδάτης, παντρεύτηκε την Χάνα όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών. Την επόμενη χρονιά κάνανε ένα κοριτσάκι, την Μάγια. Ύστερα ξέσπασε ο πόλεμος. Φέτος το καλοκαίρι, ο Ταρέκ μάζεψε ό,τι οικονομίες είχε και πλήρωσε έναν τυχοδιώκτη καπετάνιο εικοσιπέντε εκατομμύρια λίρες για να σαλπάρει στη Μεσόγειο μαζί με την Χάνα, έγκυο οκτώ μηνών στο δεύτερο παιδί τους, και την πεντάχρονη πια Μάγια. Νύχτα έφτασαν στην Ταρτούς, κρυμμένοι μέσα σε ένα κάρο με σανό, δυο ημέρες ταξίδι. Οι συμπατριώτες, κάθε λογής φανατικοί, σκότωναν αυτούς που λιποτακτούσαν παραδειγματικά. Άλλοι, πιο φανατικοί, σκότωναν αδιακρίτως. Ο Ταρέκ σκεφτόταν συνεχώς πως η Χάνα στην κατάστασή της δε θα τα βγάλει πέρα. Όταν όμως έφτασαν στο λιμάνι, άρχισε πάλι να ελπίζει. Η Χάνα καθόταν αμίλητη σε έναν κάβο, η Μάγια έτρεχε πάνω κάτω κλωτσώντας μια πέτρα που στοιχημάτιζε να μην πέσει στο νερό και ο Ταρέκ της ψιθύριζε μαλώματα και τιμωρίες να ησυχάσει για να μην τους ακούσει κανείς.
Σε λίγο, ακούστηκαν παφλασμοί και ψίθυροι μέσα από τη θάλασσα. Τα φώτα ήταν ανύπαρκτα σε αυτό το σημείο και έτσι ο Ταρέκ από φόβο μάζεψε όλη την οικογένεια και την έκρυψε πίσω από ένα σαράβαλο γαλάζιο φορτηγάκι. Οι παφλασμοί έγιναν εντονότεροι και οι ψίθυροι καθαρές ομιλίες. Ο Ταρέκ είδε τον τυχοδιώκτη καπετάνιο. Χαμογέλασε με ανακούφιση και προέτρεψε με ένα νεύμα την Χάνα και την Μάγια να τον ακολουθήσουν. Έβγαλε μέσα από τις κάλτσες του, τα παντελόνια του και το βρακί του τα χρήματα. Πλήρωσε, τους φορέσαν σωσίβια και μπήκανε μέσα σε μια μεγάλη φουσκωτή βάρκα. Ήταν μέσα άλλοι πέντε. Το ταξίδι ήταν ήρεμο, η θάλασσα γαλήνια. Όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν, όταν όμως κάνανε μία και δύο και δέκα στάσεις επιβιβάζοντας δέκα, κι άλλους δέκα, κι άλλους δέκα, ο Ταρέκ πνίγηκε από το φόβο. Η Χάνα κρατούσε την κοιλιά της, η Μάγια κοιμόταν στα πόδια της και αυτός τις αγκάλιαζε και τις δύο.
Με το πρώτο φως του ήλιου ένα δυνατό μελτέμι χτύπησε τη βάρκα και ξύπνησε απότομα όλους τους επιβάτες. Άρχισαν τα ουρλιαχτά. Δεν έγινε κάποια δραματική επιβράδυνση του κακού. Με τη δεύτερη, η βάρκα γύρισε ανάποδα. Οι πιο πολλοί δεν κατάλαβαν πόσο γρήγορα βρέθηκαν στο νερό. Ο Ταρέκ πίστευε ότι κρατούσε αγκαλιά και τη γυναίκα του και την κόρη του, όπως όλη τη νύχτα. Ο άνεμος και το βάρος του δημιουργούσαν αστάθεια και πάσχιζε να μη βυθιστεί μέσα στο νερό. Ήταν σίγουρος ότι τα χέρια του τις είχαν τυλίξει καλά. Με ένα αποφασιστικό σάλτο προς τα πάνω και με τη βοήθεια του σωσιβίου, βγήκε πάνω από το βάρος της Χάνα, για να έχει καλύτερο έλεγχο. Η Μάγια δεν ήταν εκεί. Φώναξε το όνομά της. Άφησε την Χάνα σχεδόν ξεψυχισμένη, έβαλε το κεφάλι του μέσα στο νερό. Τίποτα. Φώναξε και πάλι. Πολλές φορές. Άρχισε να κλαίει. Έκλαιγαν όλοι.

            Ο Ταρέκ έψαχνε για δουλειά, όταν άρχισε να γίνεται σούσουρο για την επίθεση. Είναι το κακό τόσο δυνατό, που θαρρείς και ζωγραφίζει μεμιάς την ανησυχία στα πρόσωπα των ανθρώπων. Με σπασμένα αγγλικά ρώτησε λεπτομέρειες. Μετά άρχισε να τρέχει. Η Χάνα ήταν εκεί. Με το μωρό. Δεν είχε άλλον πια στον κόσμο. Δεν θα το άντεχε. Και δε θα σταματούσε ούτε δευτερόλεπτο, αλλά τον λυπήθηκε τον ανθρωπάκο. Ακόμη και ένας τόσο καλοντυμένος κύριος σαν αυτόν, έτσι βουτηγμένος στα αίματα, τον ιδρώτα και τον εμετό, μπορεί να βίωσε μια μεγάλη απώλεια.