Βουίζει ο συρμός αφόρητα,
τα παράθυρα ανοιχτά,
στη φούντωση του λυπημένου στέρνου
των ακρωτηριασμένων δακτύλων που εφίδρωσαν
γράφοντας
κάτω από τα ταξιδιάρικα φώτα.
Τίποτε δεν είναι αληθινό εδώ,
κι από την πολλή ψευτιά
παγιδεύτηκαν τα βλέμματα,
ο ένας τον άλλον κοιτά δήθεν αδιάφορα
μα με όλο το ενδιαφέρον στραμμένο
πάνω σου,
πάνω μου.
Αν κάνεις στροφή, ‘μπράβο’ θα φωνάξουν
‘ωραίο το νέο σου παλτό’,
ωραία η περιβολή της μικρής σου ζωής.
Μη νομίζεις πως η προσοχή
που σου δείχνουν έχει κάποια σημασία.
Γιατί όταν φτάσεις στον προορισμό σου
τα βλέμματα θα ξεχάσουν
τι φόρεσες, τι είπες, τι φοβήθηκες.
Aπέναντί
μου κρατάς νάιλον σακούλα
και ένα τεράστιο πακέτο,
δώρο μεγάλο που περίμενες
μιαν ολόκληρη ζωή να τ’ αποκτήσεις,
μα μεταξύ Μελίνας και Φιξ
σταμάτησες να το σκέφτεσαι
και η περιέργεια σε κινεί
να δεις τι γράφω.
Αχ και να ήμουν χειμωνιάτικη λιακάδα,
δέντρα, σπίτια και αυλές,
το πάρκο και ο σκύλος που τρέχει,
τα μαγαζιά, τα φώτα, ο αέρας,
η αφίσα της ταινίας σήμερα
στον κινηματογράφο της γειτονιάς,
ας ήμουν ό,τι βλέπεις στο κενό,
δεν το αντέχω να θωρούμε ο ένας τον άλλον αλύπητα
από ανία ή ελλείψει επιλογών,
στον ήλιο θα λάμψουμε,
με βλέμματα τυχαία ή καμωμένα από καρδιά.
Έλα μαζί μου, να ανεβούμε στη γη,
να πάμε στη θάλασσα,
να μου μιλήσεις για το δώρο που περίμενες μια ζωή.
Θ.