Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Ίζολα Τιβερίνα


Πρώτη και τελευταία η νύχτα
στην ίζολα Τιβερίνα,
με τα κίτρινα φώτα
ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων,
πάνω στο άψυχο κορμί του Ταρκύνιου,
μοναδική και ανήλιαγη συνάντηση
με τη θλιβερή προσμονή
στο άδειο στομάχι.
Χέρι με χέρι περπατήσαμε από την πλώρη
ως την πρύμνη,
τρεις φορές σταθήκαμε
στο αυτοσχέδιο σινεμά που έπαιζε Φερναντέλ.
Πίσω από τους υπότιτλους
κυλούσε όπως όπως το περιστατικό,
η ομιλούσα γλώσσα,
η γραπτή γλώσσα,
καμία δε μας απεγκλώβισε
από την απείθεια του ξένου που δεν βιώνει τον τρόπο.
Και η θλίψη έγινε ανυπομονησία,
ανόητος ίδρως στις παλάμες,
που γύρεψαν να ξεκολλήσουν,
για τη δροσιά της μοναχικής ζωής.
Κανείς δεν ξέρει γιατί δεν βρήκαμε την ευτυχία
στην Τιβερίνα τη νύχτα.
Όμως τα χέρια μας ενώσαμε ξανά στην Κόρσο,
την Τριτόνε και την Μπαρμπερίνι,
να κάνουμε ψιλά
για τον παλιό σιδερένιο ανελκυστήρα
που θα μας οδηγούσε ψηλά
στο έκτο πάτωμα της απώθησης.


Θ.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Εσύ και ο έρωτας


Θέλω να γράψω για σένα και τον έρωτα.
Αν μιλήσω για σένα,
θα είναι πραγματικά ωραίο να εξομολογούμαι
πόση επιρροή μου ασκεί η μορφή σου,
μα αυτό δε θα είναι αρκετό.
Αν μιλήσω για τον έρωτα,
θα γράψω κατά κάποιον τρόπο
ιδεολογικά και στρατευμένα,
και ξέρεις
ότι αυτό δεν αρέσει καθόλου
σε κάτι απλησίαστους και δύστροπους γραφιάδες
που εξορίζουν από τύψεις
τη φωνή της ιδέας.

Αν παραδεχτώ όμως πως σε ερωτεύομαι,
θα ξεκλειδώσω την αρμονία του σύμπαντος
φωνάζοντας την απλή αλήθεια,
αφού θα γράψω με λόγια
ό,τι αισθάνεται το σώμα και η ψυχή
-κι όμως αυτή-
όταν πάλλομαι διακορευμένη
από τα πιο μύχια μυστικά σου.

Πως μοιάζεις δυνατός
αλλά τις νύχτες κλαις στην αγκαλιά μου,
πως καμώνεσαι τον σεβασμό και το ίσο,
σου αρέσει όμως να σκύβω περιποιητική
κάτω από το περήφανό σου ύψος,
πως θέλεις να κυνηγώ εγώ την τροφή
που προτιμάς πρωί και βράδυ,
πως ο θάνατός μου θα είναι το τέλος του κόσμου
για σένα και για όλους.
Γιατί εσύ και ο έρωτας
είστε συνδυασμός
που με εξυψώνει.


Θ.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Απόπειρα αποκήρυξης


Αυτά τα ποιήματα
που έχουν μέσα τους
στέπες ονείρου,
χειμάρρους απελπισίας,
αστρικές στίλβες και σεληνιακές χαρμολύπες,
ασυνήθιστα ξωτικά ζωγραφισμένα με ξυλομπογιά, 
διαμαντικά, ζαφείρια και αχάτες μοβ και πράσινους,
επίπλαστους της νόησης,
παντρολογήματα του ουρανού και της κόλασης, 
εκπεσόντες αγγέλους που ερωτεύθηκαν παράφορα
πανάγαθες μοιραίες αίγες,
μυστικά περάσματα σε αόρατες καστροπολιτείες, 
σχοινοτενείς αναλύσεις προσηλωμένες στη λεπτομέρεια των γραφικών,
μουσικές επενδύσεις κοντσέρτα για άχορδα βιολιά και πιάνο, 
υπερφυσικούς μέλανας ταράνδους
που κουδουνίζουν αγιοβασιλιάτικα 
μα κουβαλούν τον χάρο,
αδελφές νοσοκόμες που κρατούν πολυβόλα, 
καρέκλες κενές κάτω από λικνίζον ημίφως,
φωτιές του Αϊ - Γιαννιού που τις πηδούν ανόρεχτοι οι τελευταίοι εραστές, 
ρόδια, κουφέτα και στάρι που τρώνε στ' όνομά μου, 
στριφογυριστά μουστάκια,
σύννεφα ταξιδιάρικα, 
χαζά πουλιά που παρασύρονται από πτήσεις και ανέμους
αυτοκτονώντας στις τζαμαρίες του εικοστού πατώματος, 
αδιάκριτα βλέμματα που ηδονίζονται με τ' αφυδατωμένα χείλη,
συνθήματα και φέιγ βολάν θρησκευτικών παραδείσων, 
άροτρα που οργώνουν τη θλίψη,
κόκκινα κυπαρίσσια, 
και ιπτάμενους ελέφαντες πάνω από εργοστάσια παπουτσιών, 
αυτά τα ποιήματα, 
δεν τα καταλαβαίνω.

Θ.


Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Μια τυχαία συνάντηση


Την είδα να κάθεται σε μία από τις σιδερένιες καρέκλες. Βαμμένες πράσινες. Λίγο ξεθωριασμένες. Φορούσε περίπου τα ίδια ρούχα, όπως τότε. Άσπρο πουκάμισο κάτω από μαύρο γιλέκο. Στο πουκάμισο δαντελωτός γιακάς. Μακριά καρό φούστα. Ως τις γάμπες τουλάχιστον. Μοκασίνια που θύμιζαν δασκάλα πιάνου, τσάι με κανέλλα και πικρή σοκολάτα. Κρατούσε ένα βιβλίο και φορούσε γυαλιά που τα ακουμπούσε στην άκρη της γαλλικής της μυτούλας. Το κορίτσι μου. Είκοσι χρόνια πέρασαν από πάνω της, κι ούτε μια μέρα δεν άφησε σημάδια στο πρόσωπό της. Ένας κόμπος μου έσφιξε το στομάχι. Δεν περπατούσα πια. Την  κοιτούσα από μιαν ασφαλή απόσταση. Σε λίγο την πλησίασε το γκαρσόνι. Της ζήτησε να πληρώσει ή τουλάχιστον αυτό κατάλαβα, γιατί εκείνη αμέσως του έδωσε χρήματα. Έβαλε το βιβλίο στην τσάντα της. Σήκωσε το κεφάλι της. Κρύφτηκα πίσω από μία τριανταφυλλιά που δε με χωρούσε. Η ματιά της πέρασε αδιάφορα από μπροστά μου. Ο κόμπος έφτασε στο λαιμό και με έπνιξε.

_________________

Υπάρχει εδώ πιο κάτω μια πινακίδα με την ένδειξη «Το καφενείον». Έχει πολλές πινακίδες. «Παιδική χαρά», «Κτίριο Βοτανολογικής Συλλογής», «Παιδική Βιβλιοθήκη»...
-       -  Ποτέ δεν το βρίσκω το καφενείο!
Είμαι ηλίθιος, αυτό είμαι! Πώς βρέθηκα εδώ μέσα δεν ξέρω. Ή μάλλον ξέρω. Ας καταφέρω τουλάχιστον να το παραδεχτώ από μέσα μου: η μάνα μου στο νοσοκομείο, ετοιμοθάνατη και δε θέλω να τη δω. Η μάνα μου ετοιμοθάνατη. Θα πεθάνει. Μην νιώθεις άσχημα καλέ μου φίλε! Έχετε να βρεθείτε πέντε χρόνια. Ναι, αλλά εκείνη επιδίωξε να με συναντήσει κάμποσες φορές. Τι σημασία έχει τώρα πια;
-       - Συγγνώμη, κύριε! Μήπως γνωρίζετε που είναι εδώ μέσα το καφενεδάκι; Με τα δέντρα πάνω από το πλακόστρωτο; Όχι;
Ναι, θα πεθάνει. Ανακατεύομαι στο στομάχι από αυτή την τυχαία συγκυρία, που κι αν δεν βλέπω άμεση τη συμμετοχή μου, με κατατρώγει σαν βραχνάς, μόνο επειδή περιπλανιέται η ιδέα πάνω από το κεφάλι μου ότι τούτη τη στιγμή πεθαίνει στον Ευαγγελισμό και εγώ ψάχνω να πιω έναν καφέ πικρό, να ρουφήξω πέντε τσιγάρα και να πάω στην ευχή του Θεού. Αχ, πόσο ανόητο είναι να κάνει κανείς την παραμικρή κίνηση για να εκπληρώσει μια πράξη που δεν την θέλει! Προσωπικά όλη αυτή τη συμπεριφορά δεν μπορώ ούτε να την κατανοήσω ούτε να μην τη θεωρήσω καθαρή, ολοκάθαρη καταπίεση. Δεν την αγαπώ. Ή τουλάχιστον δεν την αγαπώ πια. Θυμάμαι κάποτε, όταν ήμουν οκτώ ή εννέα χρονών, ο κος Δημήτριος Δριβάκος, ο αξιότιμος δάσκαλος του 5ου δημοτικού σχολείου της Νεάπολης Εξαρχείων, με οδήγησε κλωτσηδόν στο γραφείο του διευθυντή, επειδή τον έβγαλα και κατούρησα μέσα στην τάξη. Δεν είχα, βέβαια, καμία ανάμειξη με την ακούσια συμπεριφορά μου που γύρευε να ξεσπάσει, αφού πολλάκις ζήτησα να πάω στην τουαλέτα και ο κος Δριβάκος επέμενε να μου το αρνείται. Εκείνη την ημέρα η μάνα ήρθε στο σχολείο. Όταν έφτασα στον διευθυντή, ήταν ήδη εκεί. Καθόταν σε μια καρέκλα και έκλαιγε με πνιχτούς λυγμούς. Και ήξερα γιατί έκλαιγε έτσι. Γιατί σκεφτόταν ποια δικαιολογία θα ξεφουρνίσει στον πατέρα και τί θα επακολουθούσε αν η δικαιολογία δεν ήταν αρκετά πιστευτή. Αυτή ήταν μία από τις φορές που τη μίσησα μέχρι το μεδούλι. Τον φοβόταν τον πατέρα, το βαρύ του χέρι και τη δερμάτινη ξεφλουδισμένη του ζώνη που χρησιμοποιούσε συχνά εις βαρος τόσο των δικών μου όσο και των δικών της οπισθίων. Αλλά για τα δικά της οπίσθια καιγόταν περισσότερο. Αλλιώς θα με έπαιρνε από ‘κει μέσα και θα φεύγαμε μακριά, και σήμερα θα πέθαινε αξιοπρεπώς στα χέρια μου, και θα την κοιτούσα δακρυσμένος, ενώ θα έγραφα στο όνομά της το επόμενο βιβλίο μου.
-        - Κυρία, καλημέρα σας. Γνωρίζετε που είναι το καφενεδάκι; Με τα δέντρα στο πλακόστρωτο;
-      - Βεβαίως, κύριε! Θα ανεβείτε τον μικρό λοφίσκο στα δεξιά σας, στη συνέχεια θα συναντήσετε ένα τρίστρατο με τρεις ταμπέλες. Μία από αυτές θα σας κατευθύνει στο καφενείο!
-         - Ευχαριστώ.
Είμαι παιδί της πόλης. Και κάπως έτσι μεγάλωσα. Όχι ελεύθερα, αλλά κλεισμένος στο κελί του δωματίου μου, έχοντας δίπλα από τους τοίχους μου άλλα πολλά, αναρίθμητα κελιά που μεγάλωναν άλλες παιδικές ψυχές, όπως εγώ. Έτσι νόμιζα βέβαια. Ήμουν πεπεισμένος ότι δεν χτυπούσε μόνο εμένα ο πατέρας. Και οι άλλοι πατεράδες το ίδιο θα έκαναν, φανταζόμουν. Για το καλό μας. Το σχολείο ήταν για μένα αποκάλυψη. Βρήκα τρόπους για να ξεσπάω την οργή μου. Στο γυμνάσιο αρκέστηκα να κατασκευάζω αυτοσχέδιες νερόμπαλες από καπότες, να τις κρεμάω από το καρφί που κρεμούσαν τον τζιούνορ απανταχού Παρόντα και να περιμένω πότε η βαρύτητα θα κάνει το θαύμα της. Στατιστικά το θαύμα λάμβανε χώρα στο κεφάλι του πιο αυστηρού καθηγητή του σχολείου και έτσι εγώ κατέληγα στο σπίτι τουλάχιστον για τρεις μέρες. Από το σχολείο κληρονόμησα περίπου έξι «διαγωγές κοσμίες», είκοσι πενθήμερες αποβολές, κάμποσες τριήμερες και αμέτρητα ραπίσματα, δια χειρός ή με χάρακα. Τους ξεγέλασα όλους, όμως, γιατί ήμουν έξυπνος. Μπήκα με άριστα στο πανεπιστήμιο να σπουδάσω Φιλοσοφία, και μάλιστα πίνοντας και καπνίζοντας, και ρουφώντας μπάφους,  και σνιφάροντας κόκα. Οι κακές συνήθειες μού κρατούσαν συντροφιά σε κάθε επιτυχημένο μου βήμα, ώσπου γνώρισα εκείνη.
-        - Με συγχωρείτε κύριε, είστε ο...;
-        - Ναι, είμαι....
-        - Έχετε την καλοσύνη να μου υπογράψετε το βιβλίο σας; Το έχω πάντα μαζί μου ξέρετε.
-        - Γιατί όχι;
            Η Μαριέτα ήταν μια συντηρητική πανέμορφη πιανίστρια. Παρθένα ετών 25. Φυσικά είχα την τύχη να της αφαιρέσω αυτόν τον τίτλο μόλις πέντε μέρες μετά τη γνωριμία μας. Πρέπει εγώ να ήμουν 32 ή 33 χρόνων τότε. Εκείνη την εποχή έμενα πια μόνος κάπου στην Πλάκα. Ήμουν ένας άντρας σχεδόν δημιουργημένος. Είχα τελειώσει το διδακτορικό μου στην Οξφόρδη απαιτώντας φυσικά τα έξοδα της διαμονής και της φοίτησής μου από τον πατέρα που είχε περάσει πλέον στη φάση που ταλανίζεται κανείς από τις τύψεις για τα σφάλματα του παρελθόντος και εγώ είχα αποφασίσει να εκμεταλλευτώ αυτή την ευκαιρία. Το πρώτο μου βιβλίο είχε ήδη τυπωθεί και επρόκειτο να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. Σημείωσε τέτοια επιτυχία που μέχρι σήμερα αποτελεί την κυριότερη πηγή των εσόδων μου.
        Έπεσα πάνω της αδέξια. Στην είσοδο της Αγγλικανικής Εκκλησίας του Αγίου Παύλου. Οι παρτιτούρες που κρατούσε στα χέρια σωριάστηκαν στην πλατεία του ναού. Τη βοήθησα να τις μαζέψει ζητώντας χιλιάδες φορές συγγνώμη.  Αμέσως κατάλαβα ότι έπασχε από αφοπλιστική ειλικρίνεια:
-        - Είστε πάντα τόσο αφηρημένος; με ρώτησε.
-        - Αδέξιος μόνο, ένεκα των συνθηκών.
-        - Πολύ θα ήθελα να μάθω ποιες συνθήκες με εξαναγκάζουν να ταξινομήσω εκ νέου τόσο υλικό.
-        - Είστε όμορφη.
Περπάτησε προς την είσοδο κρατώντας ένα κουβάρι τσαλακωμένα και μπερδεμένα χαρτιά και λίγο πριν μπει στην εκκλησία γύρισε και ευθαρσώς μου δήλωσε:
-       - Θα μπορούσα να σας ερωτευτώ τούτη τη στιγμή.
Με άφησε με ένα χαμόγελο που το κουβαλούσα σχεδόν όλη τη μέρα, και τις επόμενες. Την πέμπτη ημέρα βρέθηκα και πάλι στην είσοδο της εκκλησίας. Με συνοπτικές διαδικασίες βρεθήκαμε στην κρεβατοκάμαρά μου, τριακόσια μόλις μέτρα από το σημείο που συναντηθήκαμε. Αμίλητοι, τα περπατήσαμε σχεδόν αμίλητοι.
Είναι βέβαιο ότι κάθε φορά που τη σκέφτομαι ένα τραγούδι έρχεται αυτόματα στο μυαλό μου. «Που πάει ο έρωτας όταν πεθάνει; Σε ποιο αστέρι; Σε ποιον ουρανό;» Η Μαριέτα δεν είχε ζήσει τίποτε πριν με γνωρίσει. Διηύθυνε εκκλησιαστικές χορωδίες αισθανόμενη θρηκευτικό δέος σε έναν κόσμο που – στοιχηματίζω – δημιουργήθηκε από κάποια τυχαία συγκυρία και όχι από το παντοδύναμο χέρι ενός φανταστικού όντος. Ήμουν ο πρώτος άντρας που της έδωσε σημασία, ίσως και ο τελευταίος. Ήταν συντηρητική, ναι. Αλλά τόσο ειλικρινής. Δε θα κρατούσε ποτέ μέσα της κρυμμένο τον έρωτά της για μένα. Η καημένη. Θα βλέπει παντού το όνομά μου. Στα περιοδικά, στις εφημερίδες, στην τηλεόραση. Είμαι σίγουρος πως θα έχει παραμείνει μόνη, άτεκνη, δυστυχισμένη, να προσέχει τους γέρους γονείς της. Αν ζουν ακόμα. Τότε, μάλλον διάγει μια χειρότερη ζωή. Κανείς στον κόσμο δεν υπάρχει που να την αγαπάει. Και από μένα που τόσο το λαχταρούσε, δεν το άκουσε ποτέ. Έξι μήνες μετά τη γνωριμία μας βαρέθηκα. Δεν μπορούσε πλέον να μου χαρίσει καμία έμπνευση. Η ομορφιά της ξέφτισε. Το άρωμα που γευόμουν όταν τη φιλούσα με μανία στο λαιμό της με ζάλιζε πια στα όρια του εμετού. Έφυγα. Σκότωσα τον έρωτά μας και επέστρεψα στις παλιές μου συνήθειες.
Η μάνα επέμενε πως για εκείνο το διάστημα των έξι μηνών ήμουν ευτυχισμένος. Ανοησίες! Ερχόταν στο σπίτι μου συχνά, μαγείρευε και μου έπλενε τα ρούχα. Καθόταν με τη γνωστή της μιζέρια σε ένα ξύλινο σκαμπό που είχα στο σαλόνι μου, μάζευε τα πόδια της στραβώνοντάς τα πάντα προς τη μία ή την άλλη πλευρά, με κοιτούσε σαν νηστικό σκυλάκι και έλεγε:
-        - Τί σου συμβαίνει αγόρι μου; Γιατί δεν είσαι πια χαρούμενος; Θέλεις να το συζητήσουμε;
Ήταν ατύχημα εκείνη τη φορά που έπεσε από το σκαμπό και χτύπησε τα πλευρά της. Με εκνεύρισαν οι επίμονες ερωτήσεις της, την έσπρωξα από λάθος. Βέβαια, δεν έχει σημασία πια. Πλευρά, οστά, μύες, πνευμόνια, εγκέφαλος, καρδιά, σε λίγες ώρες ή ακόμη και σε λίγα λεπτά θα υποστούν τη σήψη μιας δυστυχισμένης και αδιάφορης ζωής. Και η σήψη είναι κληρονομική. Είμαι πεπεισμένος πως και εγώ είμαι αλλεργικός στην ευτυχία.

_________________________
           
Τα πόδια μου είχαν καρφωθεί στο έδαφος. Περίμενα. Εκεί στην αβέβαιη κρυψώνα μου. Λίγο παρακάτω ένα κορίτσι στους ώμους του πατέρα της γελούσε και κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι με ήλιον. Τα τριαντάφυλλα μύριζαν κάτω από τα ρουθούνια μου. Μια περαστική πρότεινε στον καλό της να ταξιδέψουν στην Ανδαλουσία. Εκείνη έβγαλε και πάλι το βιβλίο της. Διάβαζε Προυστ. Τον πρώτο τόμο από το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Άναψα ένα τσιγάρο. Την φαντάστηκα να ερωτεύεται τον Σουάν, φαντάστηκα ότι ήμουν ο Σουάν και εκείνη η Οντέτ. Ω, η καλή μου δεν είχε καμία σχέση με την Οντέτ! Η φαντασία μου με πρόδωσε. Έβλεπα, αλλά δεν κοιτούσα πια. Είχε ήδη σηκωθεί από την καρέκλα της, τη βαμμένη πράσινη, και ερχόταν προς το μέρος μου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ακούστηκε η φωνή του πατέρα: «Σε ζητάει». Την κοίταξα για μια μικρή στιγμούλα στα μάτια. Πέταξα το μισοτελειωμένο μου τσιγάρο, διέσχισα τρέχοντας το πλακόστρωτο με το καφενεδάκι. Την προσπέρασα. Το ένιωσα πως στάθηκε εκεί απογοητευμένη. Εγώ όμως ένα πράγμα ψέλλιζα:
-        - Να προλάβω! Να προλάβω!


    Θ.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Συνάντηση με έναν ποιητή


Ήρθε ο ποιητής και στάθηκε εμπρός μου.
Πολύ κοντά.
Σε μιαν απόσταση όπως αυτή που κοιτάς το πρόσωπό σου
στον καθρέφτη
καθαρά να δεις
τους πόρους, τα σημάδια.
Με διάβασες;
Και εγώ ήθελα να απαντήσω (δίστιγμο)
Βλέπω στα μάτια σου μιαν ατέλειωτη ξεκούραση,
αν είσαι λίγο τυχερός, 
θα ζήσεις μέχρι τα ενενήντα τέσσερα, 
ίσως και παραπάνω.
Βλέπω πως πόνεσες, 
όμως είσαι πιο τρυφηλός από τον πόνο, 
έκλαψες απ' έξω, 
αυτοστιγμεί γέλασες από μέσα, 
όπως ακούγεται το πηγαίο χάχανο που 
απόπνιξες σε μια καλοκαιρινή βουτιά από βιάση.
Μικρά τα μάτια σου, θολή η ματιά σου, 
σημάδι πως δε τόλμησες να τα ανοίξεις διάπλατα 
στην ομορφιά της φτωχής γυναίκας που πέρασε δίπλα σου.
Πλήττεις θανάσιμα,
μόνο το λευκό χαρτί και η γραφίδα σού χαρίζουν μία κάποια πλησμονή.
Και ύστερα παρασύρθηκα
-μα τι ανοησία-
και στοιχημάτισα πως θα μπορούσα
την πλήξη να απαλύνω
με ζεστό φιλί, 
λίγη από τη γεύση του καλοκαιρινού φρούτου
που δεν μοιραστήκαμε.
Ευτυχώς, 
λογικεύτηκα,
Ό,τι υπάρχει στην αρθρογραφία,
βιάστηκα να απαντήσω.
Μου έχουν πει και άλλοτε 
πως είναι πολύ γλυκό το φιλί μου,
μα δεν ήθελα να χάσεις την ανιαρή σου μακροζωΐα.

Θ.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Ερωτική Στιγμή



Κάθομαι πάνω σου,
αρπάζεις τους γλουτούς μου,
με ευγνωμονείς που πήρα ένα – δύο κιλά,
μου ψιθυρίζεις κάτι για τελειότητα.
Τα κορμιά γλιστρούν και κολλάνε,
σημάδι πως έξω καλοκαιριάζει.
Ίσως, τη στιγμή της κορύφωσης,
γίνουμε ένα,
ώσπου να ‘ρθει ο χειμώνας,
και έτσι να προστατευτούμε από την παγωνιά.

Θ.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

The Tales of Beedle the Bard by J.K.Rowling

Βρισκόταν στην τσάντα μου για δώδεκα ημέρες, μαζί με ένα Gryffindor και ένα Slytherin, έτοιμα να γεμίσουν ιστορίες. Δώρα που έμειναν για λίγο ξεχασμένα, επειδή τα γεγονότα είναι καμιά φορά πιο ισχυρά από τα μαγικά ραβδιά και τα ερωτικά φίλτρα. Μία στιγμή αναλαμπής (ότι δηλαδή είναι μέσα στην περιβόητη τσάντα) μου χάρισε την αισιοδοξία που αποζητούσα τον τελευταίο καιρό. Και επειδή ποτέ -μα ποτέ- δε θα καταπιέσω το παιδί που κρύβω μέσα μου, διάβασα σαν νεράκι το "εγκιβωτισμένο" βιβλίο της J.K.Rowling, που και ωραίο είναι, και παραμυθένιο, και σε ταξιδεύει, και σε παρασύρει και σου ενσταλάζει τη λαχτάρα που συνοδεύει την ευχή να υπήρχε τούτος ο φοβερός μαγικός κόσμος. Το βιβλιαράκι αυτό το ονομάζω "εγκιβωτισμένο" για τον εξής απλό λόγο: πρόκειται για το βιβλίο που συνήθως διαβάζουν οι μάγοι στα παιδιά τους στο σύμπαν του Harry Potter λίγο πριν κοιμηθούν. Πρόκειται δηλαδή για το βιβλίο με τα παραμύθια των μάγων. Η πανέξυπνη συγγραφέας μπήκε στον κόπο να το παραδώσει δίνοντάς μας την εντύπωση πως δημιούργησε το μυστικό μαγικό περιβάλλον μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Οι ιστορίες που το πλαισιώνουν είναι: The Wizard and the Hopping Pot, The Fountain of Fair Fortune, The Warlock's Hairy Heart, Babbity Rabbity and her Cackling Stump και φυσικά η πλέον γνωστή ιστορία που συναντάμε στο τελευταίο βιβλίο του Harry Potter, Deathly Hallows, The Tale of the Three Brothers. Ενώ οι περισσότεροι μάγοι τη θεωρούσαν διδακτική προς την κατεύθυνση της ηθικής των παιδιών, όπως η ταπεινοφροσύνη και η σοφία, άλλοι πίστευαν ότι η ιστορία αναφέρεται στους Κλήρους του Θανάτου, τρία εξαιρετικά ισχυρά μαγικά αντικείμενα που χρονολογούνται από γενιές οδηγών. Αυτό τουλάχιστον συμβαίνει και στο αντίστοιχο βιβλίο του Harry Potter.

"There were once three brothers who were travelling along a lonely, winding road at twilight. In time, the brothers reached a river too deep to wade through and too dangerous to swim across. However, these brothers were learned in the magical arts, and so they simply waved their wands and made a bridge appear across the treacherous water. They were halfway across it when they found their path blocked by a hooded figure.
And Death spoke to them..."

Η συγγραφέας καθηλώνει τον αναγνώστη. Πιο μαγικός από το περιεχόμενο του βιβλίου είναι ο τρόπος που αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον, κυρίως επειδή η τεχνική της βασίζεται στην αμετανόητη και αμετάκλητη προσποίηση πως ό,τι φαντάστηκε υπάρχει. Γι' αυτό, επί παραδείγματι, κάτω από τον τίτλο, δεσπόζει η φράση "translated from the original runes by Hermione Granger" ή παρατίθενται ολόκληρη ενότητα ανάλυσης του ίδιου του καθηγητή Dumbledore μετά από κάθε παραμύθι.

Το δικό μου αντίτυπο είναι σε αγγλική έκδοση, γνωρίζω όμως ότι έχει μεταφραστεί και έχει εκδοθεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Είναι απολαυστικό ανάγνωσμα για παιδιά, ελκυστικό ακόμη και για τους μεγάλους που μπορούν σαν παιδιά να σκέφτονται και να αγαπούν.

Στην ομώνυμη ταινία η Hermione διαβάζει την ιστορία των Τριών Αδερφών και το animation φιλμ που παρεμβάλλεται είναι εξαιρετικό:



Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Αποχαιρετισμός


Τοποθέτησαν το φέρετρο αυτοσχέδια πάνω σε δύο σαμάρια.
Αποβραδίς της έβαλαν ένα τετράγωνο μαντίλι στο πρόσωπο,
δέκα επί δέκα, λευκό, με δαντέλα.
Το έθιμο περιόρισε κάπως τον φόβο της όψης του θανάτου.
Θα έμενε εκεί ως την ανατολή του ηλίου.
Οι μοιρολογίστρες κουνιόντουσαν ρυθμικά,
κουπλέ, ρεφραίν,
διαπίστωση, κορύφωση,
και ξανά απ’ την αρχή.
Εντωμεταξύ, τον ετοίμασαν.
Του φόρεσαν το καλό του κοστούμι και τον έφεραν κοντά της.
Ούτε την έβρισε ούτε της πέταξε τον τούρκικο καφέ,
να καθαρίζει δυο μερόνυχτα από τους τοίχους το σκούρο κατακάθι,
ούτε της γύρισε την πλάτη στο κρεβάτι,
ούτε την έστειλε από τα χαράματα να μαζέψει το τριφύλλι.
Μόνο ακούμπησε το αριστερό του χέρι πάνω στην κάσα
κλαίγοντας σα μωρό,
όταν άρχισε κι αυτός να κουνιέται ρυθμικά.
Κουπλέ, ρεφραίν,
μόνο κορύφωση,
«Τα δυο σου μάτια σφάλισες, τα δυο μαργαριτάρια,
που με θωρούσαν τη νυχτιά και μ’ έβλεπαν καθάρια,
σήκω, τραγούδι να μου πεις, μαζί σου να με πάρεις,
γιατί απ’ αγάπη ζήτησα πότε μη μ’ αποπάρεις »,
ώσπου φωνή προσφιλούς συγγενή διέκοψε αδέξια το μοιρολόι,
- Σιγά, γέρο, θα το ρίξεις το φέρετρο.

Θ.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Η πρόβα


Τρία σκαλοπάτια, μια σιδερένια πόρτα
με πλέξη
και τζάμι,
όπως όλες οι πόρτες της οδού των αστεριών.
Πέρασα προχθές και είπα να χτυπήσω,
με το κλειδί, εκνευριστικά πάνω στο τζάμι.
Η πόρτα άνοιξε.
Κανείς μέσα στο σπίτι.
Ο εκνευρισμός και ο δισταγμός,
το βήμα μου άνοιξε μισό,
φοβήθηκε να πατήσει στο κενό
εκεί που ο ταξιδευτής χάνεται στροβιλίζοντας στον Βέγα
και οι άνεμοι είναι ανύπαρκτα όντα.
Μα η απόφαση πάρθηκε ακούσια,
σήμερα είναι η δική μου μέρα να ταξιδέψω,
με λίγη τύχη θα βρω συντροφιά για το ταξίδι.
Η είσοδος, ο διάδρομος, η κουζίνα,
να σταθώ εδώ να φτιάξω λίγο καφέ
προτού πιάσω την κιθάρα μου,
η πρόβα θα κρατήσει ώρες, μέρες, χρόνια.
Κοιτάζω την αφίσα με τα όργανα όλου του κόσμου.
Είναι τόσο παλιά.
Μου προκαλεί μιαν απροσδιόριστη θλίψη,
σαν να στροβιλίζεται τώρα το στομάχι μου.
Γυρνάω το βλέμμα μου αλλού,
το φως πληγώνει τα μάτια μου,
η δύναμη η αόρατη,
από απόσταση με κινεί.
Η κιθάρα μου στροβιλίζεται μαζί μου,
δεν αντέχει τη δίνη,
ξεχαρβαλώνεται, χάνει χορδές, τα τάσια της ξεκολλούν ένα ένα.
Μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου
έχει μείνει στο χέρι μου η Σι,
πώς θα τελειώσει έτσι η μελωδία;
Όπου και αν έφτασα
με εγκατέλειψε η γνώση,
η προδοσία των αισθήσεων έπιασε τόπο,
οι αναμνήσεις μου έμειναν έξω από τη σιδερένια πόρτα.
Μόνο η ίδια νότα ακούγεται εκκωφαντικά,
παρακαλώ τη συντροφιά μου να έλθει επιτέλους,
ώσπου ένα χέρι ισχνό με μαβιές φλέβες 
αγγίζει το δικό μου,
μου παίρνει βιαστικά ό,τι απόμεινε από την κιθάρα μου,
τη στριφογυρίζει γύρω από το δείκτη,
τη δένει,
και αρχίζει το τραγούδι,
μία τρίτη πάνω.
Ολόγυρα το κενό γεμίζει ολότητα,
διακρίνω όλα τα μέρη πια,
ο,τι έπαψε να είναι, 
εδώ δε σταμάτησε ποτέ,
το τραγούδι μας τελειώνει στην τονική του.

Θ.

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

Lady Cortisol του Μισέλ Φάις

Για τη Lady Cortisol (που στη συνέχεια θα μεταφράζω από δική μου συνήθεια χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι) του Μισέλ Φάις, δε θα  γράψω μία τυπική βιβλιοπαρουσίαση με τα θετικά της, τα αρνητικά της και τα όλα της. Αντ' αυτού αποφάσισα να δώσω μία εικόνα του βιβλίου και των συναισθημάτων που μου προξένησε με άλλον τρόπο: συνηθίζω να τσακίζω τα βιβλία που διαβάζω στο κάτω μέρος τους (και στο πάνω μέρος ανελέητα, τους σελιδοδείκτες τους έχω στημένους στα ράφια μου -μπροστά από τα βιβλία- ή καρφιτσωμένους στον πίνακα ανακοινώσεων καθαρά για αισθητικούς λόγους) όταν κάτι μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση για οποιονδήποτε λόγο. Πραγματικά για οποιονδήποτε: για μία φράση που ξεχώρισα, για μια ιδέα που αποπνέεται από το κείμενο και με βρίσκει σύμφωνη, για ό,τι δεν με βρίσκει σύμφωνη, για παροράματα και ελλείψεις ενδεχομένως λόγω κακής επιμέλειας κ.ο.κ.

Τα κάτω τσακίσματα στη λαίδη κορτιζόλη:
Σελίδα 9: μπαμ-μπαμ και χωρίς πολλές περιστροφές το πλαίσιο μου έκανε εντύπωση. Μεταξύ δευτέρου και πρώτου προσώπου, ένας ερωτών και μία αποκρινόμενη, ίσια γράμματα-πλάγια γράμματα. Η ερώτηση μαχαιριά: "ζείτε μόνη ή με τους γονείς σας;" Και η αποκρινόμενη δίνει με τον τρόπο της όλες τις πιθανές απαντήσεις, "...έχουν πεθάνει", "με την κατάκοιτη μητέρα μου" ή το κατά κάποιον τρόπο μεταφυσικό "ακόμη και αν έχουν πεθάνει, δε σταματά κανείς να ζει μαζί τους" (παράφραση δική μου). Χρόνος δεν υπάρχει, τόπος δεν υπάρχει. Τα πρόσωπα δεν είναι πρόσωπα, δεν αποκτούν σάρκα και οστά, δεν κινούνται μέσα στην ιστορία. Η ιστορία είναι σκέψεις. Ενδόμυχες σκέψεις.
Σελίδα 21-22: η ερώτηση ήταν "...συνηθίζετε να κρατάτε ημερολόγιο; Σας αρέσει να αποτυπώνετε τις μέρες και τις νύχτες σας;" Η απάντηση περνά από διάφορα επίπεδα μέχρι να φτάσει στην κατάφαση και να δηλώσει αυτό που θα δήλωνε ενδεχομένως ο συγγραφέας, ο ποιητής, ο γραφιάς: "Ανελλιπώς. Αυτό είναι γνωστό. Καταγράφω ακόμη και τον αέρα που αναπνέω, ακόμη και τη σκόνη από τα παπούτσια μου. Πόσο πιο απροκάλυπτα, πιο ωμά θέλετε να σας το πω, κάτι που δεν σημειώνεται δεν υπάρχει". Σε αυτή τη φάση αναμετρώμαι με το οπισθόφυλλο, βάζω τις σκέψεις μου επί τάπητος, προσπαθώ να καταλάβω: αισθάνομαι πως αυτό το εγχείρημα δεν είναι απλοϊκά ένα αρσενικό που ανακρίνει ένα θηλυκό ή η συζήτηση ενός άντρα και μίας γυναίκας ή επίδραση της ορμόνης του φόβου στον άνθρωπο. Άραγε, αν είναι μόνο το τελευταίο, μήπως η κορωνίδα της επίδρασης των ορμονών στον ανθρώπινο ψυχισμό είναι χαρακτηριστική στους συγγραφείς, σε αυτούς που εκφράζονται με τις λέξεις; Ειδάλλως προς τι η θέση: "Να σηκώσει το χέρι του όποιος ένιωσε πιο πλήρης, πιο αυτάρκης, πιο γαλήνιος ξεστομίζοντας ακριβείς ή μεστές λέξεις. Δάσος από καθόλου χέρια", που με οδηγεί μάλιστα σε ένα δίπολο "καλής και κακής ορμόνης", σημάδι ότι γεννιέται άλλοτε η θλίψη και άλλοτε η χαρά;
Σελίδες 38-39: η επαναληπτικότητα του μεταχειρισμένου, της μεταχειρισμένης, των μεταχειρισμένων κλπ. Η λαίδη κορτιζόλη είναι η βασίλισσα της επαναληπτικότητας, της μηδενικής πρωτοτυπίας, της ανίας. Για να θυμηθώ τελικά πως το μέγιστο σύμπτωμα της θλίψης είναι η ανία.
Σελίδα 55: Τη σελίδα αυτή την ήξερα πριν τη διαβάσω. Και μέχρι να φτάσει σε αυτή ο συγγραφέας έχει φύγει από τη λέξη και έχει περάσει στην ιστορία. Στο βασανιστικό ζητούμενο της έμπνευσης γύρω από μία ιστορία, γιατί αν η ιστορία έχει ειπωθεί είναι αξιωματικά "ξοφλημένη". Εδώ η λαίδη κορτιζόλη αναζητά έναν τρόπο να αποτυπώσει την απόγνωση της θλίψης που παράγει από τα γεννοφάσκια της (διοτί έτσι είναι γραφτό, διότι έτσι επιτελεί -αριστοτελικά, αν θέλετε- τον σκοπό της). Η ηρωίδα της μια πόρνη που εκπορνεύει -εκτός από τα συνήθη- το ψυχικό της απόθεμα. Και δεν έχει σημασία η ιδιότητά τόσο, θα μπορούσε να είναι καλλιτέχνις, όπως αποκαλύπτει παρακάτω ο ερωτών.
Σελίδα 71: Κομβικό σημείο της συζήτησης, ορίζεται ρητά: "ξέρεις πως κάτι αλλάζει, κάτι αρχίζει να μην είναι όπως ήταν πριν". Αναζητάται ένας τόπος, αναζητούνται τα όρια μεταξύ ερωτώντος και αποκρινομένης. Εμφανίζονται όροι με κεφαλαία γράμματα: Συνδεδεμένη 7591, Διαχειριστής, Γκρι Στούντιο, Ασύνδετες ή Πρώην Συνδεδεμένες. Αν υποθέσουμε ότι ένας διαχειριστής οργανώνει και ελέγχει τα πάντα σε έναν συγκεκριμένο τόπο, ο κατεξοχήν Διαχειριστής (με το κεφαλαίο Δ) διοργανώνει και ελέγχει τα πάντα σε έναν τόπο που ονομάζεται Γκρι Στούντιο, που δεν είναι τόπος αληθινός ή μπορεί και να είναι, αν λάβει τη γέννηση που του αρμόζει από τα αφηγηματικά τερτίπια του γραφιά. Αν τέτοια είναι η αναγωγή που μπορούμε να κάνουμε, τότε ποιος είναι ο ερωτών και γιατί η "ηρωίδα" του πήρε το όνομά της από την άτιμη την κορτιζόλη;
Σελίδα 83:...και συστήνεται! Cortisol (χαιδευτικά Corti), αλλά και Oxytocin. Και εδώ κάνω μία παύση. Είμαι στο μαιευτήριο, γεννάω την πρώτη μου κόρη και ο γιατρός μού μιλά με πολύ ήρεμο τόνο, σαν να είμαι παιδάκι: "Καλή μου, τώρα θα βάλουμε αυτό το φαρμακάκι, που εμπεριέχει ωκυτοκίνη. Ξέρεις τι είναι η ωκυτοκίνη;" "Πώς; λέω, ο ωκύπους Αχιλλεύς, για παράδειγμα, είναι ο γρήγορος στα πόδια, το ωκύτυπον, τυπογραφείο στη Σόλωνος, ωκύς ο γρήγορος, γρήγορος τοκετός; ρωτάω, αν και είμαι σίγουρη". "Με αυτό θα προκαλέσουμε πόνους, θα τους δημιουργήσουμε χωρίς να προκληθούν εκ φύσεως". 15 ώρες μετά, διαστολή 2, πόνος 10, τα νερά σπασμένα με πρόκληση επίσης από νωρίς, το μωρό μαρούλι, δηλαδή άπειρη κορτιζόλη και μετά ξαφνικά Oξυτοκίνη (ή Ωκυτοκίνη, αν και επικρατεί διαφωνία για το ποιος όρος είναι ο πλέον εύστοχος), η άλλη ορμόνη η υπεύθυνη για την ανάπτυξη του συναισθήματος της αγάπης στη μητέρα για το μωρό της, που παράγεται κατά τις συσπάσεις της μήτρας, στον έρωτα και τη γέννα. Και σκέφτομαι ότι όλα αυτά είναι τόσο γυναικεία υπόθεση, όχι ότι η ορμόνη της κορτιζόλης δεν παράγεται στο αρσενικό σώμα, αλλά ότι επικρατεί εν γένει η μάλλον σεξιστική άποψη ότι η υστερία (διότι έχομεν και υστέρα εμείς οι γυναίκες), η θλίψη, η γκρίνια, βρε αδερφέ, είναι γυναικεία προτερήματα. Και εδώ με απασχολεί πως διάλεξε τα φύλα, τα γένη ο συγγραφέας. Μόνο επειδή η ορμόνη είναι θηλυκή; Και γιατί ο ερωτών αρσενικό; Δεν έδωσα απάντηση, άνοιξα τα βιβλία μου όμως και ασχολήθηκα λίγο με το ζήτημα του γένους στη γραμματική: το κοινωνικό γένος όρισε σε κάποιο βαθμό το είδος των πραγμάτων στη γραμματική. Άρα, ακούσια ή εκούσια ο συγγραφέας επέλεξε φύλα χωρίς ιδιαίτερη τυχαιότητα.
Σελίδα 95: ο θάνατος. Θέμα διαχρονικό και ανεπανάληπτο, με απασχολεί. Ιδίως αυτό που γράφεται στη σελίδα 95, πως οραματίζεται κανείς τις τελευταίες του στιγμές. Μου θυμίζει τη συζήτηση Σόλωνα - Κροίσου, ότι ευτυχισμένος είναι αυτός που πεθαίνει καλώς, που πεθαίνει δηλαδή πλήρης και ευτυχισμένος.
Σελίδες 118-119: Σχήμα κύκλου: "...ζείτε μόνη ή με τους γονείς σας;" Σαν να ρωτάει αλλιώς, ωριμάσατε; Ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος, παρενέβη μία διαδικασία ωρίμανσης, εσείς τα καταφέρατε; Η ελεγχόμενη ηρωίδα παύει. Η ελεγχόμενη ηρωίδα μπορεί ακόμη και να σταματήσει να αναπνέει. Το βιβλίο τελείωσε, η αφήγηση έλαβε τέλος, Πρώην Συνδεδεμένη με τη βούλα. Και μένω με την εντύπωση: εξαίσια τεχνική, με θέμα ανοιχτό σε ερμηνείες, που ιντριγκάρει τον κάθε συγγραφέα (ακριβώς επειδή πρωταγωνιστεί πολύ η συγγραφή ως μέθοδος εξομολόγησης), προσεγμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, που το υπερβατό, ο κύκλος και η προσθήκη έχουν το νόημά τους, που η βωμολοχία ρέει μέσα στο είναι του αναγνώστη, δε σε ενοχλεί, την αποζητάς. Ένα ξέσπασμα, ένας μονόλογος, όχι συζήτηση, ένα εσύ μέσα στο εγώ και το ανάποδο, το εγώ μέσα στο εσύ, όταν ο συγγραφέας γεννά λέξη, ιστορία, αφήγηση. Και αν κάτι μου έλειψε, το πηγαίο συναίσθημα που κρύφτηκε πίσω από την τεχνική.



Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

«Τα ταξίδια με τρένο είναι τα ωραιότερα»

Μια φορά μπήκα σε τρένο που ταξίδευε για Βουδαπέστη.
Ο συρμός δεκαεννέα ήταν σαν τον Οριάν Εξπρές,
κόκκινο και μαύρο
που φιδόσερνε στα καταπράσινα διάσελα της Ευρώπης.
Στην τραπεζαρία γνώρισα τον Ηρακλή Πουαρό,
τη Φίνεϊ εκδοχή.
Πράγματι είχε ένα λεπτό με στριφογυριστές άκρες μουστάκι,
που συχνά τακτοποιούσε με τα παχουλά του δάχτυλα,
πριν καταφέρει μια δυνατή ρουφηξιά από το πούρο του
ατενίζοντας τα λιβάδια και τις αμέριμνες αγελάδες.
Κάποτε τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν,
ανάμεσα σε δύο απλίκες,
δύο τραπέζια,
οκτώ σερβίτσια,
οκτώ κρυστάλλινα ποτήρια,
τα δικά μας γεμάτα.
Μου έγνεψε υγεία και τακτοποίησε πάλι το γλίσχρο του μουστάκι.
Στην καμπίνα εκατόν ένα τα βλέμματα εκμηδένισαν τα υλικά εμπόδια,
η ανάσα του μύριζε τσάι ελ γκρέι, σαμπάνια και αποξηραμένο σύκο,
τα χέρια μου γλιστρούσαν ανάμεσα στα μαλλιά του, 
υφή και γεύση μπριγιαντίνης
στις σκαλισμένες πόρτες, στα σεντόνια, στον ταξιδιωτικό οδηγό, 
στην τσακισμένη σελίδα του Ζοφερού Οίκου.
Ο φωτισμός χάθηκε -πρέπει να μπήκαμε σε τούνελ-
ο ρυθμός, θέση και άρση, πάνω στις ράγες,
δυνάμωσε στο σκοτάδι,
στα μηνίγγια μου οι παλμοί ήταν περισσότεροι
και από τους δολοφόνους του Σάμιουελ Ράτσετ,
χαράχτηκαν στον κόλπο της μακροπρόθεσμης μνήμης.
Από τότε με επιτηδευμένη αφέλεια δηλώνω
«τα ταξίδια με τρένο είναι τα ωραιότερα».

Θ.

Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Ο κλέφτης



Ο κλέφτης δραπετεύει. Παίρνει μαζί του φτερά και σπόρους
να πετά και να χορταίνει. Γιατί από ένστικτο καταλαβαίνει
πως η ζωή στη φυλακή  θα είναι γι’ αυτόν μοιραία.
Εσύ ποσώς μη τον λυπάσαι. Δόλιο σκοπό να μπει στο σπίτι σου
στα κρυφά, να ξέρεις, έχει, με συνεργό τον αόρατο θεό,
τον Απηλιώτη, τον Βορρά, τον Νότο και τον Λίβα.

Στ’ Ανάπλι, αν τύχει και κολυμβητής αμέριμνος γυρίζεις
στα δροσερά νερά του Αργολικού,
παραμονή Δεκαπενταύγουστου, μόλις φανεί ο ήλιος
και δεις τον κλέφτη να πετά πάνω από το γαλήνιο νερό,
ζήτα το τίμημα της ελεύθερης ζωής του·
ν’ απλώσεις χέρι, εμπόδιο να βάλεις,
κουκούλι να κάνεις τη χούφτα σου, ευχή να ομολογήσεις,
με την αγαπημένη κόρη χορός αντικριστός στο πανηγύρι να σου τύχει.

Κι αν σπάσουν ένα – δυο φτερά, ύστερα άλλα δύο,
και ο κλέφτης μεσ’ τη θάλασσα χαθεί μια και για πάντα,
μην λυπηθείς, μην κλάψεις.
Κλέφτες ελεύθεροι πολλοί, χοροί και ωραίες κόρες,
βουτιά στα κρύα τα νερά, τον παφλασμό να κάνεις,
να δεις τον αχανή βυθό, το κυανό το χρώμα,
τα μάτια να πληγώνονται απ’ τη γλυκιά αλμύρα,
γιατί όλες οι ελευθερίες το ‘χουνε στο πρώτο ριζικό τους
να φέρουν ένα τίμημα που κάποιος θα πληρώσει.

Θ.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Η Αλαφροΐσκιωτη



Απόσωσε ο θερινός ο ήλιος ο λαμπρός,
το μακρινό πρωτόβροχο μια ιδέα μυρωδιάς.
Ο ουρανός σκοτείνιαζε και άπλωνε το θάμπος,
του λιμανιού οι όχθες χάθηκαν στο γκρίζο το νερό.
Φόρεσε ρούχο κίτρινο, γαλαζωπό φουστάνι,
τσάντα στον ώμο καστανή με δυο πελώρια μάτια
μπήκε στο πλοίο αποβραδίς, κινώντας από χρέος
γάμου συγγενικού την πρόσκληση γοργά να την τιμήσει.

Κοιτούσε αριστερά και δεξιά μήπως και συναντήσει
κάποιον ταξιδευτή γνώριμο για το νησί της Πάτμου.
Συγγενολόι ολόκληρο απλώθηκε στην πρύμνη,
που μάταια προσπάθησε με τρόπο να αποφύγει.
Χάχανα, γέλια και χαρές για την αντάμωσή τους,
μοιράστηκαν τα νέα τους, φίλησαν με φιλί τους.
Και όλα θα ήταν όμορφα, νοσταλγικά και ωραία
αν δεν ρωτούσε ο ξάδερφος ο πρώτος, θαρρώ, τυχαία:

«Αν βρούμε χρόνο και όρεξη το σπήλαιο να επισκεφτούμε,
του Ιωάννη ευαγγελιστή, χώρος ιερός και άγιος.
Λέγεται πως εκείσε μίλησε με τον Θεό τον μέγα,
πως του ‘δωσε όραμα φοβερό του μέλλοντος, του τέλους».
Και κάποιος είπε ασέβαστα με αιχμηρά τα λόγια,
ίσως ο άντρας της Μελιώς που είχε στήθη τρία,
«ο άγιος -το ξέρετε- τρελός θα ήταν, ασθενής,
εσώκλειστος σε κάμαρα με του μυαλού φωνές του»

Τα μάτια τα πελώρια τα ‘χάσανε για λίγο,
μα γρήγορα κοιτάξανε στα πρόσωπα με θάρρος.
«Ούτε και εμέ πιστέψατε ποτέ μες τη ψυχή σας,
πως λάβαινα παραγγελιές από τους πεθαμένους·
μα σπεύδοντας πάντα ερχόσαστε για να σας πω μαντάτα,
καραδοκούσατε κρυφά μη τύχει και τ’ ακούσω,
μη τύχει και ξεμπρόστιασε το λάβρο μυστικό σας,
ο άντρας, ο πατέρας σας, το άρρωστο παιδί σας».

Θ.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Μέρες Νηστείας του Αντώνη Χαριστού

Ο Αντώνης Χαριστός είναι συμφοιτητής από τη Θεσσαλονίκη. Γνωριστήκαμε στο παντοδύναμο διαδίκτυο, στις ιδιωτικές μας ομάδες, όπου συναντιόμαστε και με άλλους συμφοιτητές για να συζητήσουμε, να ανταλλάξουμε απόψεις, να λύσουμε τα προβλήματα που τυχόν προκύπτουν κατά τη διάρκεια της φοίτησής μας στη δημιουργική γραφή. Και ο Αντώνης είναι η κορωνίδα της θετικής αποτίμησης που προκύπτει από αυτό το μεταπτυχιακό, γιατί συγκεντρώνει στο πρόσωπό του πολλά χαρίσματα που κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει εύκολα: ευγενέστατος, δημιουργικός, αεικίνητος, περίεργος, ευαίσθητος και αισθαντικός, ιδεολόγος, κοινωνικά ευαισθητοποιημένος, φιλοσοφημένος γραφιάς, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης. Οι Μέρες Νηστείας είναι το δεύτερο βιβλίο του. Κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Ρώμη (το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεις Άλλωστε και φέρει τον τίτλο Τέσσερις Ανάσες Ελευθερίας).

Λίγα λόγια για την υπόθεση: Ο ήρωας της ιστορίας του Αντώνη, ο Αλέξανδρος, είναι ένας άντρας που βαίνει προς την ολοκλήρωση της ακαδημαϊκής του καριέρας, αφού είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης. Είναι συνάμα και λογοτέχνης, γράφει μυθιστορήματα, φιλοσοφικά  και κοινωνικά δοκίμια. Στην πραγματικότητα, παρακολουθούμε μόνο μερικές μέρες πριν από τη συνταξιοδότησή του, αλλά και τη συμμετοχή του στην τελετή βράβευσης πανελλήνιου λογοτεχνικού διαγωνισμού, όπου είναι κοινώς το φαβορί. Σε αυτό το χρονικό διάστημα τα γεγονότα εκτυλίσσονται γραμμικά στο παρόν, αλλά και με αναδρομές στο παρελθόν που συμπληρώνουν σταδιακά την προσωπικότητά του. Έτσι, εκ του παρελθόντος μαθαίνουμε πως ο Αλέξανδρος είναι ορφανός, όταν ήταν παιδί κακοποιήθηκε στο ίδρυμα που έμενε, ωστόσο υιοθετήθηκε και μεγάλωσε με αρκετή άνεση που του παρείχαν οι θετοί γονείς του. Είχε την τύχη να σπουδάσει και στο Βερολίνο μαζί με τη γυναίκα της ζωής του την Έλενα, με την οποία γέννησαν μια κόρη. Με την κόρη του ο Αλέξανδρος δεν έχει καλές σχέσεις, ειδικότερα από τότε που πέθανε η Έλενα, γυναίκα του και μητέρα της, με τον πλέον τραγικό τρόπο, αφού ο Αλέξανδρος καθιστά εαυτόν ουσιαστικά υπεύθυνο γι' αυτή την εξέλιξη (ο ήρωάς μας απιστεί εις βάρος της συζύγου του, της αποκαλύπτει το μυστικό του και εκείνη φεύγει τρέχοντας για να παρασυρθεί στο δρόμο από ένα φορτηγό και να σκοτωθεί). Στο παρόν τα πράγματα χαρακτηρίζονται από καταιγιστικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τις ανωτέρω αποκαλύψεις: η είδηση μιας φοιτήτριας που αυτοπυρπολείται στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών προς ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική κυρίως σε ό,τι αφορά το προσφυγικό συγκλονίζει τον Αλέξανδρο. Από εκείνη τη στιγμή (που είναι η αρχή του βιβλίου) δεν μπορεί να ησυχάσει. Στρέφεται στον φίλο του και βραβευμένο συγγραφέα Θεόδωρο (τον οποίο αποκαλεί μπάρμπα), η ανησυχία του όμως, η πρόθεσή του να εκδηλώσει τη συμπαράστασή του στη φοιτήτρια βρίσκει σταδιακά τοίχο, όχι μόνο από το φίλο του, αλλά και από τη σύμπασα ακαδημαϊκή και λογοτεχνική κοινότητα. Το ψυχολογικό άγχος θα τον καταρρακώσει, η συνείδησή του θα αποκτήσει μορφή και φωνή στο πρόσωπο της πεθαμένης του γυναίκας. Εν τέλει θα βρει την κατανόηση που ζητά σε μία πόρνη, τη Λίνα, που επιθυμεί να αλλάξει τη ζωή της. Θα της προσφέρει λύτρωση "λυτρώνοντας" παράλληλα και τον εαυτό του, με όποιο κόστος, δεδομένου ότι κουβαλά μια ζωή με οδυνηρές αναμνήσεις και ακόμη πιο οδυνηρές επιλογές, τις οποίες ο αγαπητός Αντώνης διαγράφει μέσα  από ανατροπές.


Οι σκέψεις μου: Κατά τη γνώμη μου ο Αντώνης είναι ένα πλάσμα πιο αισθαντικό και πιο συναισθηματικό από αυτό που παρουσιάζει. Αυτό που παρουσιάζει είναι μία κάθετη στάση ζωής, που σε κάθε περίπτωση διέπεται από την εξύψωση της Ιδέας του για τη ζωή και της Δικαιοσύνης ως βασικό συστατικό της δυνατότητας να ομονοήσουν επιτέλους μεταξύ τους οι άνθρωποι. Ως εκ τούτου, σε μία τέτοια στάση δεν χωρούν Θεοί, δεν χωρούν εξωκοσμικές αιτίες για το άδικο. Το άδικο είναι ανθρώπινη επινόηση και κατ΄ επέκταση οι άνθρωποι πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί. Ο ρόλος της εκκλησίας στα κοινωνικά ζητήματα της πόλης, αλλά και τα λοιπά πολιτισμικά στιγματίζεται. Στις Μέρες Νηστείας βλέπουμε το καθαρό πρόσωπο της αδικίας στους χώρους της εκκλησίας, και ορθώς το βλέπουμε, γιατί έτσι είναι. Ως εδώ καλά. Ωστόσο, το κείμενο του Αντώνη δεν μένει μόνο σε κοινωνικό επίπεδο, προχωρά στο προσωπικό, στο ενδογενές, σε αυτό που προκύπτει αναλογικά με την κάθε προσωπικότητα, με τις ψυχολογικές εκφάνσεις που τη χαρακτηρίζουν. Ο ήρωάς του είναι στην αρχή θύμα, επιδιώκει να αγωνιστεί όμως και δεν το κάνει ποτέ στην ουσία, η θυματοποίησή του αποσύρεται σταδιακά και από θύμα γίνεται θύτης. Από ήρωας αντιήρωας. Ένα σακί από λάθη. Τα πρώτα σημάδια αντιηρωισμού έρχονται με την απιστία του ή ακόμη και με τον θάνατο της γυναίκας του (αν και το σημείο αυτό μου φάνηκε κάπως μελό). Όπως και να 'χει, αυτό που τελικά συμπεραίνω είναι ότι η κοινωνική αδικία εγκλωβίστηκε στην αδικία μιας μεμονωμένης ψυχογενούς αιτίας. Ο Αλέξανδρος οδεύει προς την προσωπική του καταστροφή, γιατί είναι μία ψυχή πάσχουσα. Τι σημαίνει αυτό όμως για την ιδεολογία του; Τι είναι αυτό που τον τάραξε στην αυτοπυρπόληση της φοιτήτριας; Το ότι βρήκε "γενναία" την πράξη ενός κοριτσιού και μάλιστα για τους σωστούς λόγους; Ο Αλέξανδρος αντιπαρατέθηκε με το γεγονός αυτό και βγήκε ηττημένος. Ο Αλέξανδρος δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει κάτι παρόμοιο για τους σωστούς λόγους. Ή μήπως πρόκειται για μια πράξη που είναι λανθασμένη άσχετα από τις αιτίες που τη συνοδεύει;

Τα θετικά: 1) Αν και ο Αντώνης ασχολήθηκε με πολλά σε αυτό το βιβλίο (φιλοσοφία, κοινωνία, πολιτική, ψυχολογία) κατάφερε να τα δομήσει καλά ώστε ο αναγνώστης να μην μπερδεύεται 2) Οι επιρροές από τους φιλοσοφικούς διαλόγους και τα αρχαία μυθικά κείμενα (π.χ. διέκρινα τη χρήση της προοικονομίας) 3) Η μεστότητα του λόγου, παρά το νεαρόν της ηλικίας του συγγραφέα 4) Παρασύρει τον αναγνώστη σε μύριες σκέψεις, εμβαθύνει στα μέσα και στα έξω του.

Τα αρνητικά: 1) Η αποδυνάμωση του κοινωνικού φαινομένου από το προσωπικό ψυχογενές συναίσθημα που καθορίζει τελικά τις εξελίξεις. Αν αυτό ήθελε να παρουσιάσει ο Αντώνης μπορεί να το εξελίξει και να το παρουσιάσει στο μέλλον με την παρακαταθήκη της καθημερινής και λογοτεχνικής του εμπειρίας που αυξάνονται αμφότερες.

*Το βιβλίο δεν είναι επιμελημένο. Όταν παραπονέθηκα γι' αυτό στον Αντώνη, μου είπε πως είναι κατά της παρέμβασης στο κείμενο του συγγραφέα, γιατί το θεωρεί τροχοπέδη στην προσωπική αυθόρμητη έκφραση του καθενός. Σεβαστό. 

Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Εκτός ύλης (ή ο τηλεβόας)


Ήξερα κάποτε έναν δάσκαλο σοφό,
που δεν του άρεσε την ύλη να διδάσκει,
σελίδες ένα ως διακόσια, σελίδες δύο ως τριακόσα και ογδόντα οκτώ.
H ειδικότης του οι αριθμοί, στους νέους πολύ αγαπητός
γιατί δε μιλούσε μόνο για ολοκληρώματα, αξιώματα,
ταυτότητες, ανισώσεις, συστήματα και εφαπτομένες.
Για το ηλιοβασίλεμα ποθούσε περισσότερο να μιλά,
το ζευγάρωμα της κότας, του αλόγου και της περιστέρας,
για το ρυθμό, τη μελωδία, τη συγχορδία και τη συμφωνία,
για τη Γκερνίκα, τον Αποχαιρετισμό στα Όπλα, τη Θεία Κωμωδία.

Και έτσι μια μέρα γροθιά στο κατεστημένο εθέλησε να δώσει,
πήρε έναν τηλεβόα άσπρο με κόκκινη λαβή,
έξω από το σχολείο του,
πάνω και κάτω περπατούσε,
φωνάζοντας το α και το β, το συν και το επί,
την ώρα που τα δεκαοχτάρικα ορίζανε τις τύχες τους
επάνω στο χαρτί.
Μεγάλη αναστάτωση και ταραχή ακολούθησε
σε μαθητάδες, διευθυντάδες και αρμόδιους υπουργούς,
τα θέματα αποσύρανε και τον σοφό τον δάσκαλο δέσμιο πήραν αστυνομικοί.

Ο δάσκαλος δεν ήταν πια αγαπητός, θα έλεγα μάλιστα πως ήταν τώρα μισητός,
αφού και η πρώτη των πρώτων σίγουρη εδήλωσε τα εξής:
«πρόκειται για περίπτωση ανίκανου δασκάλου,
που δεν ασχολήθηκε όσο θα έπρεπε με τη διδακτέα την ύλη,
σελίδες ένα ως διακόσια, σελίδες δύο ως τριακόσια και ογδόντα οκτώ,
μόνο νοιαζόταν για άλλα πράγματα,
ανιαρά και ανούσια,
πώς ακούγεται το διάστημα τετάρτης το καθαρό,
ποια είναι η Λάουρα ποια είναι η Βεατρική,
πώς ζευγαρώνει τ’ άλογο,
πόσο κρατά και ο χρόνος πάνω στην Αφροδίτη».


Θ.

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Μ(η) Φ(ας)


Δε μου αρμόζει η κουβέντα. Επιδόθηκα για πολύ καιρό στην ανάπτυξη τεχνικής. Επιδιώκω την τελειότητα που ολοφάνερα δε διαθέτεις, ούτε την προσεγγίζεις φυσικά. Μη διανοηθείς να μπεις στη διαδικασία να με μιμηθείς, δε θα τα καταφέρεις. Χιλιάδες φορές σου είπα ότι σχολιάζεις πέραν του δέοντος. Σχολιάζεις τα πάντα. Σχολιάζεις τα δέντρα. Σχολιάζεις τα δέντρα και τα χρώματα. Σχολιάζεις τα δέντρα, τα χρώματα και το ουράνιο τόξο. Σχολιάζεις τα δέντρα, τα χρώματα και το ουράνιο τόξο που καταλήγει μέσα στο στόμα μου. Και μέσα στο στόμα μου δεν μπορείς να μπεις. Αφενός το ανοίγω κατ’ επιλογήν, σε αυτούς που τους πρέπει ένα ωραιότατο φτύσιμο με μπόλικο τάλαντο αρχεγόνου προελεύσεως, αφετέρου κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να βρει την ουρά του ουράνιου τόξου. Κι αν είμαι άδικος απέναντί σου, αν δηλαδή υπάρχει η πιθανότητα, η απειροελάχιστη πιθανότητα να είμαι άδικος απέναντί σου, δε θα το παραδεχθώ. Γιατί έχω αναπτύξει απαράμιλλη τεχνική. Για όλα τα πράγματα. Δε θα την αφήσω να καταρρεύσει επειδή θέλεις να μάθεις ή ακόμη χειρότερα επειδή θέλεις να έχεις φωνή. Ας γελάσω (θαυμαστικό). Να μείνεις για πάντα κουτορνίθι, κούτσουρο, τούβλο μπατικό, μωρή και ανόητη, αβέλτερη, αλαφροκούκουλη και αργόστροφη, ένας καθυστερημένος καπλαμάς, ένας τυφλόνους μπουμπούνας, που νομίζει ότι μπορώ να χαρίσω αγάπη, λες και υπάρχει αυτό το πράγμα. Κι αν αισθανθώ συμπάθεια για σένα, αν δηλαδή υπάρχει η πιθανότητα, η απειροελάχιστη πιθανότητα να αισθανθώ συμπάθεια για σένα, δε θα το παραδεχθώ. Μη φας (θαυμαστικό). Θα σου κάνω τη χάρη μόνο να σε κοιτώ, από μιαν ασφαλή απόσταση. Πώς θα παίζεις με μεγάλη επιτυχία την τυφλόμυγα. Μάνα θα κάνω και δε θα με πιάσεις ποτέ.

Θ.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Στην Ωγυγία



Βλέπεις τι μπορώ να του προσφέρω;
Πουθενά αλλού παρά μόνο εδώ η φύση τραγουδά εκκωφαντικά
και χαρμόσυνα: το κυπαρίσσι οσφραίνομαι, τον κέδρο και τη θούγια.
Ακούω το κελάρυσμα του ποταμού κάτω από τον βράχο στον οποίο κατοικώ,
κοιμάμαι με τα αυτιά μου κολλημένα σε αρμονικές υφέσεις.
Η θράκα μου πάντα μυρωδάτη,
να γεύεται ολημερίς μοσχαράκια και αρνάκια του γάλακτος,
να γλύφω το λίπος από τα δάχτυλά του,
καθώς το σώμα του χαίρεται υγεία και ευρωστία.
Θεά εγώ, θνητός αυτός.
Μα αν μείνει κοντά μου, ζωή όμοια με θεού θα ζήσει,
και σε λίγο, καθώς ο καιρός θα κυλά, η θύμησή του θα εξασθενίσει,
το όνομά της και ο τόπος του θα λησμονηθούν
από το τραγούδι της κουρούνας και της κουκουβάγιας,
από το γλυκό κρασί που θα στάζει λίγο λίγο στα χείλη του,
νέκταρ που έστιψα τσαμπί το σταφύλι από το κλήμα μου,
μέχρι αθάνατος να γίνει σαν εμένα.
Σε εκλιπαρώ, μη με πιέζεις να πράξω αλλιώς!
Στο κάτω κάτω εσύ -ένα φερέφωνο, ένα κουφάρι αδειανό- ποτέ σου δεν ερωτεύτηκες.
Πότε δεν έζησες μόνο για το άλλο σου μισό.
Να μολογήσεις, λοιπόν, στο αφεντικό σου πως
δεν κρύβω μες στα στήθη μου καρδιά από σίδερο,
το μόνο που μπορώ να του δώσω είναι ένα κάποιο περιθώριο επιλογής.
Είμαι σίγουρη πως θα νικήσει η θεϊκή ομορφιά μου.

Θ.

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Μήνυμα στο μπουκάλι - Ιστορία εκατό λέξεων



Έσπασε το μπουκάλι στην πέτρα. Κόπηκε λίγο στον αριστερό αντίχειρα. Κοκκίνησε το χαρτί καθώς ξεκίνησε να διαβάζει: «Σε έναν πανύψηλο βράχο μέσα στο πέλαγο βρίσκεται χτισμένο το κάστρο. Ο νέος θέλει να σκαρφαλώσει, να φτάσει στο πιο ψηλό παραθύρι, να δει για λίγο την πανέμορφη κόρη του βασιλιά. Μάταια προσπαθεί. Σωριάζεται στο κύμα. Η μάγισσα του προσφέρει βοήθεια.

-Θα σου χαρίσω φτερωτά σανδάλια. Με όποιο τίμημα;
-Να μου χαρίσεις.

Θαυμάσιος πετά ψηλά. Δίνει φιλί στην κόρη και υπόσχεται γάμο στη βασιλική οικογένεια. Μεμιάς η κόρη αποκαλύπτεται. Σειρήνα μυθική το νου του θολώνει, κρατούμενος σε κοιτάζει από το πιο ψηλό παραθύρι».

Θ.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Η Εξομολόγηση





Ήρθε η ώρα να γράψω για σένα.
Οκτώ και δέκα χρόνια,
στη σκέψη φωλιάζεις
κάθε που ο λογισμός εκφυλίζεται
σε μια κρίση ή στην αλήθεια.
Δύο φύσεις πάνω στο κρεβάτι μου.
Η μία κοιμάται και ονειρεύεται,
η άλλη κλαίει γιατί λυπάται.
Είναι δηλαδή εκείνη η στιγμή
που μόνο απλώνεις το χέρι
να αγγίξεις,
αλλά η αίσθηση νεκρώνεται
γιατί πείσμωσε,
γιατί κουράστηκε.
Και η μία φύση πανίσχυρη περιγελά την άλλη.
Και ο κόσμος μοιάζει άδειος χωρίς τη μουσική που ακούς στο μυαλό σου.
Οκτώ και δέκα, έχω να σε δω.
Ούτε από τύχη ούτε από ανάγκη.
Σε θυμούμαι όμως,
κάθε που ο λογισμός εκφυλίζεται
σε μια κρίση ή στην αλήθεια.

Θ.

Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Εδώ στην πόλη


Ένα καλοκαιρινό πρωινό.
Απασφαλίζω τα παράθυρα των παιδιών μου,
να μπει φως στο δωμάτιο.
Η μικρή αυλή με τα ξεχασμένα ξερόχορτα
και το ογκώδες ντεπόζιτο πετρελαίου
δεν είναι μια θλιβερή εικόνα.
Οι χειμωνιάτικες βροχές περιβάλλουν
με αυτή τη θλίψη το τοπίο,
που δεν του πρέπει.
Το ντεπόζιτο θέλει πάντα βάψιμο,
τα ξερόχορτα πρέπει πάντα να μαζευτούν.
Είναι που τώρα στο απέναντι σκοινί
αερίζονται κάτω από σφιχτά μανταλάκια
τρία σακ βουαγιάζ
και ένα σακίδιο πλάτης.
"Για κάπου ετοιμάζονται οι απέναντι",
μονολογώ.
Ένα ταξίδι αποσκευές τα όνειρά μου,
ο ιριώτικος γιαλός με τις ξερές κλάδες
και τον χρυσό ήλιο,
έρχεται και φεύγει από το τίναγμα μιας λευκής κουρτίνας
φως και θάμπος εναλλάσσονται κάτω από τα βλέφαρά μου,
παίρνω μια ανάσα και κάνω μακροβούτι.
Η γειτόνισσα βγαίνει στο μπαλκόνι,
"εσείς θα πάτε πουθενά;"
"Όχι, όχι! Εμείς εδώ στην πόλη."

Θ.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Ο δεινός Θεός

Το κεφάλι του έβραζε. Ένιωθε τα πόδια του βαριά. Έτρεχε όμως. Έτρεχε γρήγορα, χωρίς σχέδιο, προς όποια κατεύθυνση έμοιαζε ενστικτωδώς ασφαλής. Δεν προλάβαινε να πάρει αποφάσεις, ούτε να υπακούσει στον σωματικό του πόνο. Το αίμα έτρεχε στο κεφάλι του, θόλωνε την όρασή του.  Κάποια στιγμή έπεσε πάνω σε μία γυναίκα που έσπρωχνε όπως όπως ένα καρότσι με το μωρό της. Το σώμα του αφέθηκε πάνω στη σύγκρουση. Η μητέρα σωριάστηκε κάτω. Το καρότσι έκανε πέντε ή έξι περιστροφές και χτύπησε σε ένα τζάμι. Δεν έσπασε. Το κλάμα του μωρού όμως ήταν πιο δυνατό από τις κραυγές των ανθρώπων, πιο δυνατό από τις εκρήξεις. Δεν δίστασε παρά μόνο μια ανεπαίσθητα μικρή στιγμούλα σε έναν χρόνο που του φαινόταν αιώνιος. Τη στιγμή που γύριζε το κεφάλι του ξανά προς τον δρόμο της άγνωστης φυγής του, έπιασε με την άκρη του ματιού του τη φιγούρα ενός άντρα που άρπαξε το καρότσι και άρχισε να τρέχει μακριά, μακριά από τη μητέρα.
Βρέθηκε έξω στο δρόμο. Έψαχνε το αυτοκίνητό του. Δε θυμόταν που το είχε αφήσει. Χώρος Στάθμευσης Α. Χώρος Στάθμευσης Β. Γ, Δ, Ε, Ζ κλπ. Αν η έκταση του χώρου κάλυπτε όλη την αλφαβήτα, ήταν χαμένος από χέρι. Πίσω του οι εκρήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Ήταν πεπεισμένος πως μάνα, μωρό και απαγωγέας δεν επέζησαν. Δεν υπήρχε λόγος να πνιγεί από τις τύψεις. Έτσι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Όταν έχεις τη ζωή σου, το σπίτι σου, τα καλά σου τα ρούχα, μια επιτυχημένη δουλειά, μία ή περισσότερες γυναίκες, είναι δύσκολο να χειριστείς την ενδεχόμενη απώλειά σου. Γιατί έχεις μία σημαντική θέση στον κόσμο. Το μωρό έκλαιγε πιο δυνατά και από τις εκρήξεις. Ούρλιαζε μέσα στα σωθικά του, και έκανε την καρδιά του να πάλλεται αλλόκοτα, κάτω από το ακριβοπληρωμένο σακάκι του.
            Χώρος Στάθμευσης Α. Φυσικά. στο Α. Τα μάτια του έψαχναν δεξιά κι αριστερά. Έβαλε τα κλειδιά του πάνω σε ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Δεν ταίριαζαν. Σε ένα άλλο παρακάτω. Ούτε. Σε τρίτο. Σε τέταρτο. Το πέμπτο ήταν το δικό του. Βρέθηκε σε μία συνωστισμένη έξοδο, συνωστισμένη από ανθρώπους που είχαν την ίδια ιδέα με τη δική του. Άνοιξε την πόρτα και το έβαλε στα πόδια. Οι δρόμοι και τα σπίτια χάνονταν στο διάβα του, ο κόσμος όλος ένα μπούγιο άτσαλο και ακανόνιστο και ήταν και εκείνος μέσα σε αυτό. Σειρήνες σφύριζαν αδιάκοπα, ασθενοφόρα, περιπολικά, πυροσβεστικά, συναγερμοί, το βουητό στα αυτιά του έγινε μια εκνευριστική νότα. Το αίμα ανακατεύτηκε με τον ιδρώτα όταν η νότα άρχισε να γίνεται ένα μακρινό βουητό, τα πρόσωπα και τα φώτα ανακατεύτηκαν, το στομάχι του ανακατεύτηκε. Άφησε τα γόνατά του να λυγίσουν και έκανε εμετό στο τέρμα της μεγάλης λεωφόρου. Όταν σήκωσε το κεφάλι του ξεχώρισε μια φιγούρα που είχε απλώσει το χέρι της στο μέτωπό του και του σκούπιζε τα αίματα. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά της. Άκουγε μόνο το κλάμα του μωρού που εγκατέλειψε πίσω του.

Ο Ταρέκ, που έφτιαχνε κοσμήματα στον δρόμο της Βαγδάτης, παντρεύτηκε την Χάνα όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών. Την επόμενη χρονιά κάνανε ένα κοριτσάκι, την Μάγια. Ύστερα ξέσπασε ο πόλεμος. Φέτος το καλοκαίρι, ο Ταρέκ μάζεψε ό,τι οικονομίες είχε και πλήρωσε έναν τυχοδιώκτη καπετάνιο εικοσιπέντε εκατομμύρια λίρες για να σαλπάρει στη Μεσόγειο μαζί με την Χάνα, έγκυο οκτώ μηνών στο δεύτερο παιδί τους, και την πεντάχρονη πια Μάγια. Νύχτα έφτασαν στην Ταρτούς, κρυμμένοι μέσα σε ένα κάρο με σανό, δυο ημέρες ταξίδι. Οι συμπατριώτες, κάθε λογής φανατικοί, σκότωναν αυτούς που λιποτακτούσαν παραδειγματικά. Άλλοι, πιο φανατικοί, σκότωναν αδιακρίτως. Ο Ταρέκ σκεφτόταν συνεχώς πως η Χάνα στην κατάστασή της δε θα τα βγάλει πέρα. Όταν όμως έφτασαν στο λιμάνι, άρχισε πάλι να ελπίζει. Η Χάνα καθόταν αμίλητη σε έναν κάβο, η Μάγια έτρεχε πάνω κάτω κλωτσώντας μια πέτρα που στοιχημάτιζε να μην πέσει στο νερό και ο Ταρέκ της ψιθύριζε μαλώματα και τιμωρίες να ησυχάσει για να μην τους ακούσει κανείς.
Σε λίγο, ακούστηκαν παφλασμοί και ψίθυροι μέσα από τη θάλασσα. Τα φώτα ήταν ανύπαρκτα σε αυτό το σημείο και έτσι ο Ταρέκ από φόβο μάζεψε όλη την οικογένεια και την έκρυψε πίσω από ένα σαράβαλο γαλάζιο φορτηγάκι. Οι παφλασμοί έγιναν εντονότεροι και οι ψίθυροι καθαρές ομιλίες. Ο Ταρέκ είδε τον τυχοδιώκτη καπετάνιο. Χαμογέλασε με ανακούφιση και προέτρεψε με ένα νεύμα την Χάνα και την Μάγια να τον ακολουθήσουν. Έβγαλε μέσα από τις κάλτσες του, τα παντελόνια του και το βρακί του τα χρήματα. Πλήρωσε, τους φορέσαν σωσίβια και μπήκανε μέσα σε μια μεγάλη φουσκωτή βάρκα. Ήταν μέσα άλλοι πέντε. Το ταξίδι ήταν ήρεμο, η θάλασσα γαλήνια. Όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν, όταν όμως κάνανε μία και δύο και δέκα στάσεις επιβιβάζοντας δέκα, κι άλλους δέκα, κι άλλους δέκα, ο Ταρέκ πνίγηκε από το φόβο. Η Χάνα κρατούσε την κοιλιά της, η Μάγια κοιμόταν στα πόδια της και αυτός τις αγκάλιαζε και τις δύο.
Με το πρώτο φως του ήλιου ένα δυνατό μελτέμι χτύπησε τη βάρκα και ξύπνησε απότομα όλους τους επιβάτες. Άρχισαν τα ουρλιαχτά. Δεν έγινε κάποια δραματική επιβράδυνση του κακού. Με τη δεύτερη, η βάρκα γύρισε ανάποδα. Οι πιο πολλοί δεν κατάλαβαν πόσο γρήγορα βρέθηκαν στο νερό. Ο Ταρέκ πίστευε ότι κρατούσε αγκαλιά και τη γυναίκα του και την κόρη του, όπως όλη τη νύχτα. Ο άνεμος και το βάρος του δημιουργούσαν αστάθεια και πάσχιζε να μη βυθιστεί μέσα στο νερό. Ήταν σίγουρος ότι τα χέρια του τις είχαν τυλίξει καλά. Με ένα αποφασιστικό σάλτο προς τα πάνω και με τη βοήθεια του σωσιβίου, βγήκε πάνω από το βάρος της Χάνα, για να έχει καλύτερο έλεγχο. Η Μάγια δεν ήταν εκεί. Φώναξε το όνομά της. Άφησε την Χάνα σχεδόν ξεψυχισμένη, έβαλε το κεφάλι του μέσα στο νερό. Τίποτα. Φώναξε και πάλι. Πολλές φορές. Άρχισε να κλαίει. Έκλαιγαν όλοι.

            Ο Ταρέκ έψαχνε για δουλειά, όταν άρχισε να γίνεται σούσουρο για την επίθεση. Είναι το κακό τόσο δυνατό, που θαρρείς και ζωγραφίζει μεμιάς την ανησυχία στα πρόσωπα των ανθρώπων. Με σπασμένα αγγλικά ρώτησε λεπτομέρειες. Μετά άρχισε να τρέχει. Η Χάνα ήταν εκεί. Με το μωρό. Δεν είχε άλλον πια στον κόσμο. Δεν θα το άντεχε. Και δε θα σταματούσε ούτε δευτερόλεπτο, αλλά τον λυπήθηκε τον ανθρωπάκο. Ακόμη και ένας τόσο καλοντυμένος κύριος σαν αυτόν, έτσι βουτηγμένος στα αίματα, τον ιδρώτα και τον εμετό, μπορεί να βίωσε μια μεγάλη απώλεια.